A.sweet bay, Laurus nobilis, Od.9.183, Hes.Th.30, prob. in Men. Georg.36; τὸ τῆς δ. (sc. τρύπανον)“ ἄριστον” Thphr.HP5.9.7; “δάφναν μὴ δρέπε” Supp.Epigr.2.185 (Boeot., v B.C.); [“Ἀπόλλων] χρείων ἐκ δάφνης γυάλων ὕπο Παρνησοῖο” h.Ap.396; “ἐξ ὧν εἶπέ μοι ὁ Φοῖβος . . Πυθικὴν σείσας δάφνην” Ar.Pl.213; “ἐρέω τι τορώτερον ἢ ἀπὸ δάφνης” Call.Del.94; “στεφανῶσαι δάφνης στεφάνῳ” GDI2507 (Delph.), cf. Epigr.Gr.786 (Halic.), CIG3641 b 20 (add., Lampsacus).
2. = χαμαιδάφνη, Ps._Dsc.4.147.
III. white mangrove, Avicennia officinalis, Thphr.HP4.7.2.
IV. a kind of coral, ibid. (α^ Theoc.11.45.)