A.dew, Il.23.598, etc.; τεθαλυῖά τ᾽ ἐέρση (v.l. θ᾽ ἑέρση) abundant dew, Od.13.245 ; “θῆλυς ἐ.” 5.467, Hes.Sc.395 : pl., raindrops, “κατὰ δ᾽ ὑψόθεν ἧκεν ἐέρσας αἵματι μυδαλέας” Il.11.53 ; στιλπναὶ δ᾽ ἀπέπιπτον ἔ. (sc. τῆς νεφέλης) 14.351, cf. Theoc.2.107 ; “χλωραῖς ἐ.” Pi.N.8.40 : generally, of any liquid, ἄνθεμον ποντίας ὑφελοῖσ᾽ ἐέρσας from the water of the sea, ib.7.79 ; foam, ib.3.78 ; γλυκερὴ ἐέρση, of honey, Hes.Th.83.
This text is part of:
View text chunked by:
ἕρση , ἡ: Ep. ἐέρση , later ἀέρση PLit.Lond.60 (Posidipp.) : Aeol., Dor. ἐέρσα_ Sapph.Supp.25.12 (αδερσα (= ἀ δ᾽ ἐέρσα) Pap.), ἔερσα^ Pi. N.3.78, cf. Hdn.Gr.2.90 : Cret. ἄερσα Hsch. : ἔρσα Alcm.48, ἕρσα Theoc.20.16:—