A.to be like, suit, c. dat. pers., “ὅς τις οἷ τ᾽ ἐπέοικε” Il.9.392: elsewh. impers., it is fit, proper, c. dat. pers. et inf., “σφῶϊν μέν τ᾽ ἐπέοικε . . ἑστάμεν” 4.341; ϝέῳ δέ τε πάντ᾽ ἐπέοικε . . κεῖσθαι 'tis a seemly thing for a young man to lie dead, 22.71, cf. Pi.N.7.95: c. acc. pers. et inf., “λαοὺς δ᾽ οὐκ ἐπέοικε . . ταῦτ᾽ ἐπαγείρειν” Il.1.126; “ὅν τ᾽ ἐπέοικε βουλὰς βουλεύειν” 10.146: with inf. understood, ἀποδάσσομαι ὅσσ᾽ ἐπέοικε [ἀποδάσασθαι] 24.595; οὔτ᾽ οὖν ἐσθῆτος δευήσεαι οὔτε τευ ἄλλου, ὧν ἐπέοιχ᾽ ἱκέτην . . ἀντιάσαντα [μὴ δεύεσθαι] Od.6.193.
ἐπέοικα ,