A.capable of endurance, patient, Amips.9, Isoc.8.109, etc.; “πρὸς Χειμῶνα” X.Mem.1.2.1 (Sup.); “ῥώμη κ. πρὸς ἀρετήν” Pl.Def.412a: Sup., Luc.Anach.38; opp. μαλακός and distd. from ἐγκρατής (cf. καρτερία), Arist.EN1150a33. Adv. -κῶς ib. 1179b33, Marin.Procl.12.
καρτερ-ικός , ή, όν,