A.one who begins a war-song, Hsch. (-βηκ- cod.). ἰβύκχα: σεμνότης, ἢ σωρὸς κρεῶν, Id. (-ύηχ- cod.). ἶβυξ , υκος,= ἶβις, Id. ἴβυς , υος, ὁ,= εὐφημία, στιγμή, Id. ἰβύω , shout: strike, Id.; cf. ἰβῶν: εὐφημῶν, στάζων, Id. ἴγα , in Cretan,= σίγα, Id. ἴγγι τινί: ἐπιθυμίᾳ τινὶ ἑλκομένη, Id. (leg. ἴυγγι). ἴγγια: εἷς (Cypr.), Id. ἴγδην and ἴγνην: ἄρσην, Id.
This text is part of:
View text chunked by:
ἰβυκτήρ , ῆρος, ὁ, in Cretan,