A.make vehement, intensify, Ph.1.355, Porph.in Harm.p.238W.:—Pass., to be or become so, σφοδρύνει γ᾽ ἀσθενεῖ σοφίσματι thou puttest overweening trust in . . , A.Pr.1011; ποιότητες σφοδρυνόμεναι, opp. μαραινόμεναι, Plu.2.732c; “νόσοι οὐκ ἄγαν σφοδρυνθεῖσαι” Gal.19.563, cf. 17(1).207; πόνος (pain) “σφοδρυνόμενος” Sor.2.21: also in aor. Med., Poll.4.25.
σφοδρ-ύνω ,