A.“ἱρεύεσκον” 20.3: 3sg. plpf. Pass. “ἱέρευτο” Il.24.125: (ἱερός):—sacrifice, “βοῦς . . ἤνις ἠκέστας ἱερευσέμεν” 6.94; ταύρους [ποταμῷ] 21.131; “τοῖσι δὲ βοῦν ἱέρευσε . . Ζηνί” Od.13.24, etc.: abs., offer sacrifice, τῇ θεῷ Ant. Lib.20.2.
2. slaughter for a feast, “βοῦς ἱερεύοντες . . εἰλαπινάζουσιν” Od.2.56; “ἄξεθ᾽ ὑῶν τὸν ἄριστον, ἵνα ξείνῳ ἱερεύσω” 14.414, cf. 8.59; also “δεῖπνον δ᾽ αἶψα συῶν ἱερεύσατε ὅς τις ἄριστος” 24.215:—Med., βοῦς ἱρεύσασθαι oxen to slaughter for themselves, 19.198; “μῆλα” A.R.2.302.
3. consecrate, devote to a god, “ἱερευομένη παρθένος” Paus.3.18.4.
4. sacrifice, i.e. slay, Ph.2.34, Procop.Goth.2.25.