A.bloodstained, “χεῖπες” S.Ant. 975 (lyr.); “ξίφος” E.Ph.625; ὄμμα bloodshot, Id.IA 381; φλὸξ αἱματηρὰ κἀπὸ . .δρυός, i.e. ἀφ᾽ αἵματος καὶ δρυός, fed by the blood of the victim and the wood, S.Tr.766: esp. bloody, murderous, πνεῦμα A Eu. 137; “τεῦχος” Id.Ag.815; “θηγάναι” Id.Eu.859; “ὀμμάτων διαφθοραί” S.OC 552; στόνος caused by the blood-reeking wound, Id.Ph.694 (lyr.).
αἱμα^τηρός , ά, όν (ός, όν E.Or.962):—