Κάποτε έχει κόκαλα η γλώσσα (β΄)
(Εφημερίδα των συντακτών 28 Οκτ. 2016)
Από μικροί μαθαίνουμε τι είναι λ.χ. γάτα,
μαθαίνουμε τη λέξη και την έννοια γάτα, μαθαίνουμε και τη λέξη/έννοια μαύρος-η-ο,
χωρίς να ξέρουμε και χωρίς να χρειάζεται να ξέρουμε την προέλευση, την
ετυμολογία κάθε λέξης, και προπαντός χωρίς να μας εμποδίζει η «άγνοια» αυτή να τις
χρησιμοποιούμε κατά τις ανάγκες μας στην επικοινωνία μας με τους άλλους. Απ’ τη
στιγμή όμως που θα τις μάθουμε αυτές τις δύο λέξεις, είναι αυτονόητο πως με τη
σύναψη μαύρη γάτα θα καταλαβαίνουμε πάντα μια γάτα με μαύρο χρώμα και
όχι με άσπρο ή κανελλί, πολύ περισσότερο όχι γάτα χαδιάρα, παιχνιδιάρα κτλ.
Κάπως έτσι τέλειωνα την περασμένη φορά,
μιλώντας για τον τρόπο πρόσληψης μιας λέξης, που το σημαινόμενό της θα τη
συνοδεύει εφεξής σε κάθε πιθανό συνδυασμό με άλλη, επίσης γνωστή και δεδομένη
λέξη.
Ωστόσο, έτσι και οριστεί, οσοδήποτε αυθαίρετα
ή και παράλογα, κάποιο καινούριο νόημα που θα «επικυρωθεί» μέσα από τη χρήση,
παύει θεωρητικά κάθε συζήτηση. Αν δηλαδή σε συγκεκριμένο χώρο, επαγγελματικό ή
άλλο, αποφασιστεί ότι η μαύρη γάτα θα σημαίνει πλέον όντως άσπρη γάτα,
ακόμα ακόμα: μεγαλόσωμος σκύλος, έως και: πορτοκαλεώνας κ.ο.κ.,
πάει τελείωσε, στον συγκεκριμένο πάντα χώρο θα επικρατεί αυτή η νέα και ειδική
σημασία, σήμα να χαρακτηρίζει τους μυημένους του κλαμπ, και πάντως να
μνημειώνει τα κάποτε γοητευτικά μες στην αυθαιρεσία τους παιχνίδια ή καπρίτσια
της γλώσσας –τα δικά μας εντέλει καπρίτσια, εξού και συνεχίζεται, και έχει
πάντοτε νόημα, όπως το ’χουμε χιλιοπεί, αυτή η συζήτηση.
Τέτοιες λέξεις με νέα σημασία ή συνάψεις
λέξεων βρίσκουμε άφθονες σε κάθε εποχή, ας επικεντρωθούμε όμως, «ας αξονάρουμε»,
όπως λέει γνωστό λαϊφστάιλ περιοδικό, στις τελευταίες δεκαετίες. Και σ’ ένα
λαϊφστάιλ περιοδικό, αμέσως αμέσως, θα βρούμε να φιγουράρει στην ταυτότητά του,
έπειτα από το Δημοσιογραφικό Τμήμα και το Εμπορικό, κάποιο Δημιουργικό Τμήμα,
ή σκέτα Δημιουργικό: είναι «προφανώς» το καλλιτεχνικό τμήμα, οι
γραφίστες κτλ., όπως εξάλλου και στα διαφημιστικά γραφεία κ.α. Αλλά από πότε
έχασε το καλλιτεχνικό την ιδιαίτερη και ίσα ίσα αυξημένου κύρους σημασία
του; Είπα «προφανώς»· αν όμως ρωτήσουμε τον μέσο και όχι μόνο χρήστη, θα μας
πει πως Δημιουργικό είναι π.χ. οι συντάκτες. Εντέλει το μόνο προφανές είναι η
μηχανική μετάφραση του creative team, που μας χαρίζει τώρα πλήθος
δημιουργούς και δημιουργίες, που ωχριούν μπροστά τους πια οι καλλιτεχνίες.
Κάπου εδώ ανθεί εξάλλου και η περίφημη δημιουργική γραφή.
Ανάλογη αδιαφάνεια χαρακτηρίζει και όρους όπως
η τοποθέτηση προϊόντος σε μια τηλεοπτική εκπομπή. Πώς βρέθηκε να το λέμε
έτσι αυτό που κάποτε ήταν σκέτα γκρίζα διαφήμιση, διαφήμιση δηλαδή έμμεση και
στη ζούλα, και τώρα είναι κατά κανόνα απροκάλυπτη και νόμιμη, απλώς διαφορετική
σαν τύπος από τη γνωστή εμπορική διαφήμιση ενός προϊόντος;
Και το περίφημο βιώσιμο χρέος; σε
πείσμα κάθε γνωστής σημασίας τού βιώσιμος; Προφανώς, αντιμετωπίσιμο
εννοούμε, που μπορούμε δηλαδή να το αντιμετωπίσουμε, άντε να το «εξυπηρετήσουμε»,
όπως πάλι λέγεται, δηλαδή να μπορούμε να ξεχρεώνουμε λίγο λίγο. Ε, και γιατί
τότε δεν το λέμε ακριβώς αντιμετωπίσιμο;
Ακόμα πιο δύστροπα εμφανίζονται τα πράγματα με
την ανθρωπιστική κρίση, τον ανθρωπιστικό εφιάλτη κτλ.,
παραδοξολογία που κλιμακώνεται στην όλο και πιο κοινόχρηστη ανθρωπιστική
καταστροφή. Γιατί πώς νοείται το ίδιο επίθετο: ανθρωπιστικός-ή-ό, ένα
επίθετο με θετική και μόνο σημασία, που χαρακτηρίζει π.χ. τη βοήθεια που
παρέχεται στα θύματα ενός πολέμου: ανθρωπιστική βοήθεια, να χαρακτηρίζει
και τη δημιουργία θυμάτων πολέμου: ανθρωπιστική καταστροφή! Μηχανική
μετάφραση, βεβαίως, του humanitarian disaster, όπου όμως το humanitarian
δεν σημαίνει μόνο ανθρωπιστικός αλλά και ανθρώπινος, και το disaster δεν σημαίνει μόνο
καταστροφή, αλλά και συμφορά και όλεθρος.
Κορωνίδα όμως της γλωσσικής παραδοξότητας και
αυθαιρεσίας, καθαρή ανοησία, με το συμπάθιο, ένας όρος που με τίποτα δεν
ξεκλειδώνει τη σημασία του είναι ο κοινωνικός αυτοματισμός: δύο άμεσα
αναγνωρίσιμες, κοινές λέξεις, που συνδυαζόμενες δεν δηλώνουν απολύτως τίποτα.
Πρόκειται για την αντίδραση, λέει, της ευρύτερης κοινωνίας απέναντι σε
επαγγελματικές ομάδες που απεργούν: απεργούν οι οδηγοί λεωφορείων, και ο κόσμος
που δεν μπορεί να πάει στη δουλειά του αγανακτεί, αγανάκτηση την οποία
υποκινούν τα κατά κανόνα συστημικά ΜΜΕ και οι αντίστοιχες πολιτικές δυνάμεις –τουλάχιστον
στην προσυριζαϊκή εποχή, αφού πλέον μίντια και συστημικές δυνάμεις στέκονται απαρασάλευτα
στο πλευρό των όποιων απεργών.
Αλλά αν έτσι ξαναγράφεται η ιστορία των
κοινωνικών π.χ. αγώνων, εξίσου εύλογο είναι να ξαναγράφεται, να ανατρέπεται, να
επαναπροσδιορίζεται κ.ο.κ. η σημασία λέξεων, της ίδιας της γλώσσας –και δεν
αστειεύομαι, τώρα: να τα θυμόμαστε ωστόσο όλα αυτά, κάθε που σκοντάφτουμε στα
πάσης φύσεως ιδεολογήματα για τη γλώσσα, τη «σημασιολογική» όπως μυθολογείται
όλο και πιο συχνά εσχάτως, αντιεπιστημονικότατα βεβαίως, αλλά και
αντιλογικότατα, ξανά με το συμπάθιο.