A.hateful, “φώς” S.Ph.1137 (lyr.); “πόλεμος” Ar.Ach.226 (lyr.); “τοῖα . . ἀνεστέναζες . . ἐχθοδόπ᾽ Ἀτρείδαις” S.Aj.931 (lyr.); “τῆς ὁδοῦ ἐχθοδοποῦ γεγονυίας πολλοῖς, ἴσως δὲ . . ἑτέροις προσφιλοῦς” Pl.Lg.810d; of a drug, Pl.Com. 196; “ἐ. ὄμματα” A.R.4.1669. (Perh. by assimilation fr. ἐχθοδαπός 'foreign', 'hostile' (q.v.).)
ἐχθο-δοπός , όν,