A.thunderbolt (“σκηπτοὶ [λέγονται τῶν κεραυνῶν] ὅσοι κατασκήπτουσιν εἰς τὴν γῆν” Arist.Mu.395a28), X.An.3.1.11; τάρβος . . ὡς ἀπὸ ς. Aret.SD1.6: metaph. also of a dust-storm, S.Ant.418; hurricane, D.18.194, Jul.Or.1.35b; λοιμοῦ ς. A.Pers. 715 (troch.); of war, E.Andr.1046 (lyr.), Rh.674; καλοῦσί μ᾽ οἱ νεώτεροι . . σκηπτόν, says a parasite, Antiph.195.11; ς. πόθος falling like a thunderbolt, Aspasia ap.Ath.5.219e.
σκηπτός , ὁ, (σκήπτω)