A.“ἔλληξα” A.R.2.84:—stay, abate, “Ἰδομενεὺς δ᾽ οὐ λῆγε μένος μέγα” Il.13.424, cf. 21.305; “λ. γόον” AP7.549 (Leon. Alex., s.v.l.): c. gen., οὐδέ κεν ὣς ἔτι χεῖρας ἐμὰς λήξαιμι φόνοιο would stay my hands from slaughter, Od.22.63.
II. more freq. intr., leave off, cease, of speaking, etc., οὐ λήξω, πρὶν . . Il.19.423; “οὐδέ τ᾽ ἔληγε θεὸς μέγας” 21.248; “ἐν σοὶ μὲν λήξω, σέο δ᾽ ἄρξομαι” 9.97, cf. Hes. Op.368; λ. [ἡ ἀτραπὸς] κατὰ Ἀλπηνὸν πόλιν comes to an end at . . , Hdt.7.216, cf. Th.7.6; “ἡ ἡμέρη ἔληγε” Hdt.9.52, cf. X.An.7.6.6; of heat, wind, rain, etc., “λ. μένος ἠελίοιο” Hes.Op.414; “λήξαντος οὔρου” Pi.P.4.292; ψακὰς λ., νότος λ., A.Ag.1534 (lyr.), S.Aj.258 (anap.); “ἅμα τῷ τοῦ σώματος ἄνθει λήγοντι” Pl.Smp.183e.
2. c. gen., stop, cease from a thing, ἔριδος, χόλοιο, φόνοιο, ἀπατάων, πόνου, χοροῖο, Il.1.319,224, 6.107, Od.13.294, Il.10.164, 3.394; “ἀοιδῆς” Hes.Th.48 (dub. l.); “κλαυμάτων” A.Pers.705 (troch.); θρήνων, γόων, S.El.104 (anap.), 353; “ὀδύνης” Pl.Phdr.255d; λ. τοῦ βίου, i.e. to die, X.Ap.8; “φύλλα πτόρθοιο λ.” Hes.Op.421; also “λ. ἀπ᾽ ἔργων” A.R.4.928: c. dat., “λ. τῇ αὐθαδίᾳ” PTeb.16.9 (ii B.C.).
3. c. part., “ὁπότε λήξειεν ἀείδων” Il. 9.191, cf. Od.8.87; “οὐ πρὶν λήξω . . ἐναρίζων” Il.21.224; “εὖτ᾽ ἂν φλέγων . . ἥλιος χθόνα λήξῃ” A.Pers.365, cf. 831; “τὸ σκέλος ῥίψαντες λήγομεν” Ar.Pax332; “λήγει κινούμενον” Pl.Phdr.245c, etc.
5. Gramm., terminate, of a word, “εἰς ε_ λ.” A.D.Pron.11.9, cf. D.T.639.20; also λήγεσθαι c. dat., μακρᾷ, βραχείᾳ, An.Ox.2. 313.