A.= κατακορής, Poll.5.151, Thom.Mag.p.105 R.; “κ. Χρῆσις ἀφροδισίων” Steph.in Gal.1.239 D.:—in Adv., of colours, deeply, “κ. μέλας” Gp.16.2.1.
II. metaph., immoderate, “κ. καὶ περίεργοι ἱερουργίαι” Plu.Alex.2. Adv. -ρως, to excess, “ᾧ -κόρως Χρῶνται οἱ λογογράφοι” Arist.Rh.1408a33; τῇ τύχῃ κ. Χρώμενος Decr. ap. D.18.182, cf. Plu.Cic.5; “κ. Χρώμενοι τῇ κραυγῇ” Plb.4.12.9, cf. Phld.Rh.1.157, 366S., Dsc.2.52, lamb.Protr.21.κ́.