Μ’ ένα μικρό μικρό μαχαίρι - (Ψυχ)ιατρική (καφενείου) στην υπηρεσία της πολιτικής
(Εφημερίδα των συντακτών 29 Μαΐου
2015)
Μ’ ένα μικρό μικρό μαχαίρι
«Γειτόνισσες, μ’ ένα μαχαίρι, μ’
ένα μικρό μικρό μαχαίρι…» ακουγόταν απ’ την απέναντι πλαγιά, μέσα απ’ τις
πυκνές καλαμιές, η αλαλιασμένη μάνα, να ανακοινώνει το τραγικό νέο, πως «δυο
άντρες σκοτωθήκανε γι’ αγάπη / μ’ ένα μικρό μικρό μαχαίρι / π’ ούτε το χέρι δεν
το πιάνει…»
Τριάντα τόσα χρόνια πίσω, αιώνας
μου φαίνεται, στη Ρεματιά Χαλανδρίου, το αυτοσχέδιο τότε θέατρο, αυτό που
έκαψαν μόλις προχτές, εγκαινιαζόταν με τον Ματωμένο
Γάμο του Λόρκα, στην εμπνευσμένη σκηνοθεσία του Σπύρου Βραχωρίτη. Φυσικό
σκηνικό, χώμα κάτω, και μια ξύλινη κατασκευή σαν γέφυρα όπου έπαιζαν οι
ηθοποιοί κι απ’ όπου τινάχτηκε τρέχοντας κι άρχισε να σκαρφαλώνει στην απέναντι
πλαγιά, απαγγέλλοντας τον μονόλογο του τέλους, η Αγγελική Ελευθερίου, ένα μικρό
μικρό αιθέριο πλάσμα, π’ ούτε το μάτι δεν το πιάνει, κι όμως αντηχούσε απ’ τη
φωνή του η ρεματιά.
Είχα ώς τότε ολοζώντανη στ’ αφτιά
μου, και την έχω ακόμα, τη σπαραχτική φωνή της Παξινού στον ίδιο μονόλογο, πάντα
στην εξαίσια μετάφραση του Γκάτσου, και δεν πίστευα, σχεδόν δεν ήθελα να
πιστέψω, όπως συμβαίνει με πράγματα που μας σφραγίζουν, πως θ’ άκουγα ποτέ άλλη
φωνή, να χώνεται κι αυτή, σαν το μικρό μικρό μαχαίρι, «στην ξαφνιασμένη μας
καρδιά / [...] εκεί που τρέμει / θολή κι αξήγητη για πάντα / η σκοτεινή μας
ρίζα της κραυγής». Κι όμως, συνέβη. Κι ήταν σαν θαύμα.
Στο τέλος της παράστασης ένας
κοινός φίλος με σύστησε στην Αγγελική, της το είπα αυτό που αισθάνθηκα, αυτό
που συνέβη, της άρεσε, το ξαναθυμόμασταν καμιά φορά που συναντιόμασταν τυχαία
στον δρόμο, μέναμε τότε κοντά, δεν είχαμε άλλα πολλά, έπειτα χαθήκαμε τελείως.
Όμως αυτή την εικόνα την έχω κρατημένη μέσα στο προσωπικό μου θησαυροφυλάκιο,
την ξανάβγαλα τώρα με τον απροσδόκητο θάνατο της Αγγελικής Ελευθερίου, και τη
στριφογυρίζω στο μυαλό μου, ανακαλώντας τη μαγεία εκείνη, με ευγνωμοσύνη από τη
μια, αμηχανία από την άλλη, γιατί μια θεατρική σκηνή είναι από τους θησαυρούς
που δεν μπορείς να τους μοιραστείς με άλλους, όπως λόγου χάρη όταν μιλάς για
έναν στίχο, έναν πίνακα, μια μουσική.
Έδωσε κι άλλα η Αγγελική
Ελευθερίου, έπαιξε και στην τελευταία σκηνοθεσία του Κουν, στον Ήχο του όπλου της Αναγνωστάκη, έγραψε και
ποίηση, ποιήματά της τα ’κανε τραγούδια ο Θεοδωράκης, κι άλλοι, όμως εγώ κρατώ
την ερμηνεία εκείνη, εκείνη τη σκηνή, τη μισοβλέπω την ίδια μέσα απ’ τις
καλαμιές, αλλά προπάντων την ακούω· θαρρείς πιο δυνατά τώρα από τότε, όσο πιο
ψηλά σκαρφαλώνει, όσο πιο μακριά φεύγει, τόσο πιο δυνατά την ακούω, να ιστορεί,
αυτό το μικρό μικρό αιθέριο πλάσμα, για ένα μικρό μικρό μαχαίρι…
(Ψυχ)ιατρική (καφενείου) στην
υπηρεσία της πολιτικής
Όχι δα, δεν θα μιλήσω για ιατρική στα
ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης ούτε για γκουλάγκ και Σιβηρίες. Αξίζει όμως
να σταθούμε λίγο σ’ αυτούς που χρησιμοποιούν, στο δικό τους περιορισμένο
πλαίσιο, την ψυχιατρική σαν εύκολο εργαλείο ερμηνείας του αντίπαλου λόγου, με
την ίδια επιπολαιότητα που, στην καθημερινή ζωή, αποφαινόμαστε πως ο άλλος που
μας εξοργίζει «χρειάζεται γιατρό», προφανέστατα ψυχίατρο.
Σε κάθε περίπτωση, όταν στέλνουμε
κάποιον να τον δει γιατρός, εννοείται πως έχουμε ήδη κάνει εμείς τη διάγνωση ότι
πάσχει ψυχικά. Έτσι μπορεί ο Ψαριανός, ναι, ο Ψαριανός, να λέει πως χρειάζεται
γιατρό η Ζωή Κωνσταντοπούλου. Ή ο Στέφανος Κασιμάτης να γράφει για τον Βέλγο
πολιτικό επιστήμονα Ερίκ Τουσέν, τον «κύριο με το λαχανί πουκάμισο», όπως τον
αποκαλεί συστηματικά (Καθημερινή
8.4.15): «Να προσπαθήσω [...] να καταλάβω σε τι συνίσταται η ιδεολογική
διαφωνία του κυρίου με το λαχανί πουκάμισο –και θα το προσπαθήσω, ας σημειωθεί,
χωρίς να έχω πρόσβαση σε τυχόν ιατρικά στοιχεία που τον αφορούν»!
Όμως ξεπερνάει και τον εαυτό του ο
κ. Κασιμάτης, όταν γράφει για τον υπουργό παιδείας Αριστείδη Μπαλτά, με τίτλο
«Ο Αλτουσέρ της κυβέρνησης», τα εξής εξόχως «πολιτικά» (19.5.15): «Εκτός από
ιδεοληπτικός [...], έχει και κάτι άλλο που τον κάνει ξεχωριστό ως
προσωπικότητα: νομίζω, πρέπει να είναι από τους πλέον δυσάρεστους ανθρώπους που
έχω δει ποτέ στη ζωή μου. Το σκοτεινό, αγέλαστο ύφος του, η βαθιά κατάθλιψη του
βλέμματός του αναδίδουν όλο τον φανατισμό του και τον κάνουν να θυμίζει κάπως
τον Αλτουσέρ»!
Τι θέλει να πει ο συντάκτης μ’
αυτόν τον αήθη και μακάβριο παραλληλισμό; ότι θα έχει και ο Αριστείδης Μπαλτάς το
τραγικό τέλος του Αλτουσέρ, σ’ ένα ψυχιατρείο;
Πιο παλιά (24.12.13) ο κ. Κασιμάτης
είχε ορίσει την «κλίμακα της ιεραρχίας του σύμπαντος» ως εξής: «Θεός, άγγελοι,
Άγγλοι, άνθρωποι, κατοικίδια, μπολσεβίκοι κ.λπ.» Να προσθέσουμε εμείς στο τέλος
της ουράς και Κασιμάτηδες;