A.carry round, “τὸν ὀϊστὸν περιέφερε κατὰ πᾶσαν γῆν” Hdt. 4.36; carry about with one, ib.64; παῖδ᾽ ἀγκάλαισι π. E.Or.464, cf. Men.Sam.29; “τὴν γαλῆν” Ar.Ec.128; ὀκλαδίαν prob. in Id.Eq. 1385 :—Pass., c. acc. loci, περιενειχθέντος τοῦ λέοντος τὸ τεῖχος being carried round the wall, Hdt.1.84 : abs., Σωκράτη . . περιφερόμενον swinging about (in a basket), Pl.Ap.19c; “πίνειν . . σκύφον περιφερόμενον” Arist.Pol.1324b18.
2. move round, π. τὸν πόδα bring the foot round in mounting a horse, X.Eq.7.2 ; hand round at table, Id.Cyr. 2.2.2, al. (Act.and Pass.); “τὸ βλέμμα π. εἰς τοὺς παρόντας” Plu.Agis18; “π. κλήρους” Id.2.737d (Pass.).
4. carry round, publish, make known, “π. τι πανταχόσε” Plu.2.8of:—Pass., τοῦ Πιττακοῦ . . περιεφέρετο τοῦτο τὸ ῥῆμα was passed from mouth to mouth, Pl.Prt.343b, cf. R.402a, 402c, Demod.383c; “ὁ περιφερόμενος στίχος” Plb.5.9.4, etc.; of a person, “περιενεχθῆναι εὐνοίᾳ καὶ θαυμασθῆναι παρὰ τοῖς Ἀθηναίοις” Phld.Acad.Ind.p.75 M.
5. carry to and fro, Plu.Caes.37, cf. infr. 111.2.
6. bring round in the end, determine, reduce, subject, “περιήνεγκεν εἰς ἑαυτὸν τὰς Ἀθήνας” Id.Per.15, cf. Galb.8; “τὴν Ἰταλίαν π. ἐς λιμόν” App.BC5.143; εἰς συμφορὰς π. Id.Pun.86; “εἰς ἀπάθειαν” Plu.2.165b, cf. 546c :—Pass., “ἐς Ῥωμαίους πάντα περιηνέχθη” App.Mith.68; “τὸ σπέρμα ἐς θῆλυ περιηνέχθη” Hp.Genit.6.
7. carry round or back (in memory), οὔτε μέμνημαι τὸ πρῆγμα οὔτε με περιφέρει οὐδὲν εἰδέναι τούτων nor does any of these things carry me back to the knowledge of it, Hdt.6.86.“β᾽; π. τίς με καὶ μνήμη” Pl.La.180e; “τοῦ πράγματος ἤδη -φέροντος αὐτὸν τῇ ὑπονοίᾳ” Plu.2.522c.
8. turn round, make dizzy, turn mad, “ἡ συκοφαντία π. σοφόν” LXXEc.7.8(7):—Pass., to be turned giddy, -“φερόμενος τῷ μεγέθει τῶν τολμωμένων” Plu.Caes.32; “ψυχὴ δυνάμει -φερομένη” Id.Dio 11; “κακοῦ μεγέθει -φερόμενος” J.AJ17.5.2.
II. intr., survive, endure, hold out, Th.7.28, Thphr.HP9.12.1, J.AJ17.6.1: also c. acc., survive, outlast, “ἡμέραν” App.BC2.149; τὰς εἰδούς ib.153.
III. Pass., go round, rotate, “ἐν τῷ αὐτῷ κύκλῳ” Pl.Prm.138c ; “πάντα -φερόμενα ὁρᾶν” Ath. 4.156c; “ἐνιαυτοῦ -φερομένου” Hdt.4.72 ; ἐν ἴσῳ χρόνῳ π. Arist.Cael. 290a5; “κύκλος τῶν ἀνθρωπηΐων πρηγμάτων -φερόμενος” Hdt.1.207 ; of argument, “εἰς ταὐτὸ π. ἀεί” Pl.Grg.517c, cf. Lg.659d; “εἰς τὰ πρότερα” Id.R.456b.
2. wander about, X.Cyn.3.5; “λόγος . . ἀνοήτως π. ἐν συμποσίῳ” Plu.2.716f; to be unstable, “ἡ περιφερομένη εἱμαρμένη” Id.Aem.27, cf. Galb.6; περιφερόμενοι τύπτουσι at random, Arist.Metaph. 985a14.