Ένα βράδυ καλοκαιριού, σε μια Αθήνα αλλόκοτη, ανήσυχη μαζί κι εφησυχασμένη, ήρεμη και οργισμένη, ατρόμητη και φοβισμένη, κι εγώ, σε μια μικρή αυλή μιας μικρής γειτονιάς, έγειρα στη δροσιά της δικής μου όασης, αποκαμωμένη από την υπόκωφη βία και βούτηξα στην άβυσσο του ασυνείδητου.
Ξύπνησα.
Σ' ένα κόσμο αλλιώτικο, ένα κόσμο χτισμένο λες απ' την αρχή, γεμάτο από μια παράξενη ενεργητικότητα. Λες και κάποιος είχε ποτίσει το σύμπαν με ένα άγνωστο διεγερτικό, παντού καινούργιες εικόνες, σχεδόν άγνωστες, να: ο κόσμος που δουλεύει για να παράξει. την τροφή του, τα ρούχα του, το αυτοκίνητό του, το τηλέφωνό του, το ψυγείο του, το χαρτί του, να παράσχει υπηρεσίες, να υποδεχτεί και να φιλοξενήσει, να διδάξει και να μάθει.
Ξύπνησα.
Σ' έναν κόσμο φτωχικό μα αυτάρκη, απαλλαγμένο από κάθε τι περιττό, σ' ένα κόσμο αναθεωρητή του τι είναι απαραίτητο, του τι είναι πλούτος, του τι είναι χρήσιμο, του τι είναι όμορφο.
Τίποτα δεν ήταν νέο και τίποτα δεν ήταν παλιό, απλές ιδέες και πράξεις που είχαμε ξεχάσει κι ανασύρθηκαν στις μνήμες μας από το μέλλον που είδαμε να έρχεται χωρίς να το έχουμε επιδιώξει, γνώσεις που χαρίζαμε σε άλλους κι αποφασίσαμε πως τις θέλουμε δικές μας, απλή γραμματική, αντικαθιστώ το εγώ με το εμείς, με το εσύ, με το μαζί, με το ρήμα μπορώ σε όλους τους χρόνους, με όλες τις φωνές, ενεργητική, παθητική, μέση, τη δική σου, τη δική μου, παιδιά παντού, παιδιά που δεν ήξεραν τι θα πει ταμπλέτα μα ήξεραν να χαϊδεύουν το χώμα, να βλέπουν το νέο καρπό να σκάει την άνοιξη, παιδιά που είχαν διαβάσει τον δον κιχώτη και το δέντρο που μεγαλώνει στο μπρούκλιν, τους αδελφοφάδες και το ανατολικά της εδέμ, τη σταχτοπούtα και τον τελευταίο των μοϊκανών, παιδιά που πέρναγαν τα βράδια τους με μια ξεκούρδιστη κιθάρα στα χέρια τότε, τον πρώτο καιρό που το ηλεκτρικό, εισαγόμενο ακόμα ήταν πανάκριβο τις λίγες ώρες που το είχες, γέροι, γέροι βασανισμένοι μα ήρεμοι, στα χέρια ποιών δεν έχει και τόση σημασία, των παιδιών τους αν μπορούσαν, των καρντούλα μου αν μπορούσαν τα παιδιά τους, του κράτους, που το κράτος μπορούσε, και ήθελε, ήρεμοι γιατί κανείς πιά δεν τους εξανάγκαζε σε εξόντωση απ τις στερήσεις, κι εμείς όλοι, εμείς, αυτοί που οι αγορές ονόμαζαν παραγωγική και χρήσιμη ηλικία και την διατηρούσαν στη ζωή με τεχνητή αναπνοή, ναι, είμαστε παραγωγικοί, ποτέ δεν είμαστε άλλως τε κάτι λιγότερο, είμαστε μαχητές, είμαστε κουρασμένοι, είμαστε βρώμικοι ενίοτε, αλλά, είμαστε Δικοί μας.
Ξύπνησα.
Στ' αλήθεια. Στο σήμερα.
Προδομένη. Γιατί αποφάσισαν κάποιοι για μένα πως δεν μπορώ.
Αλλά εγώ μπορούσα. Μπορούσα.