31/12/16

Πάει ο παλιός ο χρόνος, ας γελάσουμε, παιδιά!

(Εφημερίδα των συντακτών 30 Δεκ. 2016)


Πολλές πίκρες μάς έδωσε ο χρόνος που φεύγει, φοβάμαι πως δεν θα μας δώσει λιγότερες ο καινούριος, ας τον αποχαιρετήσουμε ωστόσο μ’ ένα γέλιο τον παλιό, να μας βρει να γελάμε ο καινούριος.

Το υλικό πλούσιο, μοιραία θα περιοριστούμε σε ελάχιστα από τα πιο πρόσφατα, σκόρπια κι αυτά. Κι ας προσπαθήσουμε κυρίως να μείνουμε όσο γίνεται στο κωμικό από το κωμικοτραγικό. Γιατί σκέτα κωμικό ουσιαστικά δεν υπάρχει.

* Δηλαδή, νά, είναι για να γελάς μέχρι δακρύων, όταν βλέπεις τον Καμμένο να σταυρώνει τους πιλότους των μαχητικών αεροπλάνων την ώρα που απογειώνονται για στρατιωτική επιχείρηση, ο Καμμένος Ελληνίδα μάνα που σταυρώνει τον κανακάρη της: «Και κοίτα να ντύνεσαι ζεστά!» Όμως, για να γελάσεις μόνο, πρέπει να ξεχάσεις πως είναι υπουργός, εταίρος σε κυβέρνηση αριστερής πάντως αφετηρίας κτλ. κτλ.

* Και δεν είναι σκέτα κωμική η υπέροχη ατάκα στο τουίτερ κάποιου «Τζονι Μνημονικ», που την κρατάω απ’ την υποδοχή του Ομπάμα: «Το ξέρει άραγε ο Ομπάμα ότι ίδια υποδοχή κάνουμε και σε ένα καντήλι κάθε Πάσχα;»

* Ή του ίδιου, ολόφρεσκο αυτό, για τον Άδωνη που κότσαρε φωτογραφία με το άγαλμα του Ρήγκαν στην Ουγγαρία, γράφοντας ότι «Όσο εμείς εδώ εκθειάζουμε τον Άρη Βελουχιώτη, στην υπόλοιπη Ευρώπη προοδεύουν με τα σωστά πρότυπα…» Και σχολιάζει ο Μνημονικ: «Ποιο άγαλμα του Ρήγκαν στην Ουγγαρία τώρα; Ο Άδωνης στο Άουσβιτς να πάει θα θαυμάσει τους γερμανικούς μεντεσέδες και την ορθογραφία στην πύλη».

* Κανονικό πορτρέτο Άδωνη φιλοτεχνεί στο φέισμπουκ ο Νίκος Σταματίνης: «“Σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου και αν πας”, ο Άδωνης θα ήταν χαρακτήρας από blooperάκι σε οντισιόν κάποιου talent show. Από αυτούς τους πρώτους, τους γελοίους που τους βάζουν απλά για τα και καλά αστεία σχόλια της επιτροπής. Θα έβγαινε πριν τον Σάκη Ρουβά του Πειραιά και μετά από αυτόν που τραγούδαγε το fear of the dark. Μετά θα χανόταν για πάντα. – Εδώ είναι αντιπρόεδρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης».

* Πάμε όμως σε κείμενα αξιώσεων στα μέρη τα δικά μας, της αριστεράς εννοώ, π.χ. στην εφημερίδα Εποχή, όπου στο χριστουγεννιάτικο φύλλο τιμάται η πρόσφατα χαμένη Μάρη Θεοδοσοπούλου: «Τέλος δεν άντεξε και γύρισε οίκαδε. Πέταξε στις καλένδες μια διεθνή καριέρα για χάρη της μικρής μας Ελλαδίτσας. Έγινε κριτικός λογοτεχνίας, από το πουθενά, σε μια εποχή τόσο χαλεπή! Ήταν άραγε νόστος ή ξαφνικά τρελάθηκε;» (όπου το τελευταίο που θα μέτραγε είναι το κοινότατο πλέον λάθος, ο «νόστος» με τη σημασία της νοσταλγίας).

* Και άλλο κείμενο, στο ίδιο αφιέρωμα, που αρχίζει: «Έφυγε από τη ζωή το καλοκαίρι που μας πέρασε. Αισθάνθηκα έωλη…» –και σταματάς να διαβάζεις.

* Έτσι είναι, όταν οι πνευματικοί και πολιτικοί πατέρες σε ταΐζουν λέξεις από λεξικό που το άνοιξαν στην τύχη, όμως δεν διάβασαν πλάι τη σημασία, σαν το «εναύλως» που είδαμε την περασμένη φορά από τον άγιο Πειραιώς, και το σημερινό ζουράρειο «άμυδις»:

* Εδώ όμως θα γελάσω γέλιο τρανό, όχι τόσο με το «άμυδις», τους «άμυδις γλωσσοκοπανατζήδες», που γράφει ο Υφυπουργός δίχως νόημα κανένα, σε επίκληση μάλιστα προς τον Σολωμό, σε κείμενο (εδώ, 19/2) που το τιτλοφορεί με το σολωμικό: «Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα», και μ’ αυτό επίσης κλείνει, σαν να μην ξέρει πώς την εννοούσε τη γλώσσα ο ποιητής (χώρια την άποψη που είχε ειδικότερα για πνεύματα και τόνους) και πώς τους περιποιήθηκε τους Ζουράριδες στο πρόσωπο του Σοφολογιότατου στον Διάλογό του.[1]

Όχι, δεν θα γελάσω, λέω, μ’ αυτό, αλλά με το τάχαμου πολυτονικό κείμενο του Υφυπουργού, πιθανότατα προϊόν αυτόματου πολυτονιστή[2] –το οποίο δεν κάθισε να διαβάσει έπειτα μισή φορά: πάνω από είκοσι ορθογραφικά-τονικά λάθη κοσμούν ένα κείμενο με λιγότερες από 500 λέξεις: πρώτα πρώτα, ο πολυτονιστής του Υφυπουργού έχει μόνο τον μισό κανόνα για τη βαρεία, ότι μπαίνει στη λήγουσα· τον άλλο μισό, πως μετατρέπεται σε οξεία, όταν ακολουθεί στίξη (κόμμα, τελεία…) ή εγκλιτικό («τα νησιά μας»), δεν τον έχει, κι έτσι, σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις είναι λάθος. Έπειτα είναι το «εγώ» με περισπωμένη, δύο φορές, προφανώς επειδή ο πολυτονιστής το πέρασε για ρήμα· το «εξήντα», τη μία με δασεία και οξεία, την άλλη με ψιλή και περισπωμένη· «της ξενιτείας», τη μία με βαρεία, λάθος, την άλλη με περισπωμένη, λάθος· «του υπουργείου» με περισπωμένη· «ίνα τι» με ψιλή, «Τούρκοι» με οξεία, «ιστοσελίδα» με ψιλή κ.ά. Εν πάση περιπτώσει, από πολυτονιστή ή –ακόμα χειρότερα– από το ίδιο του το χέρι, η παντελής άγνοια του πολυτονικού επιβεβαιώνεται με τον πανηγυρικότερο τρόπο.

Για γέλια λοιπόν. Που είναι συχνά λυτρωτικά.

Καλή, καλύτερη χρονιά να ’χουμε. Δύναμη να γελάμε.


[1] Σχετικά βλ. επιστολή του Μιχαήλ Πασχάλη, «Ο Διονύσιος Σολωμός και ένας υφυπουργός», Καθημερινή 29.12.16. 
[2] Όπως εικάζει και ο Ν. Σαραντάκος, στο ιστολόγιό του, 24.12.16.

buzz it!

24/12/16

Εν ανθηρώ Έλληνι λόγω

(Εφημερίδα των συντακτών 23 Δεκ. 2016)



Όσο να βγει η φουρνιά με τους 100.000 Έλληνες που θα γράφουν και θα μιλούν αρχαία ελληνικά, όσο να δώσουν δηλαδή καρπούς τα μεγαλόπνευστα εκπαιδευτικά σχέδια του Ζουράρι, ας εγκύψουμε στον ανθηρό Έλληνα λόγο συγκαιρινών μας.

Ούτε λέξη δεν μου κάνει καρδιά να κόψω· ιδού:

«᾿Αγαπητοί Πατέρες καί ᾿Αδελφοί,

»Ἐναύλως κατά τάς δυσχειμέρους ἡμέρας ταύτας καθ’ ἅς ἐπερίσσευσεν ἡ ἀνοησία καί τό ἔγκλημα τοῦ λεγομένου “λευκοῦ κολάρου” ἐν τῇ Ἁγιωτάτῃ ἡμῶν ᾿Αποστολικῇ καί Ὀρθοδόξῳ Καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ ἀκούεται ὁ Παύλειος λόγος: “τίς ἀσθενεῖ, καί οὐκ ἀσθενῶ; τίς σκανδαλίζεται καί οὐκ ἐγώ πυροῦμαι; ( Β΄ Κορ. 11:29) καί ὑποχρεοῖ τούς διακόνους τοῦ εὐχαριστιακοῦ σώματος εἰς συσταύρωσιν μετά τοῦ δοκιμαζομένου καί βαρυαλγοῦντος λαοῦ τοῦ Θεοῦ.

»Ὅθεν πληροφοροῦμεν πάντας ὑμᾶς περιπόθητοι ἀδελφοί, ὅτι κατά τήν ἑόρτιον μνήμην τοῦ ἁγίου ἐνδόξου Ἱερομάρτυρος Σεραφείμ, ἐπισκόπου Φαναρίου καί Νεοχωρίου τοῦ σούβλῃ διαπερασθέντος ὑπό τῶν ὁμοπίστων τῶν σημερινῶν Ἰσλαμιστῶν, τήν 4ην μηνός Δεκεμβρίου ἐ.ἔ., καθ’ ἥν ἑορτάζομεν τά ἡμέτερα ὀνομαστήρια, συμμετέχοντες εἰς τήν δοκιμασίαν τοῦ χειμαζομένου ὑπό τοῦ ἀναισχύντου καί ἀναλγήτου συστήματος τῶν διεθνῶν ἀγορῶν, ἐγνωσμένων διά τήν πεισιθάνατον ἐγκληματικήν των δρᾶσιν ἐχουσῶν ὄνομα φθορᾶς καίτοι ὁρισμένοι ἐκ τοῦ καταρρέοντος πολιτικοῦ συστήματος πειρῶνται νά συγκαλύψουν τήν πραγματικότητα ὅταν οἱ πάντες γνωρίζουν π.χ. ὅτι καί οἱ τρεῖς παγκόσμιες ἑταιρεῖες ἀξιολογήσεως τῆς χρηματοπιστοληπτικῆς ἱκανότητος τῶν κρατῶν Standards and Poors, Moody’s καί Fitch ἀνήκουν εἰς ἕν ἐπίλεκτον μέλος τοῦ γνωστοῦ σιωνιστικοῦ λόμπυ, τόν Βαρῶνο Ρότσιλντ, δέν θά ἑορτάσωμεν ἐπισήμως, δέν θά δεχθῶμεν ἑορτίους εὐχάς, οὔτε θά παραθέσωμεν ἑόρτιον τράπεζαν, προσφέροντες ταπεινῶς τήν ἀναίμακτον θυσίαν ὑπέρ εὐσταθείας τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν Γένους καί τοῦ εὐαγοῦς Κλήρου καί τοῦ φιλοχρίστου λαοῦ τῆς καθ’ἡμᾶς θεοσώστου Ἱ. Μητροπόλεως καί συμπάσης τῆς οἰκουμένης.

»Ὅθεν παρακαλοῦμεν ὅπως ἐν ταῖς ὑμετέραις θεοπειθέσι προσευχαῖς μνημονεύητε τῆς ἡμετέρας ταπεινότητος».

Υπογράφει ο Πειραιώς Σεραφείμ, ούτε κόμμα δεν πείραξα, κυρίως δεν πρόσθεσα, κι έτσι δεν θα μάθουμε, αρχή αρχή, (α) αν περίσσεψε η ανοησία και το έγκλημα του «λευκού κολάρου» μέσα στην εκκλησία, ή (β) αν στην εκκλησία ακούγεται ο Παύλειος λόγος… Ας επιλέξει ο καθείς την εκδοχή του, κι ας συμπληρώσει, επί τη ευκαιρία, την ευκόλως εννοούμενη λέξη «λαού» που δεν συμπληρώνει τη γενική «του χειμαζομένου…» στην τρίτη παράγραφο, έπειτα από ένα ανυπέρβλητο υπερβατό με 65 λέξεις (έβαλα εγώ με πλάγια, για να βοηθηθεί ο αναγνώστης), το οποίο αποδίδει τα δεινά του «βαρυαλγούντος λαού» στη δράση ούτε λίγο ούτε πολύ του σιωνιστικού λόμπι.

Σοβαρά μάλλον τα λάθη, σκέφτεται τώρα κανείς, σ’ ένα κείμενο που με την πρώτη του κιόλας λέξη, το «εναύλως», τα λεξικά αυτοκτονούν, όμως δεν θα ’πρεπε να επισκιάσουν την υψηλόφρονα χειρονομία του αγίου Πειραιώς να μη δεχτεί ευχές κατά την εορτή τού σούβλη διαπερασθέντος οσιομάρτυρος Σεραφείμ, του σουβλισθέντος δηλαδή, και προσοχή: από ποιους; τους ομοπίστους των σημερινών ισλαμιστών –έτσι, για να μη μας διαφύγει το άλλο κορυφαίο μήνυμα.

Το μνημειώδες αυτό κείμενο κυκλοφόρησε τώρα τελευταία στο διαδίκτυο, το οποίο μας χαρίζει σπάνιες στιγμές ευφορίας, έστω καθυστερημένα, γιατί η εγκύκλιος είναι του 2011: αρχή δηλαδή της κρίσης, με τας δυσχειμέρους ημέρας, μες στην ανοησία και το έγκλημα, της εκκλησίας ή όχι, με τον λαό στο έλεος των σιωνιστών και των ισλαμιστών.

Το 2012, πάντα η κρίση με τας δυσχειμέρους ημέρας, πάλι δεν εορτάζει ο άγιος Πειραιώς τη μέρα του σούβλη διαπερασθέντος Σεραφείμ. Με δύο μόνο αλλαγές, το ίδιο κι απαράλλαχτο κείμενο, ακόμα και με τις ίδιες «τυπογραφικές» αβλεψίες, αποστέλλεται στις ενορίες της μητρόπολής του. Οι δύο αλλαγές: (α) το έγκλημα του λευκού κολάρου έγινε γενικώς «εγκλήματα», πάντα άγνωστο αν της εκκλησίας ή όχι, ενώ (β) παραλείφθηκαν οι 65 λέξεις για τη σιωνιστική δράση και αποκαταστάθηκε το νόημα: «του χειμαζομένου λαού».

Το 2013, ακόμα οι δυσχείμερες ημέρες, η ανοησία και τα εγκλήματα κτλ., το ίδιο κείμενο του 2012, με τις ίδιες πάντα αβλεψίες: ο άγιος Πειραιώς πάλι δεν εορτάζει.

Από κει και πέρα, χάνονται τα ίχνη: 2014 και 2015, και ενώ, κατά την κοινή εκτίμηση, συνεχίζονται οι δυσχείμερες, άγνωστο αν εόρτασε ο άγιος Πειραιώς τη μέρα του σούβλη διαπερασθέντος.

Όμως εφέτος, όπου θα τέλειωσε, φαίνεται, η κρίση, θα πέρασαν οι δυσχείμερες και θα ήρθαν πιο φωτεινές ημέρες, τη γιόρτασε ο άγιος Πειραιώς τη μέρα τού σούβλη: με πολυαρχιερατικό συλλείτουργο (με οχτώ αρχιερείς, παρακαλώ· όπου πώς θα το ’λεγε η θεούσα ΕΡΤ μας, που μιλούσε για «τρισαρχιερατικό»; οκταρχιερατικό; οκτακισαρχιερατικό;), με πρώτο και καλύτερο τον Νέας Ιωνίας, τον νεαρότατο και προοδευτικό μητροπολίτη, μαθητή του Ιερώνυμου –καμία έκπληξη πια, έπειτα από το γενναίο ξέπλυμα που του έκανε τελευταία του Σεραφείμ ο μακαριώτατος, μιλώντας με τα δικά του λόγια!

Ώστε δεν είναι όλα μόνο για γέλια.

buzz it!

18/12/16

Η σκληρή βροχή που έχει αρχίσει να πέφτει

(Εφημερίδα των συντακτών 17 Δεκ. 2016)



«Αν πάλι δεν το πήρε ο Κούντερα το Νόμπελ, όποιος και να το πήρε…»: υποκειμενισμός εξομολογημένος…, που ευτυχώς δεν απέχει καθόλου από στοιχειωδώς αντικειμενικά μέτρα· εννοώ πως είναι γενικότερη πεποίθηση ότι του οφειλόταν ένα Νόμπελ του Κούντερα, επί χρόνια φερόταν ανάμεσα στους επικρατέστερους, και πλέον κοσμεί, σε όλες τις πηγές, τον μακρύ κατάλογο των μεγάλων που δεν τους ανοίχτηκαν οι θύρες της Σουηδικής Ακαδημίας: Τολστόι, Μαγιακόφσκι, Τσέχοφ, Τζόυς, Κάφκα, Προυστ, Βιρτζίνια Γουλφ, Μπόρχες και πλήθος άλλοι, την ώρα που τιμήθηκαν ακόμα και μη λογοτέχνες, όπως ο Μόμσεν και ο Τσόρτσιλ.

Φέτος, στην αλυσίδα των παραλείψεων ή των απλώς άστοχων ή των άτοπων επιλογών προστέθηκε η αμφιλεγόμενη επιλογή του Μπομπ Ντύλαν.

Τώρα δηλαδή το αντίπαλο στον Κούντερά σου όνομα είναι, γιά φαντάσου, ο Μπομπ Ντύλαν σου, η μισή σου ζωή, σίγουρα η εφηβεία σου, τα πρώτα σου ακούσματα, τα πρώτα σου μαθήματα. Πώς να μην πανηγυρίσεις, να μη συγκινηθείς, να ξεχάσεις τις εμμονές σου, και κυρίως, τώρα, να ξεχάσεις άλλες απόψεις, για τις οποίες έχεις σκεφτεί, ξανασκεφτεί, γράψει και ξαναγράψει, από εποχή Χατζιδάκι κιόλας, απέναντι στο δόγμα που άνθησε ιδίως τότε, ότι η μουσική είναι, λέει, μία: όμως μπορεί να είναι όλα τα είδη μουσική, επιμένεις, αλλά η μουσική δεν είναι μία, όπως δεν είναι ένας ο έρωτας κ.ο.κ., και έτσι και τώρα, μπορεί να είναι οι στίχοι του Ντύλαν απείρως σπουδαιότεροι και επιδραστικοί, κατά τον εύγλωττο νεολογισμό, από την ποίηση πλήθους μεγαλόσχημων ποιητών, όμως δεν είναι ακριβώς αυτό που λέμε λογοτεχνία –και προπάντων δεν χρειάζεται να είναι, για να αναγνωριστεί η μεγαλοσύνη τους.

Αλλά δεν έχουν σημασία αυτά, χλομιάζουν και υποχωρούν μπροστά στο αναντίλεκτο μέγεθος του Ντύλαν. Που έμεινε κι αυτός εμβρόντητος με το άγγελμα της βράβευσής του και εξαφανίστηκε από προσώπου της γης. «Απάνω τους, Ντύλαν», ακούστηκαν πολεμόχαρες κραυγές, «σβήσ’ τους με τη σιωπή σου», παρότρυναν όσοι αναθέτουν πάγια στους άλλους τη μάχη με το κατεστημένο ενώ οι ίδιοι κυνηγάνε λυσσωδώς βραβεία και βραβειάκια, όμως ο Ντύλαν τελικά τους απογοήτευσε, κάποια στιγμή εμφανίστηκε, το αποδέχτηκε το βραβείο, απλώς και συγκινητικά ανθρώπινος. Μόνο δεν πήγε να το παραλάβει: έστειλε τον ευχαριστήριο λόγο του, έστειλε προπάντων την Πάττι Σμιθ, άλλη μορφή μεγάλη των ονείρων μας, εμπνευσμένη μουσικό, ποιήτρια και πάντα πολιτικοποιημένη, να ερμηνεύσει ένα από τα πρώτα και τα πιο πολιτικά τραγούδια του, το «It’s a hard rain’s a-gonna fall»: ψηλόλιγνη φιγούρα, με αφτιασίδωτα τα σημάδια του χρόνου στα 70 της και με τα μακριά άσπρα μαλλιά της, δωρικά λιτή και ιερατικά αυστηρή ανάμεσα σε βασιλικά διαδήματα, τουαλέτες και σμόκιν, μόνη θαρρείς με το μήνυμά της, βυθισμένη στον εσχατολογικό χαρακτήρα των (57 τον αριθμό!) στίχων, που κάποια στιγμή τους μπέρδεψε, σταμάτησε, ζήτησε και ξαναζήτησε συγνώμη, μ’ ένα δειλό χαμόγελο αμηχανίας, συγκινητικά ευάλωτη η κάποτε ιέρεια του σκληρού στίχου και του ηλεκτρικού ήχου, προσθέτοντας τώρα έναν σπαραχτικό τόνο στην έτσι κι αλλιώς απαράμιλλη ερμηνεία της.

Το «It’s a hard rain…» ακολουθεί το πρότυπο μιας παλιάς μπαλάντας, της μπαλάντας του Λόρδου Ράνταλ, με τις ερωταποκρίσεις μάνας και γιου, του γιου που επιστρέφει κατάκοπος στο σπίτι, φαρμακωμένος, όπως αποκαλύπτεται στη ροή της στιχομυθίας, από την ερωμένη του. Στο τραγούδι του Ντύλαν, όπου δηλητηριασμένος είναι ο άνθρωπος, η ανθρωπότητα, από οικεία δεινά, μπορεί να ρωτάει ο ίδιος ο βάρδος, «ως φωνή του συλλογικού υποκειμένου και της συλλογικής συνείδησης, ή ακόμη και η μάνα της αρχαίας μπαλάντας, μεταμορφωμένη, με τον φόβο του πυρηνικού ολέθρου, σε μητέρα γη», έλεγε σε μια εκπομπή του στο Τρίτο ο Διονύσης Καψάλης, επισημαίνοντας «τον βαθύ και αδιάκοπο εσχατολογικό και αποκαλυπτικό τόνο που διαπερνά και συνδέει όλες τις σκληρές εικόνες που πλέκει ο Ντύλαν πάνω στον καμβά της παλιάς μπαλάντας» –εικόνες ζόφου λίγο πριν από τη «σκληρή, σκληρή, σκληρή βροχή που θα πέσει».

Γιατί το τραγούδι, όπως σημειώνεται στο εξώφυλλο του δίσκου (The Freewheelin’ Bob Dylan), αντλεί την έμπνευσή του από την κρίση των πυραύλων της Κούβας, το 1962, όταν Κέννεντι και Χρουστσόφ έπαιζαν με τις τύχες της ανθρωπότητας. Αργότερα ο ίδιος ο Ντύλαν ανασκευάζει τα λόγια του, θέλοντας προφανώς να διευρύνει τους πολιτικούς ορίζοντες του τραγουδιού του: «Όχι, δεν είναι ατομική βροχή, είναι απλώς μια σκληρή βροχή. [...] Εννοώ κάποιο είδος τέλους που θα επέλθει… Στην τελευταία στροφή, όταν λέω: “σβόλοι δηλητήριο πλημμυρίζουν τα νερά τους”, εννοώ όλα τα ψέματα που λένε στον κόσμο ραδιόφωνα και εφημερίδες».

Ναι, εφιαλτικά επίκαιρο το 54 χρόνων τραγούδι. Που, επαναδραματοποιημένο από τη σπαραχτική ερμηνεία της Πάττι Σμιθ, μας έκανε να συγκινηθούμε, να δακρύσουμε, να κλάψουμε –βαθιά.

Ίσως γιατί πέφτει καιρό τώρα η σκληρή, σκληρή, σκληρή βροχή.


ΥΓ. Από ένα υπέροχο κείμενο της Πάττι Σμιθ (New Yorker 14.12.16) μαθαίνουμε ότι, πριν ακόμα ανακοινωθούν τα ονόματα των βραβευμένων, η Σουηδική Ακαδημία την είχε καλέσει να εμφανιστεί να πει ένα τραγούδι στην τελετή απονομής. Πήγε στη Σουηδία, ετοίμασε ένα δικό της τραγούδι, αλλά, όταν ανακοινώθηκε το όνομα του Ντύλαν, διάλεξε να πει το «Its a hard rain…», το πιο αγαπημένο της τραγούδι του Ντύλαν, από τα εφηβικά της χρόνια.  

buzz it!

10/12/16

Τσίρκο υποκρισίας –ή προλήψεων και δεισιδαιμονίας;

(Εφημερίδα των συντακτών 10 Δεκ. 2016)


Αιγύπτιες μοιρολογίστρες, σε τάφο στη Θηβαϊκή νεκρόπολη


Πέθανε ο Κάστρο τούτες τις μέρες· θρήνος στην Αβάνα, ξέφρενα πανηγύρια χαράς στο Μαϊάμι, από τους αυτοεξόριστους Κουβανούς. Απολύτως φυσική η μία αντίδραση, απολύτως φυσική και η άλλη –όσο βεβαίως και η αμηχανία, μπροστά σ’ έναν χαρισματικό ηγέτη, που ωστόσο η πολιτεία του από ένα σημείο και πέρα προκαλεί έντονες αντιπαραθέσεις.

Ανάλογες αντιδράσεις υπήρξαν, ώς ένα βαθμό, και στη χώρα μας, ανάλογα χρωματίστηκε ο δημόσιος λόγος, φερειπείν στα μίντια, και ιδίως τα κοινωνικά, όπου αποτυπώθηκαν όλες οι τάσεις, εκτός από μία, παλιά μας γνώριμη μάλιστα: αναφέρομαι στη χριστιανίζουσα και ηθικολογική, που εν προκειμένω θα επιτιμούσε σκανδαλισμένη τους πανηγυριστές, γιατί δεν στάθηκαν σιωπηλοί μπροστά σ’ έναν νεκρό, ακόμα και εχθρό τους.

Μπορεί να φταίει η απόσταση, σκέφτηκα, η απόσταση με την έννοια της έλλειψης αμεσότητας: πού ο Κάστρο δηλαδή, πέρα στην Κούβα, πού ο τελείως διπλανός μας, της προσωπικής μας ιστορίας, ο Γεώργιος Παπαδόπουλος λόγου χάρη, διόλου αμφιλεγόμενος αυτός, κι ωστόσο, όταν πέθανε, βοή μεγάλη σηκωνότανε να πνίξει όποια μεμονωμένη φωνή αποτολμούσε να εκφράσει αισθήματα χαράς για τον θάνατό του: γιατί αναφέρομαι αποκλειστικά στον αναμεταξύ μας σκανδαλισμό, τον σκανδαλισμό ανθρώπων με αναντίλεκτα αντιδικτατορικό φρόνημα.

Αυτή την υποκριτική εντέλει στάση σκεφτόμουν τελευταία με την περιπέτεια της υγείας του υιού Πλεύρη, μια στάση που κυρίως επιζητεί να καμουφλάρει τον τρόμο του θανάτου, να ξορκίσει τον ίδιο τον θάνατο, και ντύνεται γι’ αυτό με κάτι σαν ανωτερότητα, ηθικό μεγαλείο, μια χριστιανικού τύπου συγνώμη απέναντι στον αντίπαλο κι εχθρό. Άκουγα επί ώρα την παραγωγό μιας ραδιοφωνικής εκπομπής να μένει εμβρόντητη και να αγανακτεί που κάποιοι, φαίνεται, χαίρονταν με την προοπτική θανάτου του πρώην βουλευτή· και αναρωτήθηκα τι είναι πιο ακραίο και από μιαν άποψη αφύσικο, να ευχηθεί κάποιος τον θάνατο ενός άλλου ή να εξεγείρεται κάποιος άλλος γι’ αυτό, ακόμα και όταν η «ευχή» αφορά αναγνωρισμένα κοινό εχθρό, εν προκειμένω έναν σκληροπυρηνικό ακροδεξιό, που μεταξύ άλλων έχει προτείνει απερίφραστα κουμπούρι για την αντιμετώπιση των μεταναστών. «Αν είναι ποτέ δυνατόν, χάθηκε πια τόσο η ανθρωπιά μας» έλεγε και ξανάλεγε η παραγωγός, «πώς νοείται να μιλάει κανείς έτσι για νέο άνθρωπο και πρώην βουλευτή [;]» –όπου η «ιδιότητα» του νέου ανθρώπου μαρτυρεί ακριβώς, κατά τη γνώμη μου, τον δεισιδαίμονα τρόμο του θανάτου.

Και αν δηλαδή δεν ήταν νέος, όπως ο υιός Πλεύρης, αλλά ηλικιωμένος, όπως λόγου χάρη ο πατήρ; που τον θυμάμαι πριν από μερικά χρόνια, σε τηλεοπτικό κανάλι («κανονικό», όχι παρακάναλο), με αφορμή την αποκατάσταση της δημοκρατίας το 1974, να λέει, και το μάτι του να γυαλίζει, πως θα μας ξαναδέσουνε μια μέρα, αλλά αυτήν τη φορά θα μας δέσουν σωστά; Μπα, πάλι θα επαναστατούσε η παραγωγός, λόγω εν γένει ανθρωπισμού, υποθέτω, και ανώτερου πολιτισμού. Αλλά, με δοκίμασε σκληρά ο πειρασμός: θα αντιδρούσε το ίδιο, ακόμα κι αν ήταν να πεθάνει η γυναίκα που της έκλεψε τον άντρα; Σεξιστικό ακούγεται ίσως αυτό, και ευχαρίστως να μαστιγωθώ, αλλά δεν το αποσύρω, για να απεμπλακούμε προς στιγμήν από δημόσια και πολιτικά πρόσωπα, και να αναρωτηθούμε, πόσο παράλογο αλήθεια είναι να έχει κανείς ανθρώπινα αισθήματα, που σημαίνει δηλαδή όχι μόνο να αγαπάει αλλήλους και να στρέφει και την άλλη παρειά και τα λοιπά, αλλά και να εναντιώνεται, να αποστρέφεται, έως να μισεί. Και τότε και να πολεμάει όσο μπορεί τον αντίπαλο, τον εχθρό, προστατεύοντας καταρχήν τον εαυτό του και τους δικούς του.

Αλλιώς, σε τι κοινωνία αγγέλων καμωνόμαστε πως ζούμε, πάνω από αδυναμίες και  πάθη· και, για να γυρίσω στην πολιτική, πάνω από απόψεις και ιδέες, όπως φοβούμαι πως συμβαίνει εδώ, πάνω ή μάλλον έξω από αγώνες κοινωνικούς και πολιτικούς, με τα πάθη τους, πάλι εννοείται.

«Σκατά στον λάκκο του Ντερτιλή» διαβάζει κανείς ακόμα σ’ έναν τοίχο του Α΄ Νεκροταφείου, από μια κατάρα γνωστή στη λαϊκή παράδοση, κοντά τέσσερα χρόνια απ’ τον θάνατο του πραξικοπηματία και εν ψυχρώ δολοφόνου στο Πολυτεχνείο. Και θυμάμαι ότι, αντίθετα από τον Παπαδόπουλο, με τον Ντερτιλή, όπως και με τον Ιωαννίδη, δεν ακούστηκαν σκανδαλισμένες φωνές που να εγκαλούν όσους χάρηκαν με τον θάνατό τους.

Οπότε, τι; Υπάρχει βαθμολογική κλίμακα σκληρότητας ή ηλικίας, που ανάλογα επιτρέπει ή όχι ανθρώπινα, λυτρωτικά αισθήματα για τον θάνατο ή σκέτα το κακό του εχθρού; Οπότε, νεαρός και νόστιμος ο υιός Πλεύρης, κρίμα το παλικάρι. Άρα θα πούμε κρίμα και για το σεξ σύμπολ, λέει, Κασιδιάρη; Αλλά για τον Λαγό, τον Γερμενή; Ή, πάμε αλλού, για τον Πειραιώς, για τον Αμβρόσιο; Και συνεχίστε τον κατάλογο όσο θέλετε. Ή όπως θέλετε, και αντίστροφα δηλαδή, μπαίνοντας τώρα στη θέση των δικών μας εχθρών απέναντι στον θάνατο τον δικό μας κ.ο.κ. Αλήθεια θα βαρυπενθήσουνε εκείνοι; θα μαυροντυθούμε εμείς;

Με τα μαύρα ξέφτια των ιδεών μας, φοβούμαι, που τα βαφτίζουμε ανώτερο πολιτισμό και ηθική –ενώ είναι, θα τολμήσω να πω, βαθιά μη ηθική.

buzz it!

3/12/16

Η «γενιά του Πολυτεχνείου» και η εθιμική μίρλα

(Εφημερίδα των συντακτών 3 Δεκ. 2016)


κηδεία Γεωργίου Παπανδρέου, 3 Νοεμ. 1968 (αρχείο ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ)



Άλλη μία επέτειος του Πολυτεχνείου και διέπρεψαν οι επίσης επετειακοί αποδομητές, από τους πληγωμένους αισθητές, που τους χαλάει η τσίκνα απ’ τα σουβλάκια και τα γκράφιτι, ώς τους επιστήμονες «πραγματιστές», που εξανίστανται, γιατί να καταλήγει η πορεία στην αμερικανική πρεσβεία, ασεβώντας «στο κτίριο του Γκρόπιους», και γιατί «το κεφάλι του Σβορώνου», και προπαντός τι σχέση έχει το Πολυτεχνείο με την πτώση της χούντας, αφού ίσα ίσα ακολούθησε η σκληρότερη χούντα του Ιωαννίδη και η προδοσία της Κύπρου: αντί δηλαδή να σκύβουμε όλο καταισχύνη το κεφάλι, που με το Πολυτεχνείο μας βάφτηκε στο αίμα η Κύπρος, γιορτάζουμε κι αποπάνω.

Εντάξει, δεν μας τα λένε έτσι χοντρά, τουλάχιστον όχι ακόμα, όμως το υψωμένο δάχτυλο κοντεύει να μας βγάλει μάτι: «Γιατί γιορτάζουμε το Πολυτεχνείο;» έρχεται και ξανάρχεται το ερώτημα, με μόνιμη μουσική υπόκρουση, πρώτα χαμηλότονη, τώρα πια εκκωφαντική, τον ηθικό στιγματισμό της «γενιάς του Πολυτεχνείου», που εξαγόρασε τη δράση της με υπουργικούς θώκους και αξιώματα, ενώ απ’ την άλλη έφτιαξε μια πλασματική εικόνα πως η αντίσταση στη χούντα ήταν μαζική, και όλοι τάχα στο Πολυτεχνείο ήταν –«μόνο εγώ έλειπα», καταλήγει ο σκανδαλισμένος σαρκασμός.

Αν είναι να ξεμπλέξουμε αυτό το κουβάρι, πρέπει να ξεκινήσουμε με την παραδοχή πως προφανώς και δεν ήταν μαζική η αντίσταση στη χούντα, χωρίς ωστόσο να καταλαβαίνω γιατί αυτό αποτελεί αντικείμενο χλεύης, επειδή κάποιοι διεκδίκησαν δάφνες που δεν τους ανήκουν. Τι νόημα έχει η θαρρείς χαιρέκακη εμμονή στη μη μαζικότητα της αντίστασης, που παραγνωρίζει αντικειμενικά δεδομένα, από τον αιφνιδιασμό της χούντας που μάντρωσε όλους τους πολιτικούς αρχηγούς και πρόλαβε κάθε άμεση αντίδραση, με τις αθρόες συλλήψεις κομματικών στελεχών και συνδικαλιστών, ώς τη διάσπαση του έτσι κι αλλιώς παράνομου ΚΚΕ κτλ.

Μαζική αντίσταση δεν υπήρξε· υπήρξε όμως μια διαθεσιμότητα που δεν μπόρεσε να βρει παραπέρα έκφραση και να μετατραπεί σε ριζοσπαστική δράση. Δεν γίνεται έτσι να μη σταθεί κανείς στην πάνδημη κηδεία-διαδήλωση του Γεωργίου Παπανδρέου κι αργότερα του Σεφέρη, στις 1.000 υπογραφές για την απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων, πρωτοχρονιά του ’70, αν δεν γελιέμαι (και όχι, δεν ήταν διόλου απλό και δίχως συνέπειες το να υπογράψει κανείς τότε), ή τις υπογραφές, ξανά, κατά της επιστράτευσης των φοιτητών μετά την κατάληψη της Νομικής, έως, φυσικά, το Πολυτεχνείο, όπου συγκεντρώθηκαν πλήθη πρωτόγνωρα, δεκάδες χιλιάδες.

Τώρα πόσοι ισχυρίζονται πως ήταν εκεί δίχως να είναι, και προπαντός πόσοι απ’ τη γενιά του Πολυτεχνείου εξαγόρασαν κτλ., είναι μια αριθμητική αβάσταχτης γελοιότητας και, όσον αφορά ειδικότερα τους «βολεμένους», απλώς, απλούστατα, αβάσιμη. Και μόνο τα ονόματα της Συντονιστικής να βρει κανείς στο διαδίκτυο και μαζί των επικεφαλής φοιτητικών και άλλων συλλόγων, θα εκπλαγεί με τα τόσα άγνωστά του τώρα πρόσωπα. Γιατί, ωραία (και λες και ήταν παράδοξο να ακολουθήσουν πολιτική καριέρα όσοι από τότε συνδικαλίζονταν), είδαμε στα ψηλά Λαλιώτη, Ανδρουλάκη, Τζουμάκα, Δαμανάκη, τη «φωνή του Πολυτεχνείου», αλλά πού τον είδε κανείς τον άλλο εκφωνητή, τον Δημήτρη Παπαχρήστο, ή κι έναν τρίτο, που κι εγώ μόλις τώρα διάβασα το όνομά του, τον Μίλτο Χαραλαμπίδη; Και σε τι υπουργεία είδαν τον Ψαρρά, τον Μαυρογένη, τον Νίκο Σιδέρη, την Κωστή, την Καρυστιάνη και πόσους ακόμα; για να περιοριστώ σε ελάχιστους γνώριμους από τον μη πολιτικό επαγγελματικό τους χώρο, και πάντα από τους ήδη «επώνυμους» που ήταν μέσα, ελάχιστους κι αυτούς σε σχέση με τους εκατοντάδες άλλους «έγκλειστους» και ελαχιστότατους σε σχέση με τους χιλιάδες έξω.

Κι όμως, πρωτοστατούν οι επαγγελματίες αντιλαϊκιστές στο πιο λαϊκίστικο ανάθεμα στη γενιά του Πολυτεχνείου, που καταδυνάστευσε, λέει, την πολιτική ζωή του τόπου, που μας κατάστρεψε και μας οδήγησε στην κρίση, όπως ολοσούμπιτη η Μεταπολίτευση, άλλη ανιστόρητη μεταφυσική έννοια, που επίσης συγκεντρώνει τα πυρά όλων των νεοφιλελεύθερων δημοσιολογούντων –με πρώτο τον πλανόδιο φιλόσοφο Στέλιο Ράμφο, που απεφθέγξατο πως η δικτατορία είναι υπεύθυνη για πολλά πράγματα, με σπουδαιότερο τη μεταπολίτευση!

Μένουν για άλλη φορά τα μείζονα κι όμως ψιλά γράμματα για τους αναθεωρητές της ίδιας τους της ιστορίας, ότι τη χούντα δεν την έριξε το Πολυτεχνείο κτλ., ενώ το Πολυτεχνείο ανέδειξε πρώτον τις εσωτερικές αντιφάσεις του καθεστώτος, που με τη σκλήρυνσή του οδηγήθηκε γρηγορότερα στην αποσύνθεση, και δεύτερον και κυριότατον, κάτι που δεν αναφέρεται πάντα, τορπίλισε τη λεγόμενη φιλελευθεροποίηση του καθεστώτος, που με τη λύση Μαρκεζίνη θα εδραίωνε τη θέση του, παγιδεύοντας και φιλελεύθερες δημοκρατικές δυνάμεις.

Όμως ποτέ δεν είναι αθώα και άμοιρη ιδεολογίας η κάθε μίρλα.


ΥΓ. Από το φέισμπουκ, σχόλιο του άγνωστού μου Χρήστου Τριανταφύλλου (17/11): «Έχει σταματήσει να είναι αστείο πια ρε παιδιά. Αν δεν τον μαζέψουν οι δικοί του άνθρωποι σε ένα μήνα θα κάθεται στο Σύνταγμα δίπλα από τον Χριστοπιστία και θα φωνάζει “
O SVORONOS DEN EIXE SXESI ME TO POLYTEXNEIO! DEITE TO PRIN TO KATEVASOUN!”»
Και ακολουθεί παραπομπή στο (φετινό) άρθρο του Τάκη Θεοδωρόπουλου «Γιατί γιορτάζουμε το Πολυτεχνείο;»

buzz it!

20/11/16

Ο Κούντερα, το είναι, η ύπαρξη, η ζωή

(Εφημερίδα των συντακτών 19 Νοεμ. 2016)


Ρενέ Μαγκρίτ, Γκολκόντα, 1953

«Εάν δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο ευγενές και στο ποταπό» γράφει σ’ ένα σημείο της Αβάσταχτης ελαφρότητας του είναι ο Κούντερα, «η ανθρώπινη ύπαρξη (existence) χάνει τις διαστάσεις της και αποκτά μιαν αβάσταχτη ελαφρότητα»: Και έτσι μας δίνει, μέσα στο ίδιο το βιβλίο, μιαν άλλη, προφανώς ισότιμη, εκδοχή του τίτλου: Η αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης. Έτσι κι αλλιώς, ένα προσεχτικό διάβασμα αναδεικνύει την εναλλαγή των όρων είναι (l’être) και ύπαρξη (l’existence), αλλά και ζωή (la vie), πάντα εκεί όπου ο συγγραφέας πραγματεύεται την ιδέα του για την αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι / της ύπαρξης / της ζωής.

Ισότιμη χρήση λοιπόν τριών όρων, που και στα λεξικά εμφανίζονται καταρχήν συνώνυμοι, για να διαφοροποιηθούν έπειτα υφολογικά, ιδίως το εκ φύσεως αφηρημένο απαρέμφατο είναι σε σχέση πρώτα με την ύπαρξη, έπειτα με τη ζωή, αλλά και ως προς το φιλοσοφικό φορτίο τους, όπου πάλι το απαρέμφατο έχει τον πρώτο λόγο.

Αν όμως ο συγγραφέας εναλλάσσει τους τρεις όρους κατά την ανάπτυξη πάντοτε της ίδιας ιδέας, βρισκόμαστε θεωρητικά πριν από οποιαδήποτε διαφοροποίηση. Και τότε δικαιούται κανείς να αναρωτηθεί για τι πράγμα ακριβώς μιλάει ο συγγραφέας, για κάτι αφηρημένο, όπως υποβάλλει (στα ελληνικά!) το απαρέμφατο, ή για κάτι πιο συγκεκριμένο;

Το κλειδί, διόλου κρυμμένο, βρίσκεται εκεί όπου ο Κούντερα παραφράζει τη Γένεση και γράφει πως ο Θεός είδε ότι το είναι (l’être) είναι καλό πράγμα (ότι καλόν), και άρα είναι καλό και να τεκνοποιούμε: έχουμε δηλαδή ξεκάθαρη αναφορά στη δημιουργία της ζωής: όταν λοιπόν ο Θεός δημιούργησε τη ζωή, είδε πως η ζωή είναι καλό πράγμα…, η ζωή και όχι αφηρημένα το είναι ή η ιδιότητα του υπάρχειν, αν μείνουμε σε μια αυστηρά φιλοσοφική ανάγνωση τού είναι.

Έτσι κι αλλιώς, όταν φτάσει κανείς μεταφράζοντας να πει ότι «το είναι είναι καλό», μάλλον πρέπει να αναθεωρήσει, να αναζητήσει άλλη λύση. Και η λύση φυσικά πρέπει να βασίζεται στην ερμηνεία την οποία υποβάλλει, ή και επιβάλλει, το ίδιο το κείμενο –ή αλλού ο ίδιος ο συγγραφέας. Που σε μια συνέντευξή του στη Λόις Οππενχάιμ (Review of Contemporary Fiction, 1989), αναφερόμενος ειδικά στην Αβάσταχτη ελαφρότητα, μιλάει για τη βασική «αισθητική παρανόηση» κατά την οποία συγχέεται ο «μυθιστορηματικός στοχασμός» με το «φιλοσοφικό μυθιστόρημα»: «αυτά που λέω για τον Νίτσε και την αιώνια επιστροφή [σ.σ. και που συνδέονται στο βιβλίο με τον Παρμενίδη και τα ζεύγη αντιθέτων φως-σκοτάδι, θερμό-ψυχρό, είναι-μη είναι… κ.ά.] δεν έχουν καμία σχέση με φιλοσοφικό λόγο· είναι μάλλον διάφορες παραδοξολογίες εξίσου μυθιστορηματικές (που ανταποκρίνονται δηλαδή εξίσου στην ουσία του μυθιστορήματος) με την περιγραφή της δράσης ή μ’ έναν διάλογο».

Οφείλουμε να απομακρυνθούμε δηλαδή από ό,τι μπορεί να προσδίδει αφηρημένο φιλοσοφικό χαρακτήρα στον λόγο του Κούντερα –τουλάχιστον στο συγκεκριμένο μυθιστόρημα. Άρα, όχι απαρέμφατο, που μάλιστα θεωρείται πως γέννησε την αφηρημένη σκέψη, ενώ στα γαλλικά π.χ. το απαρέμφατο (être) ή στα αγγλικά το γερούνδιο (being) είναι ό,τι κοινότερο γραμματικά στη γλώσσα και στον κοινό λόγο.

Αν χρειάζεται να σταθούμε λίγο εδώ (κυρίως επειδή το είναι εμφανίζεται ελαφρώς παραπλανητικό, καθώς απαντά και σε καθημερινές εκφράσεις: «αναστατώθηκε όλο μου το είναι»), ας δούμε την αμεσότητα που χάνεται με το απαρέμφατο:

Η δύναμη του σιωπάν – Η δύναμη της σιωπής· Το δώρο του ομιλείν – Το δώρο της ομιλίας· Η αναγκαιότητα του τρώγειν – Η αναγκαιότητα του φαγητού· Η δυσκολία του βαδίζειν – του βαδίσματος· Η αναγκαιότητα του πενθείν – του πένθους· O πειρασμός του υπάρχειν (όπως έχει μεταφραστεί π.χ. ο Σιοράν) ­– Ο πειρασμός της ύπαρξης κτλ.

Αν δεν μοιάζει άκυρη η χρήση του απαρεμφάτου στη νέα ελληνική, μοιάζει μάλλον εξεζητημένη, ό,τι πιο αντικουντερικό δηλαδή, και οπωσδήποτε με αφηρημένο φιλοσοφικό χαρακτήρα, ό,τι πιο αντικουντερικό και πάλι, όπως είδαμε πιο πάνω.

Μένει η ύπαρξη, ή η ζωή, σύμφωνα με το κλειδί που επίσης είδαμε, στο απόσπασμα με τη Γένεση. Όμως η ζωή συνιστά ακόμα μεγαλύτερη ανατροπή ως προς τον από δεκαετίες καθιερωμένο τίτλο. Επιλέχτηκε έτσι η ύπαρξη, έπειτα από συζήτηση, εννοείται, με τον συγγραφέα (ενώ ειδικά στην αναφορά στη Γένεση δόθηκαν σε παράθεση και οι δύο όροι: «ο Θεός είδε ότι η ύπαρξη, η ζωή, είναι καλό πράγμα…»).

Ώστε η αλλαγή, η μικρότερη δυνατή, υπαγορεύεται από το ίδιο το έργο, και είναι η μικρότερη δυνατή καθώς αφήνει απέξω το κυρίως στερεότυπο, την «αβάσταχτη ελαφρότητα», που έχει διαποτίσει και γονιμοποιήσει τον λόγο μας: μια πρόχειρη περιήγηση στο διαδίκτυο μας δίνει πλήθος χρήσεις: η αβάσταχτη ελαφρότητα της επανάληψης· της πίστης· της μετανάστευσης· του ίντερνετ· του καιροσκοπισμού· των πόκεμον· του ΣΥΡΙΖΑ· τού να μη νοιάζεσαι· των ντιμπέιτ κτλ.

Δύσκολα πάντα συνηθίζεται, αν συνηθίζεται καν, η αλλαγή ενός καθιερωμένου τίτλου. Όμως ένα κλασικό έργο έχει σίγουρα ζωή πολύ μετά από τη δική μας –και μάλιστα με την αβάσταχτη ελαφρότητά της.

buzz it!

17/11/16

O «αντιλογοτεχνικός» Κούντερα

περ. ο αναγνώστης (http://www.oanagnostis.gr)

Γιάννης Η. Χάρης: ο «αντιλογοτεχνικός» Κούντερα

(συνέντευξη στον Β. Χατζηβασιλείου)
    
Ο Γιάννης Η. Χάρης συζητάει με τον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου για την καινούρια μετάφραση της "Αβάσταχτης ελαφρότητας" αλλά και για την πολύχρονη μεταφραστική του εμπειρία με τον Μίλαν Κούντερα.

Επιμελητής εκδόσεων και παρεμβατικός αρθρογράφος (πρώτα στα Νέα και σήμερα στην Εφημερίδα των Συντακτών) για γλωσσικά και ευρύτερα πολιτιστικά ζητήματα, ο Γιάννης Η. Χάρης μεταφράζει από το 1994 τον Μίλαν Κούντερα, ξαναμεταφράζοντας και τα παλαιότερα μυθιστορήματά του, ύστερα από επιθυμία του ίδιου, με βάση  τις αναθεωρημένες γαλλικές μεταφράσεις, που επέχουν θέση πρωτοτύπου. Ο Γ. Η. Χάρης μιλάει στον Αναγνώστη για την καινούρια  μετάφραση της Αβάσταχτης ελαφρότητας: για το τι ήταν εκείνο που τον παρακίνησε να τροποποιήσει τον τίτλο, για το τι απήχηση μπορεί να έχει στο κοινό το βιβλίο ύστερα από την καινούρια  του μετάφραση, για το τι σημαίνει να μεταφράζεις τον Κούντερα επί δεκαετίες (αν μη τι άλλο το να έρθεις σε επαφή με έναν συγγραφέα που απολαμβάνει τις απορίες τού μεταφραστή του), αλλά και για το πώς ένα μυθιστόρημα μπορεί να υπερβεί τον τόπο του και την εποχή του.
                       
ΕΡ: Η συζήτησή μας για την καινούργια μετάφραση του διασημότερου ίσως μυθιστορήματος του Μίλαν Κούντερα δεν μπορεί παρά να ξεκινήσει από μια διά γυμνού οφθαλμού ορατή αλλαγή – την αλλαγή του τίτλου, με τον οποίο είμαστε επί πολλά χρόνια εξοικειωμένοι: Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι έγινε Η αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης. Θα μας εξηγήσετε τους λόγους που σας οδήγησαν σε αυτή την επιλογή;

ΑΠ: Πιστέψτε με, είμαι αφάνταστα συντηρητικός σε αλλαγή τίτλου, πολύ περισσότερο σε έργα με μακρά πορεία πίσω τους. Θέλω όμως να πιστεύω ότι το συγκεκριμένο έργο, που θεωρείται κλασικό πια, θα έχει εξίσου μακρά πορεία και έπειτα από εμάς, με όποιον τίτλο κι αν το θυμάται ο καθένας.

Αλλά τότε; Αλλά τότε ο Κούντερα, το συγκεκριμένο έργο του, μιλάει για τη ζωή, για την ύπαρξη. Απλώς, η λ. ζωή στον τίτλο, Η αβάσταχτη ελαφρότητα της ζωής, μού φάνηκε πολύ πιο τολμηρή –αλλά και, από μιαν άποψη, ίσως και πεζολογική. Όταν όμως ο Κούντερα παραφράζει τη Γένεση και γράφει πως ο Θεός είδε πως l’être, το είναι, είναι καλό πράγμα, και γι’ αυτό είναι καλό και να τεκνοποιούμε, έχουμε ξεκάθαρη αναφορά στη δημιουργία της ζωής· όταν λοιπόν ο Θεός δημιούργησε τη ζωή, είδε πως η ζωή είναι καλό πράγμα…, η ζωή και όχι «η ιδιότητα του υπάρχειν», αν μείνουμε σε μια αυστηρά φιλοσοφική μετάφραση τού είναι.

Έτσι κι αλλιώς, όταν φτάσει κανείς μεταφράζοντας να πει πως ο Θεός «είδε ότι το είναι είναι καλό», μάλλον πρέπει να αναθεωρήσει, να αναζητήσει άλλη λύση.

Επίσης, σε άλλο σημείο, διαβάζουμε: «εάν δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στο ευγενές και στο ποταπό, […] η ανθρώπινη ύπαρξη (existence) χάνει τις διαστάσεις της και αποκτά μιαν αβάσταχτη ελαφρότητα»: Ιδού, δηλαδή: ο καινούριος τίτλος υπάρχει εξαρχής μέσα στο βιβλίο, δίνεται από τον ίδιο τον συγγραφέα. Ο οποίος εναλλάσσει σε όλο το βιβλίο τους όρους ύπαρξη (l’existence) και είναι (l’être), ενώ δεν λείπει και η ίδια η ζωή (la vie), σε σημείο ακριβώς όπου πραγματεύεται την ιδέα του για την αβάσταχτη ελαφρότητά της.

Και εννοείται πως η αλλαγή έγινε σε συνεννόηση με τον συγγραφέα.

ΕΡ: Ποιες ανάγκες έπρεπε να αντιμετωπίσετε και ποια προβλήματα χρειάστηκε να λύσετε ως μεταφραστής, πλησιάζοντας το έργο σε μιαν εποχή αρκετά διαφορετική από εκείνην κατά την οποία πρωτομεταφράστηκε;

ΑΠ: Όχι κάποια ιδιαίτερα προβλήματα· ίσως μάλιστα λιγότερα απ’ ό,τι αν ήταν ένα βιβλίο που διαδραματίζεται π.χ. στις αρχές του περασμένου αιώνα, ή και ακόμα πιο παλιά. Εννοώ πως το βιβλίο είναι περίπου σύγχρονό μου· εντάξει, ήμουν αρκετά νέος, για την ακρίβεια στα πρώτα χρόνια της εφηβείας, όταν ήρθε το βίαιο τέλος της Άνοιξης της Πράγας, η εποχή δηλαδή του βιβλίου, των όσων διαδραματίζονται στο βιβλίο, αλλά τριαντάριζα πια την εποχή που πρωτοκυκλοφόρησε και σχεδόν αμέσως μεταφράστηκε το βιβλίο. Μεγάλωσα δηλαδή μαζί με την εποχή εκείνη, και παράλληλα με τα βιβλία του Κούντερα.

ΕΡ: Ποια απήχηση πιστεύετε ότι θα έχει στο ελληνικό κοινό η καινούργια μετάφραση της Αβάσταχτης ελαφρότητας της ύπαρξης, που, όπως κι αν τη λογαριάσουμε, σημαίνει μια καινούργια υποδοχή (πρόσληψη αν θέλουμε να χρησιμοποιήσουμε πιο σύγχρονο λεξιλόγιο) του βιβλίου;

ΑΠ: Αυτό δεν το ξέρω, δεν μπορώ να το ξέρω –να το ευχηθώ μόνο μπορώ. Να ευχηθώ η όποια δημοσιότητα γύρω από την καινούρια μετάφραση να σταθεί αφορμή για περαιτέρω διάδοση αυτού του σπουδαίου έργου· ή καλύτερα, ναι, για μια καινούρια υποδοχή, όπως είπατε, στον βαθμό που μια καινούρια μετάφραση μπορεί εξ αντικειμένου να λειτουργήσει όπως η συντήρηση των έργων τέχνης, που καθαρίζει τους ρύπους που με τα χρόνια επικάθονται πάνω σ’ ένα έργο και θαμπώνουν την όψη του, ξεθωριάζουν, αλλοιώνουν τα χρώματά του, τη συνολική εικόνα του ίσως.

ΕΡ: Αυτό πώς ακριβώς το εννοείτε, στη συγκεκριμένη ιδίως περίπτωση.

ΑΠ: Στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι καταρχήν οι ρύποι του μπεστ σέλερ, η μοίρα όλων γενικά των μπεστ σέλερ, τα κακά που συνοδεύουν τα αναμφισβήτητα καλά της μεγάλης διασημότητας –και κυκλοφορίας, όταν μιλάμε για βιβλία. Δημιουργείται ένας μύθος, ένα νεφέλωμα καλύτερα, με όρους εφημεριδογραφίας, διαφήμισης και μάρκετιγκ, που περιβάλλει το έργο, μια θολούρα που συσκοτίζει το έργο στις πραγματικές του διαστάσεις και ευνοεί μια αποσπασματική και επιφανειακή προσέγγιση, νά, σαν το «Ένα το χελιδόνι», στη μοναδική, στην εξαιρετική συνάντηση Ελύτη-Θεοδωράκη, σπουδαίο, σπουδαιότατο τραγούδι από μόνο του, που ωστόσο επισκιάζει το συνολικό έργο, το Άξιον εστί, και του ποιητή και του συνθέτη.

Ειδικότερα όμως στην περίπτωσή μας, στην Αβάσταχτη ελαφρότητα, υπάρχει κάτι περισσότερο από σκιά, που πέφτει βαρύ πάνω στο έργο: αναφέρομαι στην ταινία του Φίλιπ Κάουφμαν που βγήκε λίγα χρόνια μετά την έκδοση του βιβλίου, με σπουδαίους ηθοποιούς, τον Ντάνιελ Ντέι Λιούις, τη Ζυλιέτ Μπινός και την Λένα Όλιν. Όμως η ταινία αυτή, ή μάλλον: μια κινηματογραφική ταινία, κάθε κινηματογραφική ταινία, εστιάζει, αναπόφευκτα ίσως, σε ένα από τα επίπεδα του έργου, σε μία ανάγνωση· και έτσι, εδώ, ένα ιδιαίτερα πολυεπίπεδο έργο συρρικνώνεται σε μια τετριμμένη ιστορία ενός ερωτικού τρίο: ο ερωτύλος σύζυγος, η ζηλιάρα σύζυγος και η ανέμελη ερωμένη του συζύγου. Αυτή η μονοσήμαντη προσέγγιση, χάρη στην τεράστια δύναμη του μέσου, του κινηματογράφου εννοώ, επικάθισε στο μυθιστόρημα σαν γλίτσα, επιτρέψτε μου τη λέξη, σχηματίζοντας κάτι σαν κρούστα, ή πάντως ένα πυκνοϋφασμένο πέπλο που μας κρύβει εντέλει την ουσία του έργου.

ΕΡ: Μιλήστε μας γενικότερα για τα ζητήματα που θέτει στον μεταφραστή του το μυθιστορηματικό και δοκιμιακό έργο του Κούντερα.

ΑΠ: Είχα την τύχη να καταπιαστώ με μετάφραση έργου του Κούντερα, το γραμμένο κατευθείαν στα γαλλικά δοκίμιο Προδομένες διαθήκες, έργο του 1993, όταν είχε ολοκληρώσει τον κύκλο των εφτά πρώτων μυθιστορημάτων του, της «τσέχικης» τρόπον τινά περιόδου του, από το Αστείο και τους Κωμικούς έρωτες ώς την Αθανασία, και είχε επίσης γράψει, πρώτη φορά στα γαλλικά, το άλλο δοκίμιο, την Τέχνη του μυθιστορήματος. Είχα έτσι όλα τα κλειδιά, αν θέλετε, στο χέρι –χωρίς αυτό να είναι όσο απλό ακούγεται, είναι όμως κάτι πολύ σημαντικό, καθώς μάλιστα ήμουν φανατικός αναγνώστης και λάτρης του Κούντερα.

Επίσης είχα την τύχη, την ευλογία ουσιαστικά, να μεταφράζω συγγραφέα που απολαμβάνει, κατά κάποιον τρόπο, τις μεταφραστικές απορίες, που είναι πολύ πρόθυμος να συζητάει, ώρες ολόκληρες καμιά φορά, μια λεπτομέρεια δευτερεύουσας σημασίας.

Με ακούω, και σαν να εξωραΐζω, να εξιδανικεύω, τη δύσκολη, την πανδύσκολη συνθήκη του μεταφραστή, αλλά, αλήθεια, το ’χω ξαναπεί, μεταφραστής έγινα ουσιαστικά για τον Κούντερα, και δεν θα ’θελα, δεν έχω την παραμικρή φιλοδοξία να μεταφράσω κάποιον άλλον συγγραφέα, ελπίζω μάλιστα να μη χρειαστεί, για καθαρά βιοποριστικούς σήμερα λόγους, να μεταφράσω άλλον συγγραφέα.

Αλλιώς, δεν είναι εύκολος ο Κούντερα, με τα δοκιμιακά μυθιστορήματά του και τα μυθιστορηματικά δοκίμιά του, ή με το τεράστιο πλήθος αναφορών σε συγκεκριμένους συγγραφείς και έργα, λογοτεχνικά έως φιλοσοφικά (όχι πως δεν υπάρχουν άλλοι, δυσκολότεροι ίσως ως προς αυτό)· έπειτα είναι η μουσική, η δεύτερη μεγάλη δεξαμενή απ’ όπου αντλεί, καθώς εξάλλου από τη μουσική ξεκίνησε ο ίδιος, όπου κι εδώ πάντως με βοήθησε μια εξοικείωση που έτυχε να έχω με το αντικείμενο.

Ίσως όμως το δυσκολότερο στον Κούντερα είναι ο προγραμματικός αντιλυρισμός και το «αντιλογοτεχνικό» ύφος του, γενικότερα αυτή η άκρα απλότητά του, που ωστόσο ακολουθεί μιαν αυστηρά μελετημένη αρχιτεκτονική, κατά κανόνα μια μουσική φόρμα, σονάτα ή φούγκα.


ΕΡ: Οι εποχές αλλάζουν, αλλά τα έργα τέχνης, τουλάχιστον εκείνα που έχουν την ικανότητα να υπερβαίνουν τα τείχη του χρόνου, παραμένουν και δίνουν καινούργιες μάχες. Πώς βλέπετε την Αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης τρεις δεκαετίες μετά την πρώτη της δημοσίευση – ποιες μάχες καλείται να δώσει σήμερα;

ΑΠ: Να αποδείξει ακριβώς ότι έχει υπερβεί τα τείχη του χρόνου, όπως είπατε. Να αποδείξει ότι ο καταρχήν απολύτως συγκεκριμένος τόπος και ο απολύτως συγκεκριμένος χρόνος της είναι ουσιαστικά προσχηματικός, ένα συμβατικό πλαίσιο μέσα από το οποίο, ή και με τη βοήθεια –γιατί όχι– του οποίου, ο συγγραφέας μιλάει για κάτι διαφορετικά ουσιώδες, την ανθρώπινη ύπαρξη εν προκειμένω, που υπερβαίνει τόπο και χρόνο, για αιώνια δηλαδή αλλά διόλου μεταφυσικά προβλήματα που καθορίζουν τον βηματισμό του ανθρώπου –και των καιρών.



buzz it!