A.of reverend bearing, majestic, Il.3.170; γεραρώτερος ἦεν Ὀδυσσεύς ib.211; γεραρὴ τράπεζα a table of honour, Xenoph.1.9; “γεραραῖς χερσί” IG14.818; “ἀνὴρ γ. τὸ εἶδος” Plu.Alex.26; “τὸ γ. τοῦ ἤθους” M.Ant.1.15. Adv. “-ρῶς, μέλπουσιν” AP9.692.
3. γεραροί, οἱ, elders, A.Supp.667 (lyr.); but γεραραί priestesses of Dionysus is f. l. for γέραιραι in D.59.73, al.; cf. “Μητρὸς . . πρόπολος σεμνή τε γέραιρα” IG2.2116, and γεραίρας (acc. pl.) is prob. l. in Il.6.270, cf. 87,287 (cf. Sch. BT); cf. EM227.35. (γέραιρα old fem. of γεραρός; cf. χίμαιρα: χίμαρος.)