A.weave, plait, “σάνδαλα” h.Merc.80; opp. διαλύω, Hdt.4.67; τὰ τὸν ὄσχεον διαπλέκοντα σώματα Paul.Age.6.62: metaph., “θρῆνον δ.” Pi.P.12.8; ἀγὰν πάγχυ δ. to try every twist, wind all ways, ib.2.82:—Med., διαπλέξασθαι κόμας plait one's hair, Aristaenet.1.25: —Pass., ψυχὴ διαπλακεῖσα interwoven [with matter] . ., Pl.Ti.36e, cf. Plot.1.1.3.
διαπλέκω ,