A.to be a προφήτης or interpreter of the gods, “μαντεύεο, Μοῖσα, προφατεύσω δ᾽ ἐγώ” Pi. l.c.; τίς προφητεύει θεοῦ; who is his interpreter? E.Ion 413; “οἱ προφητεύοντες τοῦ ἱροῦ” Hdt.7.111; “ἡψυχὴ τὰ θεῖα καταλαβομένη τοῖς τε ἀνθρώποις προφητεύουσα” Arist.Mu.391a16; “οὗ [μαντείου] προειστήκει προφητεύων” Luc.VH2.33, cf. Plu.2.412b; οὐκ ἔστιν ὅστις σοι προφητεύσει τάδε will be thy intermediary in asking this, E.Ion 369; ἡ μανία . . προφητεύσασα with oracular power, Pl.Phdr.244d:—Pass., τὰ προφητευθέντα Sch.Od. 12.9.
II. expound, interpret, preach, under the influence of the Holy Spirit, Ev.Luc.1.67, Ev.Jo.11.51, Act.Ap.2.17, 19.6, 1 Ep.Cor. 11.4, 13.9, al.: also “δημιουργῶν χεῖρες π. τὰ ποιήματα” Callistr.Stat. 2.
III. hold office of “προφήτης, Θεοδώρου προφα_τεύοντος” IG7.4155 (Ptoön), cf. 12(1).833.6 (Lindus), PGnom.211 (ii A.D.).
IV. to be a quack doctor, Gal.15.172.