Δευτέρα

Τετραδια(Γ)


Καθόταν στα σκαλοπάτια

Κοίταζε τις καινούριες πολυκατοικίες απέναντι

Πολύχρωμες ,λες και κάποιο παιδί πήρε να μαγειρέψει μόνο του.

Είχαν αντικαταστήσει τα σύρματα με πλεξιγκλάς διάφανο αλλά τόσο στυφό

Σηκώθηκε

Σήκωσε το κεφάλι ψηλά λες και θα μπορούσε να εισπράξει κάποια μυρουδιά

Κοίταξε μέσα κάτι είχαν αφήσει όρθιο

Είχε χρόνια να έρθει στην πόλη

Πλησίασε το πλεξιγκλάς και έβαλε το κεφάλι αναμεσα στις απλωμένες παλάμες

Ναι ήταν εκεί

Έμοιαζε παράταιρο με τα κεραμίδια την βαριά σιδερένια πόρτα και το ψηλό παράθυρο με τα κάγκελα, αναμεσα στα χαρωπά χρώματα των πολυκατοικιών

Προχώρησε προς την είσοδο

Θαρρετά

Πήγε δίπλα απ το διφρακτο που την έκλεινε και λεπταίνοντας το σώμα του πέρασε

Κοιτώντας συνεχώς το καγκελοφρακτο παραθύρι

_παρακαλώ!!

Τον τρόμαξε ο τύπος που βγήκε απ το μικρό δωματιάκι δίπλα σαν φυλάκιο

παραλίγο να πέσει

_θέλετε κάτι συνέχισε ευγενικά ο τύπος .Ζητάτε κάποιον να τον ειδοποιήσω ;;;;

σήκωσε το χέρι και το γύμνωσε μέχρι το μπράτσο σήκωσε ακόμη και τα πάμπολλα βραχιόλια που σκέπαζαν το χέρι του μια μεγάλη ούλη που ξεκίναγε απ τον αγκώνα και έφτανε στον καρπό δέσποζε δίπλα σε αυτήν μικρά μικρά κόκκινα σημάδια σαν κάποιος να συνήθιζε να σβήνει το τσιγάρο του πάνω στο χέρι του

_ μετδηδα εδώ τδδερα χρον ..Έζησα εδώ τέσσερα χρόνια κάπως έτσι ακουστηκε.

_Συγνώμη ….περάστε είναι ανοικτά

Προχώρησε κατεβάζοντας το μανίκι και σχεδόν χαϊδεύοντας και μαλώνοντας κάτι παλιά βραχιόλια τα εβαλε μέσα απ το πουκάμισο και τα έκλεισε με το κουμπί





Ήρθε πάλι όπως κάθε χρόνο

Έτσι είναι η άνοιξη φεύγει και μετά ξαναέρχεται όπως και τα κεράσια

Όχι

Αυτή δεν μετράει την αρχή τους με το άνθισμα των μυγδαλιών ούτε με τα χελιδόνια που σχίζουν τον ουρανό

Τις μετράει με τις φωνές των παιδιών στο διπλανό πάρκο

Μια δυο λέξεις στην αρχή

Κι ανοίγει το παράθυρο χωρίς ναδει

Κι ύστερα μέρα με την μέρα να γίνονται πρόταση, προτάσεις να γίνονται μελίσσι, βουητό και να ανοίγει το παράθυρο όπως ανοίγει και οι καρδιά της σαν τα βλέπει να παίζουν άνοιξε το παράθυρο πιο πολύ ,και ακούμπησε με τα δάκτυλα σχεδόν χάιδεψε ένα μισοάδειο πακέτο τσιγάρα επιτήδεια ριγμένο στο τραπεζάκι δίπλα στο παράθυρο

Δεν είχε κάνει οικογένεια αλλά είχε μείνει σε εκείνο το μεγαλο σπίτι που της άφησε ο πατέρας της, αργότερα έγινε διαμέρισμα όπως και όλο το στρατόπεδο έγινε κατοικίες των αξιωματικών .





Έσπρωξε την μεγάλη σιδερένια πόρτα

Πέρασε σχεδόν τρέχοντας το μεγαλο δωμάτιο και μπήκε στο δεύτερο κελί

Ο μίσος τοίχος είχε πέσει και φαινόταν τα τούβλα

Δεν είχε στρώμα αλλά πήγε και έκατσε εκεί που αυτό ήταν κάποτε

Ένιωσε αμέσως την γνώριμη υγρασία να τον τρυπάει

Άνοιξε το κουμπί στο μανίκι και έπιασε ένα από κείνα τα βραχιολακια

Μπήκε

Σκόνη

Πόσο καιρό είχε ναμπει εκεί;;;;;

Προχώρησε στο μετωπιαίο λοβό έφτασε στην μνήμη

Είχαν πέσει αλλά λες και κάποιος τα είχε μαζέψει και τα ακούμπησε βιαστικά αλλά με μεγάλη προσοχή στο πάτωμα

Πήρε ένα τετράδιο

Κοίταξε το ντύμα το αγκιξε και χωρίς να τα ανοίξει άρχισε να απαγκελει……

Δεν άντεχε κάτι τον έπνιγε

Έψαξε τις τσέπες βρήκε ένα πακέτα δυο τσιγάρα πήρε το ένα το εβαλε στο στόμα και άναψε ένα σπίρτο μια μεγάλη ρουφηξιά και έκλεισε τα μάτια

Πετώντας μακριά το σπίρτο που σχεδόν του έκαψε το χέρι





Μια λανθάνουσα καμπύλη

Κάτι σαν την ζωή της

Εκεί που κοίταζε τα παιδία να παίζουν την έκαναν να αναστενάξει, ενας αναστεναγμος και μια ανασα, μια ανασα με μυρωδεια.

Αρχισε να τρεχει ηδη στα σκαλοπατια που τα κατεβενε δυο δυο

Η μεγάλη σιδερένια πόρτα ανοικτή

Σαν σκιά η σαν μυρωδιά πέρασε μέσα

Πέρασε σχεδόν τρέχοντας το μεγαλο δωμάτιο

Στο δεύτερο κελί σταμάτησε

Τον άκουσε να μιλάει

Την είδε;;;;;;;;

_μύρισε η ψυχή μου πια ……έλεγε

_δεν σου είπα ;;;;;την ψυχή μας δεν την ακουμπάμε στα βρεμένα μπορεί να μουχλιάσει
του είπε και εβαλε το χέρι της στα μαλλιά του……

Σάββατο

Τετραδια(Β)



Ψιχαλιζε
Μια ψιχαλα απο το πουθενα ,
Έστριψε λίγο το κεφάλι προς τα πάνω αλλά είδε απλά ένα καθάριο ουρανό
Κι όμως ψιχάλιζε
Ανατρίχιασε και κούμπωσε το άσπρο νυχτικό της έως το τελευταίο κουμπί
Το ήξερε ότι κάτι υπήρχε εδώ έξω
Το φοβόταν, αλλά ταυτόχρονα κάτι την έκανε να βγαίνει εδώ κάθε βράδυ
Χρώματα;;
Ναι χρώματα, αυτά που έβλεπε στα όνειρα της κάτι σαν ταπετσαρίες αλλά με μυρουδιά με αφή ,ήταν σκαλιστά πολύχρωμα ,να έτσι αν άπλωνε τα δάκτυλα της λες και τα άγγιζε
Ζεστά
Άφησε στο πάτωμα της βεράντας το τασάκι και το μπολ που κράταγε .Γεμάτο κουκούτσια , έβγαλε απ τον κόρφο της ένα πακέτο τσαλακωμένο, με τσιγάρα και έβγαλε ένα .
Δεν κάπνιζε
Απλά από τότε που ήρθε εδώ της αρεσε,στην βεράντα και μόνον εδώ .
Ενα περιπολο ακουστηκε να έρχεται από μακριά. Συντεταγμένο βήμα .
Πλησίαζε
Έκανε Ενα βήμα προς τα πίσω μην την δουν
Ένας νεαρός στρατιώτης σήκωσε το βλέμμα στο νυχτικό, που για μια στιγμή ανέμισε μα γύρισε το κεφάλι μπροστά μετά από τον δυνατό βήχα του διμοιρίτη.
Έβαλε το τσιγάρο στο στόμα


Μια σπίθα
Ενα φως .Αχνά δυο σκιές σχημάτισαν ενα πρόσωπο ,δυο χείλια κόκκινα.
Μια βαθεια εισπνοη
Ενα φύσημα
Σήκωσε με δύναμη τα δυο του χέρια και ξανακόλησε το πρόσωπο στο κάγκελα ,είχε σηκώσει ελαφρά την μύτη και έπιανε αυτό που ερχόταν
Άρωμα γιασεμί απ το νυχτικό π ανέμιζε ,μέντα από οδοντόκρεμα ίσως και καπνός, ναι βαρύς καπνός
Ρούφαγε με δύναμη και αυτός, ερχόταν, πέρναγε απ τον οισοφάγο στα πνευμονία και μετά εγκαταθιστόταν στο στομάχι ,σαν πόνος κάτι εκεί χαμηλά, κάτι απροσδιόριστο κάτι, σαν έρωτας, ναι σαν έρωτας
Όπως τότε που ήταν παιδί και πέρναγε απ το σπίτι της Μαρούλας και δεν μπορούσε να της μιλήσει γιατί πόναγε
Τι γλυκός πόνος
Είδε μια σπίθα να πετάγεται, να κάνει ένα μακρύ κύκλο και να προσγειώνεται κάπου αριστερά του ,άκουσε ενα αμυδρό θόρυβο σαν κλείνει μια πόρτα και άφησε τα χέρια απ τα κάγκελα.
Για λίγο τα μάτια του πλανήθηκαν στο παράθυρο ,μια άλλη μυρουδιά ήρθε στα ρουθούνια του
Ψιχάλισε;;
Πλησίασε στο αχυρένιο στρώμα κάθισε , έβγαλε το ένα πόδι απ την σαγιονάρα απαλά, ναι απαλά όπως βγαίνεις από μέσα της, μετά τον Ερωτά καθώς έχει ξαποστάσει δίπλα σου ,έβγαλε και την άλλη
Ξάπλωσε έκλεισε τα μάτια . Βρέθηκε μέσα του.
Περπάτησε λιγάκι μέσα στο μετωπιαίο λοβό μέχρι να φτάσει στην Μνήμη.
Είδε τα τετράδια ανάκατα μερικά πεσμένα κάτω
Το ήξερε άγγιζε τα ντύματα, τα χάιδευε ,ο πόνος στο στομάχι ξαναήρθε
Να μπορούσε να τα διάβαζε……………..

Παρασκευή

ΤΕΤΡΑΔΙΑ!!! (Α)





Προς κάθε ενδιαφερόμενο:
¨¨ Καλησπέρα
Δεν ξέρω πώς να ξεκινήσω να σου λέω τι αισθάνομαι για σένα, απλά είναι στιγμές που γεμίζει γεμίζει το είναι μου από σένα και δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτε άλλο ,γίνομαι σαν αυτούς τους ανθρώπους που πηγαίνουν στο πόλεμο και εκείνη την στιγμή, την στιγμή τους .Τότε δηλαδή που μπορεί να διαλέξουν την ζωή τους με την γυναίκα και τα παιδιά τους, αυτοί καρφώνουν τα μάτια στην σημαία που είναι μπροστά τους και διαλέγουν τον θάνατο, καθώς κάποιος παρανοϊκός
διορισμένος με σύμβαση θανάτου διατάζει έφοδο.
Αλλά εσύ πρέπει να ξέρεις ,ίσως και καλύτερα από μένα ότι δεν είσαι θάνατος μάλλον είσαι η ζωή .
Ανάποδα μάλλον έπιασα το θέμα αυτό που θέλω να σου πω είναι
Παρόλα όσα πολύ καλά ξέρεις ότι περνάω ,εσύ με κανείς να θέλω να ζω ,πρέπει να σου πω έχω πολύ μα πολύ δύναμη μέσα μου που πηγάζει από σένα και αυτό με κάνει να αντέχω…¨¨
Ξαφνικά όπως άναψε το απόγευμα έτσι ξαφνικά η λάμπα έσβησε
Ξαπλωμένος στο αχυρένιο στρώμα δεν κουνήθηκε, έκλεισε απαλά με το μυαλο του το τετράδιο που είχε εκεί μέσα και μετά περπάτησε λιγάκι μέσα στο μετωπιαίο λοβό μέχρι να φτάσει στην Μνήμη
εκεί έψαξε ανάμεσα σε κάτι χαρτιά περιτυλίγματος , ήταν πολύ επιλεκτικός στην διαλογή τους ξεχώρισε δυο, κράτησε το ένα και με αυτό έντυσε το τετράδιο που κρατούσε, μετά πολύ απαλά το τοποθέτησε με τα χιλιάδες αλλά που υπήρχαν εκεί.
Βγήκε απ την Μνήμη και απ τον ίδιο δρόμο γύρισε πίσω .
Ανακάθισε στο στρώμα σαν να έψαχνε κάτι τράβηξε απ αυτό δυο μεγάλα άχυρα και άρχισε να τα πλέκει τα έκανε ένα μικρό βραχιόλι
και με ένα μαγικό τρόπο κοιτάζοντας το στο σκοτάδι το έβαψε με το χρώμα που είχε το περιτύλιγμα στο τετράδιο του το πέρασε στο χέρι του μαζί με τα αλλά που υπήρχαν εκεί, έτσι θα θυμόταν σε ποιο ράφι το είχε βάλει .
Στα σκοτεινά έψαξε τις σαγιονάρες του.Τις βρήκε. Εβαλε το λουρακι της σαγιοναρας αναμεσα στο μεγαλο δακτυλο και τον παραμεσο ,σαν να φοραγε ένα δακτυληδι η ακομα καλυτερα σαν να εκανε ερωτα.
Ήταν και αυτό μια αίσθηση που είχε μείνει από τότε που είχε κάποιον.
Από αμηχανία άρχισε να ξύνει το μούσι του πρώτα στο πηγούνι μετά στα μάγουλα .Λες και όσο ποιο δυνατά έξυνε τα μαγούλα μαζί με τον πόνο θα ερχόταν και κάποιος δικός του να τον αισθανθεί να τον μυρίσει να τον αγγίξει.
Σηκώθηκε.
Από το παράθυρο ερχόταν ένα αχνό φως .
Ήταν η ώρα.
Πήγε στο παράθυρο σήκωσε ψηλά τα χέρια με τα βίας έφτανε το πρεβάζι.
Χαμήλωσε τα γόνατα έκλεισε τα μάτια
Εκπνοή
Πήδησε
Το αριστερό χέρι ξέφυγε και το άγριο πρεβάζι του γρατσούνισε το καρπό αλλά το δεξί άρπαξε γερά το κάγκελο και κρατήθηκε εκεί
Σιγά έφερε το πονεμένο αριστερό και έπιασε το άλλο κάγκελο.
Τράβηξε δυνατά μέχρι που έφερε το πρόσωπο στο παράθυρο
Ήταν εκεί.
Πόσο θα ήθελε να της δώσει να της δείξει τα τετράδια του,να την αφήσει να περιεργαστεί τα ντύματα.
Με ένα άσπρο νυχτικό, έτσι του φαινόταν , ήταν εκεί.
Στην βεράντα
Τράβηξε τα χέρια του δυνατά και κόλλησε τα το πρόσωπο στα κάγκελα της φυλακής να δει καλύτερα ,έτρωγε κάτι από ένα μπολ και μετά έβγαζε κάτι απ το στόμα της και το άφηνε σε ένα τασάκι.
Κεράσια

Σάββατο

Χρονοι!!!!!!




Χρόνοι πιασμένοι στα σύννεφα χωρίς κίνηση
Σηκώνομαι απ ο κρεβάτι μέρα με την μέρα σαν όργανο που δουλεύει χωρίς πραγματικούς χρόνους
Σαν συκώτι
Καρδιά
Μάτια
Λόγια που απλώνονται στο στόμα χωρίς να ειπωθούν και μένουν μετέωρα στο χρόνο
Και τι μπορώ;;
Τι να κάνω
Πώς να σπάσω τους τοίχους;;
Πώς να ανασάνω;;
Μια κραυγή στα άδεια δωμάτια
Σαν λύκος στα χιονιά να προσπαθεί να διώξει το φόβο του
Παίζοντας με τις νιφάδες
Που θα τον θάψουν
Μια πνοή
Ένας τριγμός
Δεν είναι αυτό που …..
Είναι αυτό θα γίνει
Και συ;;
Μια ηλιαχτίδα θα μπορούσες ..
Σκόνη στο γαλάζιο
Σήμερα
και δεν είσαι εδώ
Μιλάω σε ένα άδειο τέλος
Σαν τα ποτήρια που σπάνε στους τοίχους η μοναξιά μου
Βάφουν
Τρέχουν
Και καταλήγουν στο πάτωμα πίνακες που δεν έφτιαξα
Μπορείς να βάλεις εσύ τα χρώματα
Άσπρο μαύρο
Εσύ και εγώ
Καταλαβαίνω τους ρόλους αλλά δεν θέλω να τους παίξω
Εσύ και γω και σε μια σε συννεφιά
Τα αστέρια
Τα αστέρια
Τα εύχομαι στα όνειρα και ……..
Λέω δεν μπορεί στο τέλος θα τα αγγίξω
Μαζί με σένα σε ένα μι δίεση μινόρε
Να βλέπω
Τώρα
Καθαρά
Να ανεβαίνεις
Κι αν το αισθάνομαι
Χωρίς
Να σε έχω γνωρίσει
Τι μ΄ αυτό ;είσαι στο μυαλο
Ζεις μαζί μου
κοιμάμαι

Κυριακή

ΔΙΩΓΜΕΝΟΣ!!!!!!


Διωγμένος
Έτσι στα καλά καθούμενα
Στο δρόμο
Πως μπορεί κάποιος να ξεχνάει τόσο γρήγορα τα καλά σου
Και να σκέφτεται μόνο άσχημα για σένα
Δεν μπορεί μόνο αυτός να σκέφτεται έτσι !!!!!!
Αν είναι ο Γιώργος ο έρωτας της ζωής σου ,δεν μπορεί επειδή έσπασε ενα ποτήρι να πάψει να είναι ο έρωτας της ζωής σου!!
Πως μπορεί κάτι άσχετο εντελώς άσχετο με την αγάπη να την κάνει αυτήν να εξαφανίζεται σε μια στιγμή ;;;;;;;
Όσο κακό και αν έχεις κάνει πρέπει ο άλλος να ζυγιάζει τα πράγματα και όχι να παύεις έτσι ξαφνικά να υπάρχεις για αυτόν .
Συνέχισε να περπατάει και να μονολογεί
Που και που ερχόταν μυρωδιές απ τα κοντινά εστιατόρια και γύρναγε έτσι το κεφάλι και τις ακολούθαγε με το βλέμμα
Όχι δεν πείναγε πριν λίγη ώρα είχε φάει καλά σε μια ταβέρνα δίπλα απ το σπίτι του
Τον ήξεραν εκεί και τον περιποιήθηκαν
Άρχισε να ψιχαλίζει
Αυτό μας έλειπε σκέφτηκε. Να βρει ενα κατάλυμα να περάσει την νύχτα και που θα πάει θα της περάσει
Δηλαδή ;;;;; συνέχισε να μονολογεί
Αν εμένα μ αρέσουν τα κόκκινα τριαντάφυλλα και θέλω να τα έχω στο σαλόνι μου και τα αγοράζω κάθε Σάββατο απ την λαϊκή ,θα σταματήσω να τ αγαπάω αν με τσιμπήσει ενα αγκάθι;;;;;;
-φύγε φύγε φύγε τωρααααα
χτύπαγαν στα αυτιά του τα λόγια της
άσου φύγε !!!!
λες και δεν ήταν και δικό μου το σπίτι.
-φυγεεεεε
πόναγε ώρα και δεν το καταλάβαινε
ήταν και η αδρεναλίνη που είχε ανέβει
ενα αυτοκίνητο πέρασε γρήγορα δίπλα του
-Άντε ρε μην αρχίσω να………
παραλίγο να τον πατήσει
ο πόνος συνέχισε να δυναμώνει
τον έκοβε στην κοιλιά χαμηλά σαν ξυράφι
σχεδόν έπεσε πάνω στο πεζοδρόμιο
πόναγε …και ήταν μόνος
να προλάβαινε άραγε να έβρισκε μια σκεπή να περάσει την νύχτα
βροχή;;;;
κάτι έτρεχε στο πρόσωπο του
σήκωσε το χέρι και το έπιασε
σαπουνάδα;;;;;
ο πόνος δυνάμωνε σύρθηκε λίγο μέσα στο πεζοδρόμιο σχεδόν δεν μπορούσε να κουνήσει τα ποδιά του
σαπουνάδα;;;;;
μάλλον του έβαλε κάτι μέσα στο φαγητό ο εστιάτορας
Τινάχτηκαν τα πόδια του χωρίς να το θέλει
Προσπάθησε να σηκωθεί
Τίποτα
Μια σκέψη μόνο
Ήταν ανάγκη να με διώξεις ;;;;
Για μια παλιό παντόφλα που δοκίμασα;;;;;;;

Μια μετέωρη νότα να κρέμεται στο αφρό του νερού όταν κτυπάει στα βράχια Κρέμεται για λίγο στα υγρά χορτάρια   και ύστερα ξανά με το σύ...