A.a malignant intermittent fever, Hp.Judic.11:—also λιπύριον , τό, Id.Morb.2.51:—hence λι^πυ^ρ-ίας , ου, ὁ, one who suffers from λιπυρία, Gal.17(2).728, cf. 18(2).121, Ps.-Gal.19.399:—Adj. λειπυ^ρικός (leg. λι^πυ^ρικός ), ή, όν, like λιπυρία, Hp.Coac. 117; λι^πυ^ριώδης , ες, of the nature of “λιπυρία, πυρετός” Id.Ep.21.
λι^πυ^ρ-ία , Ion. -ιη, ἡ, for λιπο-πυρία,