A.of the same age, καταίθουσα παιδὸς . . δαλὸν ἥλικ᾽, of Meleager's torch, A.Ch.608; “δρῦς” A.R.2.479; “Πηλῆος . . ἥ. χαίτην” Tryph.637: mostly in pl., “βόες . . ἥλικες ἰσοφόροι” Od.18.373; “ἅλικες οἷα παρθένοι” Pi.P.3.17; ὦνδρες ἥ. Ar.V.245; “ὑφ᾽ ἡλίκων νεανίδων” Id.Th.1030(lyr.); ἐν ἅλικι χρόνῳ in equal time, B.7.45.
2. Subst., fellow, comrade, “οἱ ἥλικες” Hdt.1.34, 2.32; “ἥλικές θ᾽ ἥβης ἐμῆς” A.Pers.681; “τὸν ἥλικα τόνδε” Ar.Ach. 336 codd. (sed leg. ὁμήλικα) μετὰ τῶν ἡ. Antipho 3.2.3; prov., “ἧλιξ ἥλικα τέρπει” Pl.Phdr.240c, cf. Arist.EN1161b34. (Fr. ϝᾶλιξ, cf. βαλικιώτης: compd. of swo- 'one's own' (cf. ϝός, Lat. suus) and -āli- 'size', 'growth' (cf. Lat. alo, aequ-āli-s, Gr. ὁμ-ᾶλι-ξ), with suffix -κ-.)