A.spoil, prey, in sg., of unburied corpses, “ἀνδράσι δυσμενέεσσιν ἕ. καὶ κύρμα γενέσθαι” Il.5.488, cf. 17.151; “μὴ θήρεσσιν ἕ. κ. κ. γένωμαι” Od.5.473, cf. 3.271, A.R.1.1251; of valuables, “μή . . ἕ. ἄλλοισι γένηται” Od.13.208; κυσὶν πρόβλητος οἰωνοῖς θ᾽ ἕ. S.Aj.830: pl., “κυσὶν δ᾽ ἕλωρα . . πέλειν” A.Supp.800 (lyr.).
II. in pl. also, Πατρόκλοιο δ᾽ ἕλωρα . . ἀποτείσῃ may pay penalty for the slaughter of P., Il.18.93.