A.throw to, “ἐπιστόλιόν τινι” Plu.Cat.Mi.24; “κυνιδίοις ἄρτων ἢ ὀστέων” Ath.3.114a; of a wet-nurse, μὴ ἐξέστω τῇ Φιλωτέρᾳ προσρείπτειν τὸ σωμάτιον τῷ Παποντῶτι, i.e. she shall not give up her post, PSI3.203.7 (i A.D.): metaph., στρατηγοὺς τοῖς πολεμίοις γυμνοὺς π. Plu.TG7, cf. Alex.71; “π. ὄνειδός τισι” Plb.18.14.1; throw in a remark or argument, Iamb.Myst.3.18:—Med., τὰ μοσχάρια προσερρίφθαι τῷ κυάμῳ throw the young calves upon the beans (as feeding-stuff), PTeb.759.6 (iii B.C.):—Pass., “ἡ προσρι^φεῖσα τῷ Κοπωνίῳ φωνή” Plu.Crass.27; “προσερριμμένον ἑνὶ σκάφει” Id.Pomp.74; to be thrown in casually, of remarks, Gal.15.10, al.; τὰ προσερρειμένα (sic), opp. τὰ ὁμολογούμενα, Phld.Rh.2.94 S.; to be added, “τὰ ἄλλα σαφηνείας ἕνεκα προσέρριπται” Dam.Pr.290.
προσρίπτω ,