A.granular, coarse, “ἄλευρα χονδρότερα” Hp.Mul.2.193; “ἄλφιτον ἀραιὸν καὶ χονδρόν” Arist.Pr.927b35: mostly of coarse salt, “ἅλες οὐ χονδροί, ἀλλὰ χαῦνοι καὶ λεπτοὶ ὥσπερ χιών” Id.Mete.359a32; “χἄλα λήψεται χονδρόν” Phoen.2.5; χονδροὺς ἅλας (cod.Rav. χονδρὰς ἅλας) is prob. in Ar.Ach.521 (v.l. χόνδρους ἁλός) χονδρός Adj., χόνδρος Subst. are distd. by Hdn.Gr.1.203, 2.716; Comp. and Sup. -ότερος, -ότατος, Choerob. in Theod.2.76H.
χονδρός , ά, όν,