27/2/14

ΣΤΟΙΧΗΜΑΤΑ, Γ΄: ΚΟΙΝΩΝΙΑ, ΘΡΗΣΚΕΙΑ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ (κυκλοφόρησε ο Γ΄ τόμος)




από τα Περιεχόμενα

Βιασμός, σεξισμός και «τέχνη» * Ντιγκιντάγκες, Ολυμπιάδα και γκρίνια * Βολή των εφήβων και χαριστική βολή * Σαββόπουλος, μουσική δημιουργία και πολιτική καθοδήγηση * Παίρνει την αλήθεια μου και μου την κάνει λιώμα * Ο Χριστόδουλος και ο Παττακός * Μακάριος, μακαριότατος μέχρις αναισθησίας * Το «2» του Παπαϊωάννου και η ομοφοβική κριτική * Σάτιρα, φάρσα, πρόκληση και ηθική * Εκκλησία, εθνική παλιγγενεσία και εθνική μυθολογία * Το κρυφό σχολειό και η κρυφή του αλήθεια * Αμοραλισμός και θεομπαιξία * Ο τρόμος της αναπηρίας και ο οίκτος * Οι Ατενίστας και ο Τζουλιάνι

στην ίδια σειρά κυκλοφορούν

ακολουθεί
ΣΤΟΙΧΗΜΑΤΑ, Δ΄: ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ


από τον ΠΡΟΛΟΓΟ

1. Στοιχήματα απέναντι στα στερεότυπα, που εμφανίζονται μάλιστα σαν αυτονόητα, στοιχήματα απέναντι στον μανιχαϊσμό του μαύρου-άσπρου, του «μ’ εμάς, αλλιώς με τους άλλους». Δεν είναι απλό, ούτε σκέτα φιλολογικό: μπροστά σε τέτοιου είδους πλαστά και εξωιστορικά διλήμματα, υπάρχεις ή δεν υπάρχεις –με την έννοια ότι ακυρώνεσαι, καταργείσαι. Και αν υπάρχεις, το μεγαλύτερο και κρισιμότερο στοίχημα: αν υπάρχεις μαζί με άλλους, και όχι μόνος, σ’ ένα αυτιστικό σύμπαν.

Κείμενα ξαναδημοσιευμένα, ξανακοιταγμένα τώρα και με ορισμένες προσθήκες, συν μερικά καινούρια, συγκεντρωμένα σ’ ένα βιβλίο, αν όντως χρειάζεται, όπως πιστεύω πάντως εγώ, να επανερχόμαστε ολοένα, όσο επανέρχεται στο κάτω κάτω η πραγματικότητα, ή η Ιστορία –σαν φάρσα, όπως μας έμαθε η μαρξική παιδεία μας, συχνά όμως σαν θρασύτατο αντίγραφο του παρελθόντος, και τότε καθόλου φάρσα, δυστυχώς, όπως μας μαθαίνει πάλι η ίδια η πραγματικότητα.

Ασκήσεις μνήμης, απ’ την άλλη, θα μπορούσε να πει κανείς, απέναντι στον εξωραϊσμό του παρελθόντος, απ’ τη μια, που αποτελεί στοιχείο σύμφυτο με την ανθρώπινη φύση, απέναντι στον προφανούς ιδεολογικής σκοπιμότητας αναθεωρητισμό, απ’ την άλλη.

Στο τέλος τέλος, σκόρπιες εγγραφές, σαν σε ημερολόγιο, διόλου συστηματικό, άρα με όλο τον υποκειμενισμό του συντάκτη του.*

2. Στον τόμο αυτό δημοσιεύονται κείμενα για την κοινωνία, τη θρησκεία και τον πολιτισμό, όπως μάλλον συμβατικά ξεχωρίζουν και επιγράφονται οι «τομείς» αυτοί. Που, πολλές φορές, ακόμα πιο δύσκολα ξεχωρίζουν από τα κείμενα που συγκροτούν τον επόμενο τόμο, με την ένδειξη «Πολιτική και Ιδεολογία». Παραταύτα επιχειρήθηκε μια ταξινόμηση, άλλοτε για λειτουργικούς απλώς λόγους, όπως έγινε με όλη τη σειρά των Στοιχημάτων (χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο α΄ τόμος της σειράς, με κείμενα για τον εθνικισμό, τον ρατσισμό και το μεταναστευτικό πρόβλημα, που αυτομάτως ανάγονται στη σφαίρα της πολιτικής και της ιδεολογίας), άλλοτε με πιο ξεκάθαρο το στίγμα, την έμφαση σε επιμέρους τομείς.

Έτσι, με όλες ή παρ’ όλες τις ιδεολογικές παραμέτρους τους, στεγάζονται εδώ κείμενα για θέματα όπως η αναπηρία και η στάση μας απέναντί της, η ομοφοβία που διατρέχει τον δημόσιο γενικά ή τον κριτικό ειδικότερα λόγο, το κάπνισμα και η κοινωνική συμπεριφορά την οποία υπαγορεύει ή η οποία συναρτάται με αυτό, η ηθική της φάρσας και της πρόκλησης, ιδίως της καλλιτεχνικής, κ.ά.· κείμενα για τη θρησκεία, κι αυτά με έντονη την πολιτική διάστασή τους, όπως οι σχέσεις Εκκλησίας και κράτους, η Εκκλησία και τα ανθρώπινα δικαιώματα κ.ά., με κύρια αφορμή συχνά την πληθωρική, παρεμβατική παρουσία του προηγούμενου αρχιεπισκόπου.

Στο σημείο αυτό νιώθω την ανάγκη να σταθώ περισσότερο, όπως ακριβώς στάθηκα και όταν ξεδιάλεγα τα κείμενα, και διαπίστωσα, ακόμα και αφού αφαίρεσα πολλά, πως ο Χριστόδουλος διεκδικεί τη μερίδα του λέοντος. Σκέφτηκα έτσι πολύ, και μολονότι ο διακηρυγμένος στόχος της σειράς είναι η αναμέτρηση με την αναπόφευκτη αλλά και τη σκόπιμη λήθη, σκέφτηκα, λέω, κατά πόσο έχουν ακόμα νόημα τέτοια κείμενα, τώρα που πέθανε ο Χριστόδουλος κι έκλεισε ένα κεφάλαιο κτλ. Έκλεισε όμως; Ο ακροδεξιός Στόχος, κρεμασμένος σε όλα τα περίπτερα, τον έχει κάθε μέρα πάνω πάνω στην πρώτη του σελίδα. Προτάσεις αγιοποίησής του ακούγονται κάθε τόσο, είναι σίγουρο πως θα πληθύνουν κάποια στιγμή. Και, ήσσονος σημασίας αλλά σύμπτωση, τις μέρες ακριβώς που γράφεται ο πρόλογος αυτός, μία από τις εφημερίδες πλυντήρια της ακροδεξιάς, το Παρασκήνιο, μοιράζει το πόνημα Ο Χριστόδουλος της καρδιάς μας


* Η ενότητα 1 είναι κοινή σε όλους τους τόμους της σειράς.

buzz it!

23/2/14

1. Αγωγές και εκφοβισμοί, 2. Τα κέρδη των χαμένων αγωγών

(Εφημερίδα των συντακτών 22 Φεβρ. 2014)
 

1. Αγωγές και εκφοβισμοί

Η Ένωση Αστυνομικών Αχαΐας απειλεί με μήνυση την «Ελληνοφρένεια» που σατιρίζει τα ΜΑΤ, ο Μελισσανίδης ζητάει από το Unfollow 1.000.000 ευρώ, ο ακροδεξιός Λεπέν έσερνε σε δίκες (που συχνά τις κέρδιζε) όποιους τον αποκαλούσαν ακροδεξιό, το ίδιο απειλούσε να κάνει και ο Καρατζαφέρης στις δόξες του, το ίδιο απειλεί τώρα η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή αν τους πούνε ναζιστές, με αγωγές εκατομμυρίων έκανε αισθητή την παρουσία του το εθνοσωστικό Δίκτυο 21, ο συγγράψας τα πλέον αντισημιτικά Πλεύρης πατήρ κέρδισε δίκη επειδή τον είπαν αντισημίτη, με αγωγές απειλεί συνέχεια ο Άδωνης, με μήνυση απείλησε τον Guardian ο Δένδιας, επειδή έγραψε πως γίνονται βασανιστήρια στην Ελλάδα, ένα βήμα κάνει στον δρόμο ο Κούγιας, πόσο μάλλον όταν πηδάει μαντρότοιχους, και στέλνει καραβιές εξώδικα σ’ Ανατολή και Δύση να προλάβει να μη γράψουν το παραμικρό (βάλτε στο γκουγκλ «Κούγιας + εξώδικο», δεκάδες χιλιάδες τα ευρήματα), τα ίδια κι ο Φαήλος, ή ο Βγενόπουλος, ή ο περίφημος Ντάνος Κρυστάλλης, μια πολυαγωγή ο ίδιος, που φόρτωσε τον σύμπαντα κόσμο με αγωγές επειδή τον χαρακτήριζαν με ιδιότητες για τις οποίες κόμπαζε ο ίδιος στα κανάλια… Και μετά, στα τάχατες πνευματικά μας γήπεδα, ποδογράφοι πανεπιστημιακοί τραβούσαν στα δικαστήρια τον Γιατρομανωλάκη και τον Γεωργουσόπουλο που έκριναν την τζούφια τους πραμάτεια, αρχαιολάτρης συγγραφέας έκανε αγωγή στον Μπουκάλα που παρέθετε τα λόγια του, θυμηθείτε και τον ιεροψάλτη από τ’ Αγρίνιο που έσυρε στο δικαστήριο τη Δόμνα Σαμίου για τα παραδοσιακά αποκριάτικά της, και πόσους άλλους, με εφαλτήριο οι περισσότεροι ένα από τα ανοσιουργήματα του Βενιζέλου, τον τυποκτόνο νόμο περί Τύπου.

Αγωγές επί αγωγών, μπορεί χαμένες οι πιο πολλές, μα τη δουλίτσα τους την κάνουν: από τη δημοσιότητα που δίνουν στον ενάγοντα, με το δυναμικό και απειλητικό προφίλ που του χαρίζουν, ώς το απυρόβλητο που του εξασφαλίζουν εφεξής!


2. Τα κέρδη των χαμένων αγωγών

Άφησα τελευταίο παράδειγμα τον άγιο Πειραιώς, μία κατηγορία μόνον του, ακριβώς ή κυρίως επειδή είναι και άνθρωπος του Θεού. Ο οποίος άγιος μοίραζε κι αυτός αγωγές, κι όχι ψιλικατζίδικα, αλλά ζητώντας λ.χ. δέκα ολόκληρα εκατομμύρια (10.000.000) ευρώ απ’ την αφεντιά μου και την εφημερίδα όπου αρθρογραφούσα τότε, επειδή έγραφα πως η διατύπωσή του γι’ αυτούς «που έκαναν αξία ζωής τον σωλήνα αποβολής των περιττωμάτων» ήταν αρμοδιότητας πια ψυχιάτρου (Τα Νέα 3.5.08). Δεν τα κέρδισε τα εκατομμύρια ο άγιος, αλλά τα κέρδη του τα είχε, όπως όλοι εξάλλου οι αγωγομανείς.

Γιατί, ακόμα κι αν εξόφθαλμα αβάσιμες και εξωφρενικές οι διάφορες αγωγές, έχουν αποπίσω τους γερά μελετημένη τη στρατηγική να τρομοκρατήσουν αν μη τι άλλο τον εναγόμενο. Γιατί, προτού ακόμα αθωωθείς (αν αθωωθείς, όχι πάντα αυτονόητο) από τα δικαστήρια, σε έχουν καταδικάσει οι ενάγοντες και έχουν πάρει τη μικρόχαρη εκδίκησή τους, βάζοντάς σε να τρέχεις, να χάνεις μέρες και μέρες, μαζί με τους ταλαίπωρους μάρτυρες, κι εσύ κυρίως, μην κοροϊδευόμαστε, να (αυτο)λογοκρίνεσαι, με την υπόδειξη του συνηγόρου σου (εντολή από μιαν άποψη, όταν μάλιστα είναι συνήγορος της εφημερίδας), ώσπου να βγει η απόφαση ή ώσπου να εκπνεύσει η προθεσμία για έφεση. Εξωφρενικά; Όμως σοφά, σοφότατα απ’ τη μεριά τους.

Ακόμα πιο εξωφρενικό είναι ότι τις περισσότερες φορές θα είχε κανείς κάθε λόγο, θα όφειλε ίσως, να κάνει πρώτος μήνυση σ’ όλους αυτούς, συχνά για αυτά ακριβώς για τα οποία μηνύουν εκείνοι, και πλείστα άλλα, για μισαλλοδοξία, ρατσισμό, δυσφήμηση, εξύβριση, διασπορά ψευδών ειδήσεων, όξυνση παθών, πρόκληση σε διάπραξη αξιόποινων πράξεων κτλ.

Νά, λόγου χάρη, καίει ένας πιτσιρικάς τη σημαία, τη σημαία που έγινε ρόπαλο φονικό στα χέρια των Χρυσαυγιτών, που έχει κατεξευτελιστεί έτσι κι αλλιώς στα χέρια επίορκων δικτατόρων κ.ά., και τον τραβολογάνε για προσβολή εθνικού συμβόλου, όσοι δεν θεώρησαν ώς τότε προσβολή του ίδιου συμβόλου τη χρήση του ακριβώς από τους εθνοκάπηλους και άλλους που είπαμε.

Ή αλλιώς: τραβολογάνε, ξαναλέω, για προσβολή εθνικού συμβόλου έναν πιτσιρικά που καίει μια σημαία, ενώ πανεπιστημιακός δάσκαλος, θεολόγος, κι αυτός του Θεού δηλαδή, ο κ. Γιανναράς (από τους ενάγοντες, επί Δικτύου!), προσβάλλει, χρόνια τώρα, σχεδόν ανελλιπώς τις Κυριακές από την Καθημερινή, τάμα το έχει κάνει, το κράτος που τον τρέφει, που τον μισθοδοτεί, αποκαλώντας το «Ελλαδιστάν», «φαιδρό Ελλαδέξ» ή «θλιβερό ελληνώνυμο κρατίδιο», «Ελληνώνυμους» τους Έλληνες κ.ά.

Σαν πόσες αγωγές θα έκανε σε αντίστοιχη περίπτωση ο ίδιος; Ωρέ Έλληνας κανείς;


ΥΓ. Μου πήρε πολλή ώρα, πιστέψτε με, να βρω για τον καθένα τη διατύπωση που δεν θα σηκώνει «κανονικά» μήνυση ή αγωγή: ιδού τα κέρδη τους, αυτή είναι η νίκη τους!

buzz it!

19/2/14

Κωστής Παπαϊωάννου, "Στοίχημα με την αυτογνωσία"


"Στοιχήματα: Εθνικισμός, Ρατσισμός, Μετανάστευση", Γιάννης Χάρης, εκδ. Γαβριηλίδη, 2013


από την παρουσίαση των δύο πρώτων τόμων των Στοιχημάτων, στις Εκδόσεις Γαβριηλίδη, 5 Δεκεμβρίου 2013. Τον α΄ τόμο, "Εθνικισμός, Ρατσισμός, Μετανάστευση", τον παρουσίασε ο εκπαιδευτικός Κωστής Παπαϊωάννου, πρόεδρος της Εθνικής Επιτροπής για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Τον β΄ τόμο, "Γλωσσικά, Μεταφραστικά", η Μάρω Κακριδή-Φερράρι, επίκουρη καθηγήτρια της Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών




Πολλοί επιδεικνύουν αδιαφορία ή επιφυλακτικότητα απέναντι στις σχεδόν τελετουργικά επαναλαμβανόμενες εκδοτικές συλλογές άρθρων. Δεν είναι περίεργη η αντίδραση. Συχνά τα βιβλία αυτά προκύπτουν κυρίως ή και αποκλειστικά από τη ματαιοδοξία του αρθρογράφου: δεν ικανοποιείται αρκετά από την δημοσίευση των πονημάτων του στην εφημερίδα. Επιθυμεί να δηλώσει συγγραφέας εκτός από αρθρογράφος, γυρεύοντας παράλληλα να γευτεί τη χαρά της βιβλιοπαρουσίασης, να είναι δηλαδή το τιμώμενο πρόσωπο και κάποιοι άλλοι «επώνυμοι» να μιλάνε, κατά παραγγελία του, γι’ αυτόν. Επιπλέον, οι συλλογές άρθρων πάσχουν συνήθως από αποσπασματικότητα. Άμεσα συναρτημένα τα κείμενα αυτά από την επικαιρότητα και άφευκτα δεμένα με τη βαριά αλυσίδα των 600 ή κάπου τόσων λέξεων, δεν μπορούν εύκολα να ξεφύγουν από την ίδια τους τη μοίρα. Γράφτηκαν για να δημοσιευτούν σε συγκεκριμένο χώρο, να διαβαστούν σε συγκεκριμένο χρόνο και δύσκολα μπορούν να αποτελέσουν ένα κάποιο ενιαίο όλο, να συνομιλήσουν με τα προηγούμενα και τα επόμενά τους. Αυτό προδιαγράφει και τη μοίρα αυτών των εκδοτικών εγχειρημάτων. Συνήθως, αφού εξυπηρετήσουν πρόσκαιρες επικοινωνιακές ανάγκες, βρίσκονται ταχύτατα να εκποιούνται σε στοίβες στα παζάρια βιβλίων.

Τα λέω όλα αυτά για να τονίσω ακριβώς σε τι διαφέρει το βιβλίο του Γιάννη Χάρη που κλήθηκα να παρουσιάσω. Τα Στοιχήματα, που εκδόθηκαν με ιδιαίτερη φροντίδα και καλαισθησία από τον Γαβριηλίδη (2013), συνέχονται από ομοθεματικότητα. Έχουμε ένα αντικείμενο που εξετάζεται από όλες τις πλευρές και μάλιστα κυρίως από αυτές που δεν γνωρίζαμε ότι υπάρχουν. Ποιο είναι αυτό; Το διευκρινίζει ο ίδιος ο Χάρης στον υπότιτλο του βιβλίου: Εθνικισμός, ρατσισμός, μετανάστευση. Τα κείμενα, δημοσιευμένα τα περισσότερα στα Νέα με την προσθήκη κάποιων καινούριων, παρατίθενται με χρονολογική σειρά κι αποτελούν, όπως γράφει ο συγγραφέας στον πρόλογό του, ασκήσεις μνήμης απέναντι στον εξωραϊσμό του παρελθόντος και τον αναθεωρητισμό. Μοιάζουν ακόμα με σκόρπιες εγγραφές σε ημερολόγιο ή ίσως με ασκήσεις θαυμαστής ισορροπίας. Από τη μια ο παρατηρητής του δρόμου –τον φαντάζομαι να γυρνάει στο σπίτι του έχοντας αποθησαυρίσει εικόνες φαινομενικά ασήμαντες μα τόσο σημαντικές ως ψηφίδες– κι από την άλλη ο μοναχικός ταξιθέτης που βάζει την κάθε εικόνα και κάθε λέξη στη σωστή της θέση. Κι ακόμα ισορροπία ανάμεσα στο σύγχρονο και το διαχρονικό, στο καθημερινό κι εκείνο που το εξηγεί. Ο Χάρης μιλάει με την άνεση της βιωμένης σχέσης για την περίθαλψη των ανήμπορων γερόντων από τους μετανάστες αλλά και με τη γνώση του ιστορικού χρόνου για την τραυματική συνύπαρξη με τον Άλλο. Κρατάει ακόμα μια θαυμαστή ισορροπία ανάμεσα στο ανώνυμο, το γενικό, την καθολίκευση του φοβικού και του άξενου αισθήματος και το ειδικό κι επώνυμο ως αναγνωρίσιμη εικόνα: η Βαγενά, ο Σαββόπουλος, ο Θεοδωρόπουλος. Κυρίως όμως ο Χάρης βλέπει πρόσωπα και καταστάσεις με ένα καυστικό χιούμορ που αποδομεί το Εμείς, υπονομεύοντας τις αυτοματικές συλλογικές μας βεβαιότητες και ταυτίσεις.

Η συγγραφή αυτή προϋποθέτει επιμονή μυρμηγκιού, λεπτοδουλειά μεγάλη. Σταχυολογώ από τις σελίδες του βιβλίου φράσεις που συνθέτουν μια οπτική ολόκληρη, μια θέαση του Άλλου και μέσα από τον Άλλο του συλλογικού μας εαυτού (οι υπογραμμίσεις δικές μου).

Ήταν κι οι Έλληνες ξένοι.
Γράφει ο Γ.Χ. για το σύνθημα «Φωτιά στους τουρκόσπορους πρόσφυγες» που κυριαρχούσε σε συλλαλητήριο των μοναρχικών στις 9 Νοεμβρίου 1923 στους Στύλους του Ολυμπίου Διός. Γράφει και για τον Πρωινό Τύπο που, πιο πρακτικός, ζητούσε να φορούν οι πρόσφυγες κίτρινο περιβραχιόνιο για να τους ξεχωρίζουν οι γηγενείς και να αποφεύγουν τον συγχρωτισμό μαζί τους.

Ήταν κι οι Έλληνες λαθραίοι.
Υπενθυμίζει ο Γ.Χ.: «Όλοι εμείς οι λαθραίοι βλέπουμε δυο εφιάλτες. Ο ένας είναι ότι θα πεθάνουμε στην Αμερική ξένοι και ανεπιθύμητοι, και ο άλλος είναι ότι θα μας πιάσει το Ιμιγρέσιο (Immigration Service) και θα μας στείλει πίσω στην Ελλάδα να πεθάνουμε εκεί» (Κ. Γ. Σταυράκης, Στα βήματα του Οδυσσέα, εκδ. Παπαζήση, 1999· παραθέτει ο Μιχάλης Γ. Τσάκαλος, Η σύγχρονη ελληνική μετανάστευση μεταξύ θεωρίας και εμπειρίας, εκδ. Αιγέας, 2008, σ. 160). Και παραβατικοί ήταν, σε πείσμα όλων όσοι μιλάνε συνέχεια για την ακαριαία ένταξη την Ελλήνων στις κοινωνίες που τους δέχτηκαν. Θυμίζει πάλι ο συγγραφέας: Έτος 1925, ο υφυπουργός προεδρίας του Queensland γράφει: «Οι Έλληνες της Βόρειας Κουινσλάνδης είναι γενικά ανεπιθύμητοι και δεν αποτελούν καλούς μετανάστες. [...]

»Συνοδευόμενος από έναν αξιωματικό της αστυνομίας, επισκέφτηκα κάμποσες από τις λέσχες και τα πανδοχεία τους, που βρίσκονται σε γενικές γραμμές σε άθλια κατάσταση. Το βιοτικό τους επίπεδο είναι χαμηλότερο από ό,τι των άλλων αλλοδαπών. Κοινωνικά και οικονομικά αυτός ο τύπος του μετανάστη συνιστά απειλή για την κοινότητα στην οποία εγκαθίστανται και θα ήταν προς όφελος της πολιτείας, αν η είσοδός τους απαγορευόταν ολοσχερώς» (Τσάκαλος, στο ίδιο, σ. 227 κ.ε.).

Κι ύστερα, γυρνώντας στο σήμερα, στο εδώ, ο Γ.Χ. παρατηρεί πως υπάρχουν μετανάστες και μετανάστες:
«Μαζί όμως με όλα αυτά, που έχουν συζητηθεί εξαντλητικά, ήθελα να προσέξουμε αυτό που σημαίνει η ύπαρξη καθαυτή των μεταναστών στην καθημερινότητα της μεγάλης ιδίως πόλης. Και μιλώντας για μετανάστες, εξειδικεύω στους Αλβανούς, όπως άλλωστε ξεκίνησα, με αφορμή το λαϊκό γλέντι στου Φιλοπάππου. Έτσι κι αλλιώς, πέρα από τους λαθρομετανάστες, όπως χαρακτηρίζουμε κυρίως τους Κούρδους και τους Αφγανούς πρόσφυγες των τελευταίων ετών, όταν μιλάμε γενικότερα για μετανάστες, από αυτούς που επιχειρούν να ενταχθούν στην κοινωνικοοικονομική ζωή της χώρας, εννοούμε τους Αλβανούς: όχι τους μακρινούς μας Πολωνούς, που είναι, να πάρει η ευχή, πιο άσπροι από μας, ξανθοί, ψηλοί, με ανώτερες σπουδές και με άλλο αέρα, σχεδόν υπεροχής· ούτε τους Φιλιππινέζους, που αυτοί, επιτέλους, είναι πιο κοντοί και πιο μαυριδεροί και από μας, και μια ιδέα σχιστομάτηδες, άλλη φυλή βρε παιδί μου, και προπαντός στην υπηρεσία μας εξαρχής, πειθήνιοι, υποτελείς».

Και βέβαια, κριτική ματιά στις δικές μας αντιφάσεις, τις αντινομίες μας:
«Και απλή λογική, που αναρωτιέται: πώς νοείται απ’ τη μια να ψηλώνουμε από εθνική υπερηφάνεια που με τον Μεγαλέξανδρο διαδώσαμε –με το μαχαίρι, μην το ξεχνούμε– τη γλώσσα και τον πολιτισμό μας στα πέρατα του τότε γνωστού κόσμου, και από την άλλη να μας διακατέχει ιερή αγανάκτηση και να μεμψιμοιρούμε, αν όχι να απαιτούμε μαχαίρι, εκεί που μας έρχονται έτοιμοι, μες στην αυλή μας, και μαθαίνουν τη γλώσσα μας και τον πολιτισμό μας».

Μα πάνω απ’ όλα ο Έλληνας που μας φοβίζει:
«Γράφω αυτές τις γραμμές, και δε μ’ αφήνει η ανατριχίλα τού “Έλληνα η σημαία σού ανήκει”· γιά δες, λέω, έφτασε να μου προκαλεί ανατριχίλα αυτό το “Έλληνα”, με τόση μισαλλοδοξία που κρύβει, έτσι όπως το είδαμε γραμμένο στον τοίχο του σχολείου της Ν. Μηχανιώνας, και μάλιστα από νέα παιδιά, σαν κάννη από περίστροφο, π.χ. εκείνου του “Έλληνα” που θέριζε λίγα χρόνια πριν μετανάστες στο κέντρο της Αθήνας».

Και πάλι η σημαία, ξανά η σημαία, διαρκώς μπροστά μας και στις σελίδες του Γ.Χ. ο Έλληνας και η σημαία του:
«Κι αν την 28η Οκτωβρίου και την 25η Μαρτίου κυματίζει η σημαία του αγώνα για την εθνική ανεξαρτησία, φοβάμαι ότι τις άλλες μέρες κυματίζει η σημαία του Μεταξά και του Παπαδόπουλου. Και αν με συγκινεί η σημαία της 28ης Οκτωβρίου και της 25ης Μαρτίου, ή η σημαία που θα τύχει να δω όταν βρίσκομαι σε ξένη χώρα, μετανάστης αλλά ακόμα και περαστικός, τουρίστας, ή η σημαία που θα δω σε μια αθλητική νίκη – η σημαία που θα δω στα χέρια Χρυσαυγιτών σε διαδήλωση ή ντεκόρ στο κανάλι π.χ. του Καρατζαφέρη μού φέρνει τρόμο, με παγώνει.

»Αλλά ούτε Χρυσή Αυγή ούτε Καρατζαφέρης: παντελώς άγνωστός μου γείτονας, άγνωστων δηλαδή φρονημάτων, δένοντας ένα κοντάρι με το άλλο, ύψωσε όσο πιο ψηλά μπορούσε στην ταράτσα της πολυκατοικίας του την ελληνική σημαία. Προσοχή, όχι στο διαμέρισμά του, ούτε τη μέρα της 28ης Οκτωβρίου, αλλά έτσι, μια ωραία πρωία, “καπέλο” σ’ όλη την πολυκατοικία, απέναντι σε ποιος ξέρει ποιον εχθρό, ύψωσε την ελληνική σημαία. Ποια άραγε σημαία είναι αυτή; Φοβάμαι όχι η δική μου, η εθνική, αλλά –ερήμην ίσως των προθέσεων του γείτονα– η εθνικιστική.

»Και σκέφτομαι πως μια τέτοια σημαία έκαψε τις προάλλες στην πορεία του Πολυτεχνείου κάποιος διαδηλωτής. Φταίει αυτός; Ή μήπως εγώ, που δεν κατάφερα να τον πείσω πως άλλη η σημαία στην πύλη του Πολυτεχνείου και άλλη η σημαία του τανκς που έριξε την πύλη;»

Κι αυτοί που θέλουν να γίνουν Έλληνες; Τι πρέπει να γνωρίζουν; Τι εξετάσεις να περνούν;
«Γιατί είναι αδιανόητο να μαζεύεις σε ξένη χώρα πορτοκάλια ή να ξεσκατίζεις κατάκοιτους γέρους και να μην ξέρεις “τι περιέγραψε ο ιστορικός Προκόπιος”! Δεν ξέρω εσείς· εγώ κόπηκα. Τρέχω κάθιδρος στον καθρέφτη: ίδιος ωστόσο είμαι ακόμα. Όμως, Θεέ μου, μήπως αρχίσω τότε, σιγά σιγά, να κιτρινίζω και να γίνονται και τα μάτια μου σκιστά; Ή μήπως αρχίσω και σκουραίνω και πάρω στο τέλος μαύρο κατράμι χρώμα; Μα η φωνή με ξεκουφαίνει: “Λυπάμαι, κοπήκαμε!” Σαν κοινωνία δηλαδή».

Και βέβαια, πανταχού παρών ο καθρέφτης της τηλεόρασης:
«Δίνουμε δηλαδή εντέλει άλλοθι στον Αυτιά, στον κάθε Αυτιά, όταν λέμε πως για την τηλεθέαση στήνει σαματά, ενώ είναι σαφείς και κατατεθειμένες οι βαθιά συντηρητικές έως αντιδραστικές απόψεις του. Αρκεί εξάλλου να παρακολουθήσει κανείς την άτυπη, και όχι μόνο, συμμαχία που συνάπτεται θαρρείς ενστικτωδώς ανάμεσα στον δημοσιογράφο παρουσιαστή και τον δεξιότερο των παραθυρευόντων, με στόχο τον εκάστοτε “αντιφρονούντα”, τον απεργό, τον συνδικαλιστή, τον αριστερό βουλευτή, που λοιδορείται απροκάλυπτα και στήνεται στα πέντε μέτρα: κόβει ο Βορίδης, ο Πλεύρης, ο Βελόπουλος, ράβει ο Αυτιάς, ο Παπαδάκης, ο Άκης Παυλόπουλος, με ύφος δεκαπέντε εισαγγελέων ο καθένας».

Και πάλι, πιο κοντά μας χρονικά, υπάρχουν μετανάστες και μετανάστες:
«“Μήπως ήρθε η ώρα να καταλάβουμε πως ο Αλβανός που ήρθε στην Ελλάδα γιατί ήθελε να δουλέψει και να ενταχθεί στην κοινωνία μας [...] είναι ο καλύτερός μας σύμμαχος απέναντι σ’ αυτό το πρόβλημα;” γράφτηκε σε γειτονική σελίδα εδώ (Τάκης Θεοδωρόπουλος, 20.6.2009). “Μήπως ήρθε η ώρα να αντιληφθούμε ότι το παιδί που πρωτεύει στο σχολείο και οι συμπλεγματικοί γονείς των συμμαθητών του δεν το αφήνουν να σηκώσει τη σημαία δεν έχει καμία σχέση με τον εξαθλιωμένο Αφγανό που ξεμπαρκάρει νύχτα σε κάποια ακτή του Αιγαίου;”

»Επικίνδυνα παιχνίδια. Ο χτεσινός “εγκληματίας που βγήκε από τις φυλακές του Μπερίσα”, “ενταγμένος” τώρα στην “κοινωνία μας”, παίρνει επίσημα από εμάς άδεια οπλοφορίας για το όπλο που από μόνος του είχε για τους Πακιστανούς που “ρίχνουν το μεροκάματο” και του “κλέβουν τη δουλειά”, για τους Κινέζους που “κρατάνε τα νοίκια ψηλά” κ.ο.κ. Εγκληματικά παιχνίδια».

Διαβάζοντας τα κείμενα του Χάρη αναλογίζομαι πόσος χρόνος χωρίζει την αρχή από το τέλος τους, το 2003 από το 2011. Αυτή η σύντομη 8ετία, η δεύτερη φάση του ύστερου μεταναστευτικού μας που ξεκίνησε στα προεόρτια των εθνικών μεγαλείων της ισχυρής Ελλάδας και τέλειωσε στα απόνερα της κρίσης, είναι σύμφυτη με την αλλαγή της αυτοεικόνας μας που διαθλάται μεταξύ πολιτισμικής ετερότητας και υφεσιακής αποδιάρθρωσης.

Πώς συμβάλλουν στην αυτοεικόνα μας αυτά τα κείμενα του Χάρη; Νομίζω πως πάνω από όλα επιβεβαιώνουν την αξία της νηφάλιας στράτευσης, της έλλογης μαχητικότητας, της συμμετοχής στη δημόσια σφαίρα με όπλο τον Λόγο. Γιατί είναι σήμερα αυτά πολύτιμα; Γιατί όλοι μιλάμε για τη διάλυση του συλλογικού αλλά παράλληλα με αυτή έχουμε και την αποσάθρωση του ατομικού. Στα Στοιχήματα του Γιάννη Χάρη, το άτομο, ο ένας, ο αναγνώστης ξαναγίνεται ουσιώδης ένας, μοναδικός και μοναχικός σκεπτόμενος παρατηρητής. Κατά τούτο, είναι ένα έργο που εξερευνά διά της καθημερινής παρατήρησης και γραφής την γραμμή που συνδέει την πράξη της νόησης με την ίδια την πράξη.





buzz it!

15/2/14

Μετά τα εξεγερσιόμετρα, το οργιόμετρο - Παραεπιστήμη και μνημόνιο

(Εφημερίδα των συντακτών 15 Φεβρ. 2014)


Μετά τα εξεγερσιόμετρα, το οργιόμετρο

Μπορεί να μην τα προσδιόριζαν πάντοτε επακριβώς, ξέραμε τουλάχιστον πως υπάρχουν. Τα εξεγερσιόμετρα. Που εφευρέθηκαν τον Δεκέμβρη του 2008, και έκτοτε όλο και τελειοποιούνται, ώς τα χρόνια του μνημονίου πια, όπου βγαίνουν σ’ όλα τα μίντια αδιαλείπτως τα εξεγερσιόμετρα, μάλλον οι εξεγερσιομέτρες, και μετρούν: όχι δεν είναι εξέγερση αυτό, ούτε κείνο, ούτε τ’ άλλο… Τι είναι; Πάντα και μόνο ανομία! (Που, κατά σύμπτωση, καλύπτει όλα τα εις -ία: απεργία, διαμαρτυρία κ.τ.τ.)

Και τώρα το οργιόμετρο –όχι το μέτρο των οργίων, αλλά της οργής:

Ο Νίκος Ευαγγελάτος απευθύνεται στον δήμαρχο Ωρωπού, που προαναγγέλλει κινητοποιήσεις για τα αυξημένα διόδια:

«Εγώ λοιπόν θα σας πω εδώ [...], αν κλείσετε δρόμους, θα ’μαι απέναντι. Γιατί αυτό το πανηγύρι, με το όποιος έχει ένα πρόβλημα, να ταλαιπωρεί την κοινωνία, κάποτε πρέπει να το ξεχάσουμε. [...] Το κομμάτι “κλείνω δρόμο και η κοινωνία απέναντι” έχει, εμένα τουλάχιστον, απολύτως απέναντι! Φτάνει πια!» υψώνει τώρα τη φωνή ο Εισαγγελάτος.

«Η οργή, όταν έχεις οργή για το δίκαιό σου, δεν ξέρετε, κ. Ευαγγελάτε, πού φτάνει καμιά φορά...» αποτολμά ο δήμαρχος.

«Α όχι, τότε, δήμαρχέ μου, επειδή φαντάζομαι πως θες να κάνεις κινητοποιήσεις για να επανεκλεγείς κιόλας» τον πετάει στο καναβάτσο ο Ευαγγελάτος, «τότε, δήμαρχέ μου, αν η οργή δεν ξέρουμε πού φτάνει, να ’ρθούμε κι εμείς, που μπορεί να έχουμε ένα άλλο πρόβλημα σε μια πόλη, να δημιουργήσουμε σαματά ή ό,τι άλλο. Όχι, η οργή για ανθρώπους υπεύθυνους φτάνει όχι μέχρι όπου να ’ναι, φτάνει μέχρι ένα σημείο».

Ποιο σημείο; Ούτε αυτό μας το ’πε. Αρκεί όμως που ξέρουμε, και πάλι, πως υπάρχει. Όσο υπάρχει, ευτυχώς, Ευαγγελάτος. Ευαγγελάτοι.


Παραεπιστήμη και μνημόνιο

«Γάιδαρος εκ του αεί δαίρω, ερμάρι εκ του Ερμής» καυτηρίαζε τους παρετυμολόγους ο Ροΐδης, και ιδίως αυτούς που «ανίχνευαν» ελληνικές ρίζες και στις ξένες γλώσσες: «το γερμανικόν Gasterey (εστιατόριον) εκ του γαστήρ, “διότι χάριν αυτής παρασκευάζονται τα συμπόσια”»! Δεν είναι καινούριο δηλαδή το σπορ, συχνά άλλωστε, πέρα από τα προφανή φαιδρά, δίνει και γοητευτικούς καρπούς: νά, αυτός ο άνθρωπος που βγαίνει, λέει, από το άνω θρώσκων, που όλο κοιτάει παναπεί ψηλά, ζει και βασιλεύει, ανίκητος από την επιστήμη, ακόμα και τον Μπαμπινιώτη («αβέβαιου ετύμου» γράφει), γιατί, αν δεν ήταν άνω θρώσκων, τι άνθρωπος στην ευχή θα ήταν!

Τα προφανή, είπαμε, ο ήλιος που «κινείται» μπρος στα μάτια μας, από ανατολή έως δύση… Κάποτε, εννοείται, όντως επιστήμες τα έλεγαν κι αυτά, προχώρησαν όμως στο μεταξύ, και έτσι, μας άρεσε δεν μας άρεσε, δεχτήκαμε ότι ο ήλιος δεν κινείται! Γιατί εκεί, πώς να τα βάλεις με τη φυσική επιστήμη. Όμως την επιστήμη της γλώσσας, αυτήν ο καθένας μπορεί να τη γράφει στα παλιά του τα παπούτσια, αφού ο καθένας τα της γλώσσας τα κατέχει γονιδιακώς.

Πρώτος εδώ ο Άδωνης, με ντοκτορά στην παρετυμολογία, πλ-πλ κάνει, έλεγε, το κύμα, και νά το πέλαγος.

Ε, θα ’χανε την ευκαιρία, αν έβρισκε και στήριγμα στους αρχαίους μας προγόνους; Είδε λοιπόν πως γράφει κάπου ο Στοβαίος πως γράφει κάπου ο Θεμίστιος, ρήτορας και φιλόσοφος του 4ου αιώνα μ.Χ., απ’ τους μινόρες, όπως και να το κάνουμε, ότι γενέθλιος είναι η μέρα που γεννά τους άθλους. Και η χαρά του Άδωνη: Πήρε αγκαζέ Θεμίστιο, και πού τον πήγε; Στο μνημόνιο. Διαβάστε τώρα και φανταστείτε: πρόσωπο, φωνή, ηχόχρωμα, τα ξέρετε, προσθέστε παύσεις, αυξομειώσεις της φωνής, κρεσέντα, και ιδού, επιθεωρησιακό νούμερο πρώτης:

 «Τι στ’ αλήθεια σημαίνει η γενέθλιος ημέρα; Την ονομάζουμε γενέθλιο ημέρα, γενέθλια ημέρα, γιατί; διότι είναι η μέρα που γεννά τους άθλους, ο άθλος είναι κόπος: οι άθλοι του Ηρακλέους· ο άθλος είναι ο κόπος. Η μέρα που γεννά τους άθλους, λέει ο Θεμίστιος, είναι η γενέθλιος ημέρα. Δηλαδή, ότι απ’ την ημέρα εκείνη και μετά, αδελφέ, κοπιάζεις· μην περιμένεις να σου ’ρθουνε τα πράγματα εύκολα, μην γκρινιάζεις όλη την ημέρα γιατί είναι δύσκολα, μην καταριέσαι την άθλια τη μοίρα σου για το μνημόνιο, μην αναπαράγεις συνέχεια τη μιζέρια, διότι, αφού γεννήθηκες, και ήρθε η ημέρα η γενέθλιος των κόπων, από δω και μπρος θα κοπιάζεις. Στη λήξη αυτής της διαδρομής, από τη γενέθλιο ημέρα μέχρι την αναπόφευκτο ημέρα, για εμάς τους βροτούς, του θανάτου, η τελευταία ημέρα είναι η μέρα –προσέξτε, προσέξτε, και δένει το ένα με το άλλο– της αναπαύσεως. Ωραία. Εκόπιασες που εκόπιασες, πήγαινε τώρα για ξεκούραση: οδός αναπαύσεως».

Άδωνης, η γέφυρα η μετάγουσα τους εκ γης προς ουρανόν… Τους εκ μνημονίου προς ανάπαυσιν.

buzz it!