A.treat with contumely, outrage, maltreat, “ὁρῶν ἐμαυτὸν ὧδε προυσελούμενον” A.Pr.438 (προσηλούμενον with ε written over η, cod.Med.; προσελούμενον cett.); “οὓς μὲν ἴσμεν εὐγενεῖς . . προυσελοῦμεν” Ar.Ra.730 cod.Rav. (προσ- cett., “προυγελοῦμεν” Stob.): προσηλούμενον is written in codd. of Ael.Ep.3; Hsch. has προσέλει: προπηλακίζει, προυγελεῖν: προπηλακίζειν, ὑβρίζειν; cf. “προυσελεῖν λέγουσι τὸ ὑβρίζειν” EM690.11; προσελοῦμεν: προπηλακίζομεν, ἐλαύνομεν, εἰσβάλλομεν, Suid.—The etym. is unknown.
προυσελέω ,