3. marriage-bed: and generally, marriage, “ἐμὸν λ. ἀντιόωσαν” Il.1.31; “ὁμὸν λ. εἰσαναβαίνοι” 8.291; “λ. δ᾽ ᾔ σχυνε καὶ εὐνὴν Ἡφαίστοιο ἄνακτος” Od.8.269, cf. 3.403; ἑτέρῳ λέχεϊ, i.e. in adultery, Pi.P.11.24; “ἰὼ λ. καὶ στίβοι φιλάνορες” A.Ag.411 (lyr.); “τὸ σὸν λ. ξυνῆλθον” S.Aj.491; “λ. Ἡρακλεῖ . . ξυστᾶσα” Id.Tr.27; κρύφιον ὡς ἔχοι λέχος ib.360; λέχους γὰρ . . ἁγνὸν δέμας (sc. ἐστί) E. Hipp.1003: freq. in pl., “ἐκ λεχέων” Pi.P.9.37; “λεχέων Διὸς εὐνάτειρα” A.Pr.895 (lyr.); “τὰ νυμφικὰ λ.” S.OT1243: “ἱέμενοι λεχέων” Id.Tr.514 (lyr.); γῆμαι μείζω λέχη make a great marriage, E.El.936; λ. τἀλλότρια ib.1089; μικρὰ μεγάλων ἀμείνω . . λέχη ib.1099: hence for the concrete, λ. νεώτερον younger spouse, Sapph.75; σὰ λέχεα thy spouse, E.El.481 (lyr.); “ὤλεσας κεδνὸν λ.” Id.Hipp.835: used by Com. in poet. or mock Trag. passages, “λ. γαμήλιον” Ar.Av.1758; “κουρίδιον λ.” Id.Pax844; “παιδὶ συμμεῖξαι λ.” Id.Th.891.
λέχος , εος, τό, poet. Noun,