A.sufficient in oneself, self-supporting, independent of others, “ἀνθρώπου σῶμα ἓν οὐδὲν αὔ. ἐστιν” Hdt.1.32; “αὐ. εἰς πάντα” Pl.Plt.271d; εἰς εὐδαιμονίαν, of ἀρετή, Zeno Stoic.1.46; “οὐκ αὐ. ἀλλὰ πολλῶν ἐνδεής” Pl.R.369b; “ὁ σοφὸς -έστατος” Arist.EN1177b1, cf. Epicur.Sent.Vat.45; “αὐτάρκη φρονεῖν” E.Fr.29; “νηδὺς αὐ. τέκνων” helping itself, acting instinctively, A.Ch.757; αὐ. βοή a self-reliant shout, S.OC1057 (s. v.l.); “πόλις αὐ. θέσιν κειμένη” Th.1.37, cf. 2.36 (Sup.); “οἰκία -έστερον ἑνός, πόλις δ᾽ οἰκίας” Arist.Pol.1261b11; “τὸ τέλειον ἀγαθὸν αὔ. εἶναι δοκεῖ” Id.EN1097b8; σῶμα αὔ. πρός τι strong enough for a thing, Th.2.51, cf. X.Mem.4.8.11: c. inf., able of oneself to do a thing, εἰ γὰρ αὐτάρκη τὰ ψηφίσματα ἦν ἢ ὑμᾶς ἀναγκάζειν κτλ. D 3.14, cf. X.Cyr.4.3.4. Adv. “-κως, ἔχειν” Arist.Rh.1362a27: Sup. “-έστατα, ζῆν” X.Mem.1.2.14.
αὐτάρκ-ης , ες, (ἀρκέω)