A.to be fond of victory, engage in rivalry, be contentious, mostly in bad sense, “φρονήματι φιλονικῶν ἠναντιοῦτο” out of contentiousness, party spirit, Th.5.43 (-νεικ- codd.), cf. Lys.22.8 (-νεικ- codd.); “φιλονικοῦντας, ἀλλ᾽ οὐ ζητοῦντας τὸ προκείμενον” Pl.Grg.457d, cf. R.499e, Lys.33.4 (-νεικ- codd.); οἵτινες . . νενικηκότες ἤδη . . οὕτω φιλονικοῦσιν (v.l. -νεικ-), ὥστε . . X.HG6.3.16: of the state, “φ. παρὰ τὸ ἐπιεικές” Democr.252; “φ. ἄνευ γνώμης” Thrasym.1.—Constr., abs., v. supr.; “φ. περὶ παιδικῶν πρὸς ἀλλήλους” Lys.3.40 (-νεικ- codd.); “πρὸς ἀρετήν” Pl.Lg.731a; οὐ πρός γε αὐτὸ τοῦτο (ὃ add. codd. opt.) φιλονικοῦμεν, ὅπως . . Id.Phlb.14b; φ. περὶ πάντων, περὶ κάλλους, Isoc.2.25, 10.48; “ἀριστείων πέρι” Pl.Lg.935c, cf. D.5.25: simply c. acc., φ. τὸ ἐμὲ εἶναι τὸν ἀποκρινόμενον to be eager that I should be the answerer, Pl.Prt.360e; the acc. is mostly a neut. Adj., τὰ χείρω φ. to be so obstinate as to choose the worst, Th.5.111 (-νεικ- codd.); “μηδὲν φιλονίκει” D.20.144 (-νεικ- codd.); φ. ὅπως . . X.Mem.2.3.17: c. inf., “φ. ἐπιδεῖξαι” Plu.Pomp.31; ἐφιλονίκησαν (v.l. -νεικ-) αὐτούς is dub. in Arist.Pol.1306b1.
φι^λονι_κ-έω ,