2. to be enthusiastic, esp. for the beautiful or the good, “περὶ τὰς εὐωχίας λαμπρυνόμενοι” Str.14.1.20; εἰς ταύτην τὴν ἐπιβολήν this project (sc. of a beautiful tomb), D.S.1.66, cf. 13.90; “περὶ παιδοτροφίαν” J.Ap.1.12; “περὶ τὴν τῶν λόγων ἐμπειρίαν” D.Chr.18.1: c. inf., “φ. Ἑλληνικαῖς φυτείαις διακοσμῆσαι τὰ βασίλεια” Plu.Alex.35.
3. beautify, elaborate, “τὰ περὶ τὴν ἐκφορὰν βασιλικῶς” D.S.20.37; τοῖς πλούτοις πεφιλοκαληκότων [τὰς κτήσεις] πρὸς ἀπόλαυσιν ib.8; in literary style, study effect, Philostr.VS2.4.2.
4. Arithm., elaborate, work out a calculation, “ὡς ἔνεστί τινα δι᾽ ἑαυτοῦ φιλοκαλήσαντα κατανοῆσαι” Iamb. in Nic.p.110 P., cf. p.98 P.