"Λένε πως το σκοτάδι είναι μαύρο, αλλά εγώ δεν το ξέρω αυτό γιατί δεν έχω δει ποτέ το μαύρο"
μου είπε ο Β. σε μια από τις πολύωρες συζητήσεις μας…
Ας αρχίσουμε απ΄ το πράσινο του είπα, το πιο όμορφο είναι αυτό του πρωτόλαδου, απ’ τις ελιές που μαζεύονται στις αρχές του Οκτώβρη, τόσο παχύρευστο αλλά και τόσο διάφανο, απαλό, διακριτικό, σε αντίθεση με το πράσινο του σμαραγδιού που σε μαγνητίζει με τη λάμψη του, μόνο που η λάμψη εκτός από απατηλή είναι και σκληρή ενίοτε, αλλά υπάρχει και το άλλο πράσινο, το βερ-αμάντ, απαλό σαν αυτό που έχει η φλούδα του νεογέννητου αμυγδάλου, μαγικό δέντρο η μυγδαλιά κι ας μην την εκτιμούσα τόσο όταν ήμουν μικρή, σκέψου, δίνει αυτά τα υπέροχα ρόζ λουλούδια – κράτα το αυτό στο μυαλό σου του είπα, γιατί στο ροζ δεν φτάσαμε ακόμα – στην αρχή και μετά τον καφέ καρπό τυλιγμένο σ’ ένα βεραμάν πέπλο, όλοι οι τόνοι του παστέλ σε ένα δέντρο….
Και μετά είναι το μπλέ, ένα χρώμα που είναι χίλια χρώματα μαζί, το καλοκαίρι στη θάλασσα, σαν πατάς μόλις το πόδι σου στα ρηχά, εκεί είναι το γαλάζιο και όσο ξεμακραίνεις σκουραίνει, σκούρο μπλε έχει λιγο πριν το ξημέρωμα ο ξάστερος, ετερόφωτος ουρανός, αυτός που τη μέρα, ανάλογα με τα κέφια του ήλιου είναι γαλανός, γκρίζος, ενίοτε και τυρκουάζ, αλλά τυρκουάζ κυρίως, είναι οι θάλασσες της Κεφαλλονιάς και γαλαζοπράσινες οι θάλασσες στους Αντίπαξους.
Σκέψου τώρα, άσε τις θάλασσες και τα καλοκαίρια και σκέψου ένα κοριτσάκι, να τριγυρίζει σ’ ένα λούνα παρκ κρατώντας ένα ξυλάκι με μαλλί της γριάς, ρόζ είναι το μαλλί της γριάς και γλυκό, και κολλάει στα δάχτυλα, κι ο αέρας της ανακατεύει τα μαλλιά που έχουν το χρώμα του μελιού, και τα μάτια της έχουν κι αυτά το χρώμα του μελιού και η ζάχαρη απ το μαλλί της γριάς κολλάει στα μαγουλάκια της, ροζ αυτό, ροζ και τα μάγουλα, στο σύνολο μια ωδή στο ροζ, ευκαιρία να κάνουμε μια παραλλαγή, ας φανταστούμε ότι είναι πιά κοπέλα, κρατάει στα χέρια της ένα λουκουμά, και μετά, γλύφει τη ζάχαρη που έχει μείνει πάνω απ’ το χείλι της, κι αυτό είναι το άσπρο, γλυκό κι όμορφο, άσπρο είναι και το γιασεμί που έχει ανέμελα περασμένο πάνω απ’ τα’ αυτί της, να μοσχοβολάει, όχι ότι χρειάζεται το άρωμα του γιασεμιού βέβαια…
Κι η κοπέλα – ας κάνουμε μια φανταστική ιστορία μ’ αυτό το φανταστικό κορίτσι που έγινε κοπέλα κι ύστερα γυναίκα – μεγάλωσε, και μια μέρα τη συνάντησα να χορεύει μ’ ένα αγόρι ένα tango, ναι, οπωσδήποτε θέλει δύο αυτό το tango, και φορούσε ένα φόρεμα απαλό, που έμοιαζε με χάδι πάνω στο κορμί της, αέρινο, μεταξένιο, τρεμοπαίζει σε κάθε της κίνηση, έτσι όπως ρίχνει πίσω τα μελιά της μαλλιά τα χείλη μισανοίγουν καθώς η ανάσα βγαίνει άναρχη, και τα χείλη είναι κατακόκκινα, όπως και το φόρεμα είναι κατακόκκινο, όπως και τα ζουμιά απ τη φέτα το καρπούζι που τρέχουν πάνω στο γυμνό κορμάκι αυτού του τρίχρονου αγοριού που κάθεται ανέμελα πάνω στο πεζούλι χαζεύοντας τους περαστικούς γλάρους σ’ ένα άλλο σύμπαν, χωρίς tango αλλά με γλάρους και «ροδάθνες»…
Κι αν όλα αυτά είναι τα κόκκινα, τότε η φωτιά τι είναι; θα με ρωτήσεις και δικαίως, και θα σου απαντήσω πως η φωτιά δεν ήταν ποτέ κόκκινη, αλλά πορτοκαλί, λαμπερή κι επικίνδυνη, αλλά, αυτός ο κίνδυνος είναι που την κάνει τόσο ελκυστική, κι άλλο τόσο επικίνδυνο είναι το ν’ αφήσεις τη φωτιά σου να σβήσει, αυτό μην το κάνεις ποτέ.
Κι όμως, αν με ρωτούσες πιο είναι το πιο αγαπημένο μου χρώμα θα σου έλεγα το μωβ σε κάθε του μορφή, λιλά σαν τις πασχαλιές που ανθίζουν κάθε Απρίλη για να κάνουν τον κόσμο να δείχνει μαγικός και όπως κάθε τι μαγικό κρατάει λίγο έτσι κι αυτές ανθίζουν για λίγο μόνο, τόσο όσο χρειάζεται, λίγο πιο σκούρο, σαν τις λεβάντες που ανθίζουν όταν όλα τα άλλα γύρω τους μαραίνονται, και κυρίως το μωβ από τους μενεξέδες που κάθε χρόνο, την ίδια μέρα του Φεβρουαρίου ο παππούς μου χάριζε στη γιαγιά μου μ’ ένα καλλιγραφικό-τι άλλο;- σημείωμα: «Αγαπημένη μου Αλίκη, κάθε χρόνο τέτοια μέρα όσο ζω και σα δεν θα ζω, οι μενεξέδες θ’ ανθίζουν πάντα για σένα»
**Ο Β. είναι εκ γενετής τυφλός, την εποχή εκείνη αριστούχος της νομικής και πλέον έγκριτος δικηγόρος, ασχολούμενος ενεργά με τα κοινά. Το παιχνίδι με τα χρώματα, ξεκίνησε σαν ένα ταξίδι γνωριμίας με έναν άγνωστο κόσμο σε μια προσπάθεια να γίνει ευκολότερη η καθημερινότητα των ανθρώπων με προβλήματα όρασης. Αν και η επικοινωνία μας έχει από καιρό σταματήσει – φόρτος εργασίας είναι η λέξη κατάρα της καθημερινότητας – χάρηκα όταν μια μέρα δημοσίευσε στο blog του τα χρώματα, σχεδόν ακριβώς όπως του τα έστελνα τότε… είναι αυτή η υπέροχη αίσθηση του «τελικά τίποτα δεν πάει χαμένο»