A.“ἐνύσταξα” Thphr.Char.7.8, LXX 2 Ki.4.6, al. ; “ἐνύστασα” Dionys.Com.2.43, AP12.135 (Asclep.) :— mostly pres., to be half asleep, doze, “νυστάζοντα οὐδένα ἂν ἴδοις” X.Cyr. 8.3.43 ; “ὥσπερ οἱ νυστάζοντες ἐγειρόμενοι” Pl.Ap.31a ; “ὀφθαλμοὶ πλέοντες ὥσπερ τῶν νυσταζόντων” Hp.Epid.7.17 ; οὐχὶ νυστάζειν ἔτι ὥρα <*>στίν Ar.Av.639, cf. Xenarch.2.1, Com.Adesp.185 ; “νυστάζοντος δικαστοῦ” Pl.R.405c : metaph., “ν. τε καὶ ἀπορεῖ” Id.Ion533a ; “τὸν νυστάζοντα καὶ ἀμαθῆ φύσει” Id.Lg.747b ; ἔν τινι in a thing, Plu.2.675b.
νυστ-άζω , fut. -άξω LXXIs.5.27 : aor.