A.“χώσω” Pl.Tht. 177c:—cover with a heap, overwhelm, bury, ὁ νότος κατέχωσέ σφεας buried them in sand, Hdt.4.173; “κ. τινὰ λίθοις” Ar.Ach.295 (tm.); “σφέας . . κατέχωσαν οἱ βάρβαροι βάλλοντες” Hdt.7.225; “ἐν λίθοις σφενδόνης” LXX Za.9.15; ἐν κοπρίᾳ Hippiatr.l.c.:—Pass., Lib.Or.61.15.
3. metaph., ἐπιρρέοντα καταχώσει . . τὸν ἐξ ἀρχῆς λόγον with fresh streams they will choke up the channel of our original argument, Pl.l.c.; “κ. τινὰ λόγοις” Id.Grg. 512c; “τὴν ἐρώτησιν” Plu.2.512e:—Pass., to be buried in obscurity, “τὰ πρῶτα ὀνόματα -κέχωσται ὑπὸ τῶν βουλομένων τραγῳδεῖν αὐτά” Pl.Cra. 414c; “ἐνθυμήσεις μυστικῶς -κεχωσμέναι” Vett.Val.301.9.
4. overwhelm, ruin, Lib.Or.63.19.