A.“ἐπλανήθην” E.Hel.598, Th.5.4, etc.: pf. “πεπλάνημαι” A.Pr. 565 (anap.), Hdt.7.16.β᾽, Pl.Plt.264c, etc.: (πλάνη) :—Prose verb, = πλάζω (used once in Hom., also by Trag., Pi. (v. infr.), and Sapph. Supp.10.15), cause to wander, A.Pr.572 (lyr.), Hdt.4.128.
2. lead from the subject, in talking, D.19.335.
3. lead astray, mislead, deceive, ἢ γνώμη πλανᾷ; S.OC316, cf. Pl.Prt.356d, Lg.655c, Theognet. 2.2, Men.Pk.79 ; “τὸν ὄχλον” Ev.Jo.7.12; “τὸ ἀόριστον πλανᾷ” Arist.Rh. 1415a14; “τὰ μὴ πλανῶντα” Id.Mete.347b35 ; πλανῶν τὴν ἔξοδον, of the Labyrinth, Apollod.3.1.4.
II. Pass., wander, stray, “ἵπποι πλανόωνται ἀνὰ δρόμον” Il.23.321 ; “ὅποι γῆς . . πεπλάνημαι” A.Pr.565 (anap.); “π. εἰς πόλεις” Lys.12.97; “κατὰ τὴν χώραν” Isoc.6.76 ; “περὶ τὰ πεδία” Pl.Plt. 264c: abs., S.OC347, etc.; of the planets, Pl.Lg.822a, Arist.Mete. 346a2, etc.: metaph., “νοῦς ἐν αὑτῷ ὁ ἀληθινὸς πέφυκε πλανᾶσθαι” Plot.6.7.13; of reports, travel abroad, πολλὰ . . ἐμπόρων ἔπη φιλεῖ π. S.OC 304.
b. c.acc.loci, πλανηθεὶς τήνδε βάρβαρον χθόνα having wandered over it, E.Hel.598 ; “πᾶσαν γῆν” Plu.Luc.34: c.acc. cogn., πολλοὺς ἑλιγμοὺς πλανώμενοι wandering about as in a labyrinth, X.Cyr.1.3.4.
4. do a thing irregularly or with variation, Hdt.6.52; ἐνύπνια τὰ ἐς ἀνθρώπους πεπλανημένα the varying dreams that visit them, Id.7.16.“β᾽ ; πλανωμένη πρὸς ἄλλοτ᾽ ἄλλον πημονὴ προσιζάνει” A.Pr.277 ; πεπλανημένον τρόπον irregularly, Hp.Prog.24 ; to be unsettled, “τὰ τῆς ἐλευθερίας ἔτι πλανώμενα καταστήματα” IG42(1).81.13 (Epid., i A.D.).
5. to be in doubt or at a loss, “π. τὸ θέλει τὸ ἔπος εἶπαι” Hdt.6.37 : more freq. abs., A.Pr.473, etc.; “π. καὶ ἀπορῶ” Pl.Hp. Ma.304c; “ἡ ψυχὴ π. καὶ ταράττεται” Id.Phd.79c; π. τῇ διανοίᾳ, ταῖς διανοίαις, Isoc.15.52, Ep.6.10 ; “πεπλανημένην ἔχειν τὴν διάνοιαν” Id.15.265; “πλανωμένων θεραπεία παθῶν” Diog.Oen.27.
6. in forensic Rhet., χρώματα πεπλανημένα, μετάθεσις πεπ., of alternative pleas, Hermog. Stat.3.