A.forepart of a ship's keel, continued into the stem or cutwater, “ἀμφὶ δὲ κῦμα στείρῃ πορφύρεον μεγάλ᾽ ἴαχε” Il.1.482, Od.2.428: cf. “στείρωμα, στερέωμα” 3, στήριγμα (στείρη only in An.Ox. 3.396).
2. a kind of bandage, Heliod. ap. Orib.48.20.12.
II. f.l. for σπεῖρα in Poll.2.31.