A.folly, Hdt.1.146; “μωρίας πλέως” S.Aj.1150, cf. 745; μωρίην ἐπιφέρειν τισί to impute folly to them, Hdt.1.131; μωρίαν ὀφλισκάνειν to be charged with it, S. Ant.470; “ἐδόκει μ. εἶναι ταῦτα” Th.5.41; μωρίᾳ φιλονικεῖν foolishly, Id.4.64; τῆς μ. what folly! Ar.Nu.818, Ec.787; “εἰς τοῦτ᾽ ἀφῖχθε μωρίας” D.9.54; “πολλὴ μ. τοῦ διανοήματος” Pl.Lg.818d; of illicit love, E.Hipp. 644, Ion545.
μωρ-ία , Ion. -ιη, ἡ, (μῶρος)