Οι ορτανσίες μου έχουν γύρει τον
ανθό τους κουρασμένες απ’ τον καύσωνα.
Στην πλαστή δροσιά του
κλιματιστικού, αυτή τη δροσιά που μισώ κυρίως γιατί δεν μπορώ να κάνω αλλιώς,
ψάχνω το καταφύγιό μου απ’ τη ζέστη στις γωνιές αυτές του μυαλού μου που κανείς
δεν έχει πρόσβαση - εκτός αν του δώσω εγώ.
Σο σπίτι του παππού Ζ και της
γιαγιάς Κ, ο αιωνόβιος ευκάλυπτος έριχνε τη σκιά του στην μπροστινή αυλή, αλλά
το απόγευμα. Μπροστά απ’ τον ευκάλυπτο η θάλασσα, ανέβαινες τα τρία σκαλάκια, η
αυλή τσιμεντένια για να χωράει το «σόϊ» ή πιο σωστά «ΤΟ σόϊ»-τα δέντρα ήταν
στην πίσω αυλή, δέντρα κι ότι άλλο ήθελες, μην ψάχνεσαι για καλοσχεδιασμένες
ινσταγκραμικές αυλές, ένα πιθάρι εδώ, ένα γυάλινο μπουκάλι εκεί να μαζεύει
ζεστό νερό, μια κορομηλιά, πέντ’ έξι ψωραλέες γάτες, δυό τρεις φερ φορζέ-,
τσιμεντένια λοιπόν, η μπροστινή βεράντα, αλλά η σωτηρία απ’ τον καύσωνα ήταν
μέσα, στα κουφωτά παντζούρια, στα λεπτά σεντόνια από γάζα πάνω σε κάθε κρεββάτι
ή ράντζο, σ’ ένα γυάλινο βάζο με τα πασπαλισμένα με ζάχαρη μπισκότα που έφερνε
ο θείος Διονύσης και, κυρίως, στη μυρωδιά απ’ το φιδάκι σε κάθε δωμάτιο κι
είναι αυτή η μυρωδιά απ’ το φιδάκι που απεγνωσμένα αναζητώ κάθε που το
θερμόμετρο χτυπάει τους 35, μέχρι και τα φιδάκια τώρα τα κάνανε πολίτικλυ
κορρέκτ και δεν μπορείς να μαστουρώσεις, τα σεντόνια από γάζα δεν υπάρχουν
πουθενά αλλά η Αγγλία παίζει απόψε ενάντια στα Ουκρανά και πολύ θα το χαρώ να
φτάσει στον τελικό, βασικά θα το χαιρόμουν διπλά αν έφταναν στη θέση τους οι σκωτσέζοι
ή οι ουαλοί αλλά ομάδες δεν έχουν, προς τιμήν τους λοιπόν, ο Ray Davies στο πικάπ και, αυτό εδώ το τραγούδι αφιερωμένο εξαιρετικά σε όλους όσους πιστεύουν ότι
αυτό που ζούμε είναι μια καλή ζωή….
'Cause he gets up in the morning,
And he goes to work at nine,
And he comes back home at
five-thirty,
Gets the same train every time.
'Cause his world is built 'round
punctuality,
It never fails.
And he's oh, so good,
And he's oh, so fine,
And he's oh, so healthy,
In his body and his mind.
He's a well respected man about
town,
Doing the best things so
conservatively.
And his mother goes to meetings,
While his father pulls the maid,
And she stirs the tea with
councilors,
While discussing foreign trade,
And she passes looks, as well as
bills,
At every suave young man.
'Cause he's oh, so good,
And he's oh, so fine,
And he's oh, so healthy,
In his body and his mind.
He's a well respected man about
town,
Doing the best things so
conservatively.