Η γιαγιά Παναϊτίτσα και ο Χρήστος
(από τα Στοιχήματα, Α΄)
«Πολυαγαπημένε μου αδελφέ Γιώργο», υπαγόρευε η
γιαγιά, «εύχομαι το γράμμα μου…», κι έγραφα εγώ, «Πολυαγαπημένε μου αδελφέ
Γιώργο, εύχομαι το γράμμα μου να σ’ εύρει καλά στην υγεία σου…» κτλ. Κι έπειτα
διάβαζα στη γιαγιά τι είχα γράψει, προσθέτοντας και δικά μου, για να την
πειράξω: «αφού έτσι μου είπες, βρε γιαγιά», επέμενα κι αποπάνω. Κι όταν ο
ταχυδρόμος έφερνε την καθυστερημένη απάντηση από τη μυθικά μακρινή τότε Αμερική,
πάλι της διάβαζα, έτρεχε να της διαβάσω, τα κλασικά: «Πολυαγαπημένη μου αδελφή,
υγείαν έχω, το αυτό επιθυμώ και για εσάς…», πάλι προσθέτοντας δικά μου, που
άλλοτε τα καταλάβαινε αμέσως: «αχ, παλιόπαιδο», άλλοτε αργούσε να το πάρει
χαμπάρι, και ξεκαρδιζόμουν στα γέλια εγώ.
Αυτός ο «αδελφός Γιώργος», χαμένος για χρόνια στην
Αμερική, ούτε γράμμα ούτε γραφή –«ας είναι στον αέρα της γης, κι ας μη γράφει»
έλεγε η μάνα του, μάνα της γιαγιάς, παροιμιακή πια φράση μέσα στην οικογένεια,
την παρέλαβε η δικιά μου μάνα, προσαρμόζοντάς την: «ας είσαι στον αέρα της γης,
κι ας μην έρχεσαι», μου έλεγε… αυτός λοιπόν ο αδελφός Γιώργος, που προκοπή δεν
φαίνεται να ’κανε στην Αμερική, κι ήρθε πολύ αργότερα ένα, μοναδικό και σύντομο
ταξίδι στην Ελλάδα κι έμεινε σπίτι μας, είχα φύγει πια εγώ από καιρό, έτσι δεν
τον είδα ποτέ, τι περίεργο, αυτόν που του ’γραφα και διάβαζα επί χρόνια κάποτε
τα γράμματά του, είχε πεθάνει νομίζω κι η γιαγιά, πήγε ο γέρων και στο χωριό,
κυκλοφορούσε, λένε, αραιά κι από μακριά, σαν να ντρεπόταν, γιά δες, ολοζώντανος
ξαφνικά ο «Αμερικάνος» του Παπαδιαμάντη, αυτός λοιπόν ο θείος Γιώργος ήταν η
πρώτη εικόνα «ξενιτιάς» που είχα –γιατί ο θείος Βασίλης, αδερφός του πατέρα μου
αυτός, στη Βραζιλία, ήταν άλλο πράμα, αυτός έκανε και με το παραπάνω προκοπή,
κοτζάμ εργοστάσιο ανταλλακτικών αυτοκινήτων, και κρατούσε τακτική επαφή, συχνά
πυκνά κατέφταναν τα γράμματά του με φανταχτερά, πολύτιμα για τις συλλογές μας
γραμματόσημα και με τα νέα του που μας έκαναν και καμαρώναμε, ερχόταν και στην
Ελλάδα, και μέναν πάντα, νομίζω, σπίτι μας, με τη θεία Χρυσούλα και τα δυο τους
κορίτσια, και με βαλίτσες τα δώρα, χαράς ευαγγέλια, τι πιάτα τοίχου με
συνθέσεις από βαλσαμωμένες εξωτικές πεταλούδες, τι 45άρια δισκάκια, προπαντός
αυτά, η Βιολετέρα με τη Σαρίτα Μοντιέλ, λατινοαμερικάνικα συγκροτήματα βεβαίως,
γνωστές άριες και χορωδιακά, Ναμπούκο υποθέτω, τα ’χω ακόμα σε κάποιο ντουλάπι,
να θυμηθώ να τα κοιτάξω, να προσθέσω εδώ κάναν τίτλο ακόμα… Έτσι λοιπόν η
εικόνα της μετανάστευσης ήταν κατεξοχήν ο θείος Γιώργος: αυτός ήταν τα ξένα, η
ανύπαρκτη πρώτα και έπειτα η αραιή και δύσκολη επικοινωνία, το άπιαστο τη φορά
αυτή αμερικάνικο όνειρο.
Ξενιτιά λοιπόν, ιδίως για ένα μικρό παιδί, και
μάλιστα τις προκατακλυσμιαίες εκείνες εποχές, πριν έρθει η τηλεόραση και τα
άλλα μέσα ενημέρωσης και επικοινωνίας, πριν από τα σχολεία και τα διαβάσματα,
ήταν οι λιγοστές παραστάσεις του καθενός, το μισοερημωμένο χωριό που βλέπαμε
όταν πηγαίναμε τα καλοκαίρια, οι ιστορίες που ακούγαμε να λένε οι μεγάλοι
μεταξύ τους για τους ξενιτεμένους, τα γράμματα που υπαγόρευε η γιαγιά.
Γιατί είναι γνωστό, όλες οι γιαγιάδες του κόσμου
υπαγόρευαν, και με τον ίδιο τρόπο, στα εγγόνια τους, και με τον ίδιο τρόπο θα
πείραζαν τα εγγόνια όλου του κόσμου τις γιαγιάδες τους. Τις γιαγιάδες που δεν
ήξεραν γράμματα, όπως συχνά και οι μανάδες. Που υπαγόρευαν το γράμμα, την
«πικρή γραφή», για τον ξενιτεμένο γιο, ή για τον στρατευμένο, άλλο κεφάλαιο
όμως αυτό, τον ξενιτεμένο αδερφό, πατέρα, σύζυγο…
Αυτό που δεν ξέραμε είναι ότι γιαγιάδες και μανάδες,
παππούδες και πατεράδες θα ’μασταν κάποτε κι εμείς οι ίδιοι, και δεν εννοώ τόσο
σε ηλικία, βιολογικά, όσο ότι θα φτάναμε να γράφουμε, εμείς, σε δικούς μας
τώρα, καινούριους ξενιτεμένους, πως θα ξανάχαμε δηλαδή τώρα πίσω πίσω
μετανάστευση, και θ’ αποχαιρετούσαμε κι εμείς με τη σειρά μας, παιδιά, τα
παιδιά μας, παιδιά φίλων, φίλους μικρούς… Και θ’ αρχίζαμε τα γράμματα… που,
εγγράμματοι εμείς, θα τα γράφαμε μόνοι μας. Και θα ’τανε τα γράμματα τώρα άλλης
λογής, ιμέιλ που φτάνουν αστραπή, χώρια τα άλλα μέσα, skype π.χ., να βλέπεις κιόλας τη μορφή του άλλου, μπροστά σου, στον υπολογιστή,
κι αυτή η μέγιστη κι ευλογημένη ευκολία να μην αφήνει περιθώριο στο άλλο
ευλογημένο, το μελό, που εκτονώνει και λυτρώνει, καλυμμένο πίσω από τις παλιές,
στερεότυπες φόρμες της επιστολογραφίας: «Πολυαγαπημένε μου φίλε Χρήστο, εύχομαι
το γράμμα μου…»
Αλλά τι γράμμα, φίλε Χρήστο, που ξεκίνησα να σου
γράφω, για να το βάλω έπειτα ποστ στο μπλογκ, δημόσιο γράμμα λοιπόν, νά μια
σημαίνουσα αλλαγή, που επηρεάζει αυτομάτως, αν δεν καθορίζει κιόλας, το είδος
της γραφής, του γράμματος, ποιου γράμματος, του ποστ λοιπόν.
Γιά πάμε:
«Πολυαγαπημένε μου φίλε Χρήστο, εύχομαι το ποστ
μου…» Κοίτα να δεις! Απόσταση μερικών δεκαετιών, και η άφατη τότε τρυφερότητα
γίνεται τώρα, στη μεταφορά της, μάλλον στην προσαρμογή της, κωμική, σχεδόν
γελοία.
Παύση. Και
Αμάν, μωρέ Χρήστο, κοντά δυο βδομάδες το παιδεύω
αυτό το «γράμμα», το παιδεύω τρόπος του λέγειν, το ανοίγω και το κλείνω κάθε
μέρα, άλλοτε διαβάζω όσα έχω γράψει, άλλοτε όχι, όπως τ’ ανοίγω, έτσι το
κλείνω, άλλοτε προσθέτω καμιά φράση, δεν ξέρω καν αν το τελειώσω: το άρχισα τη
μέρα που ’φυγες, σε σκεφτόμουν έτσι όπως θα είσαι μέσα στο αεροπλάνο, κι έλεγα
να το γράψω να το βρεις μόλις φτάσεις κι ανοίξεις υπολογιστή, είχα έτσι τράτο
και την επομένη, τόσο μακρύ που είναι το ταξίδι για Αυστραλία, έπειτα είπα, τι
σημασία έχει, δε βαριέσαι, όποτε το γράψω, και σου στέλνω μετά το λινκ, να
μπεις να το διαβάσεις στο μπλογκ –αφού θα το ’χουν βέβαια στο μεταξύ διαβάσει
άλλοι, σκέφτομαι τώρα, άρα τι θα γράψω; την ιστορία ενός νέου ενγένει που
φεύγει σήμερα μετανάστης; την ιστορία του συγκεκριμένου Χρήστου, ό,τι ξέρω,
εννοείται, αλλά μπα, όσο δημόσιο κι αν θα ’ναι άλλο τόσο θα ’ναι και προσωπικό
το γράμμα, άρα μάλλον τα δικά μας θα γράψω, τις πλάκες μας δηλαδή στην πισίνα,
άντε και καμιά συνέχεια με μακαρονάδα στο σπίτι, αλλά τι νόημα έχουν για τους
άλλους αυτά, όμως τότε τι στο καλό θα γράψω; Άσε, αφού δεν γράφτηκε στην ώρα
του το γράμμα-ποστ, όταν και αν καν γραφτεί, βλέπουμε… θα δούμε…
Ξανά παύση, και ξαναπιάνοντας τάχα το νήμα,
στέκομαι εκεί που έλεγα πως τα παλιά κλισέ και οι τρόποι έδιναν χώρο στο
λυτρωτικό μελό, νά, γράφοντας αργά αργά και προσεχτικά, όπως παιδί εφαρμόζοντας
τα μαθήματα καλλιγραφίας που ’κανες στο σχολείο, θα ’ριχνες και το δάκρυ ή το
κλάμα σου, που θ’ απλωνόταν και θα στέγνωνε μέσα στον ατέλειωτο χρόνο, από το
γράψιμο και το ταχυδρομείο ώς την απάντηση που θα ’φερνε το νωρίτερο έπειτα από
έναν ολόκληρο μήνα στο σπίτι ο ταχυδρόμος. Τώρα, όπως είπαμε, ένα κλικ, και νά
τος ο άλλος φάτσα φόρα στην οθόνη του υπολογιστή, αρχίζετε τα γέλια και τις
μούτες, παναπεί τις αμηχανίες, η σύνδεση δεν είναι πάντα ιδανική, κλείνετε το
βίντεο, μένει το chat, γραπτά μηνύματα σε real time, και αυτή η ελάχιστη ψυχρότητα βάζει κάπως τα
πράγματα στη θέση τους, εσύ εδώ, ο άλλος εκεί…
Και δεν εικάζω, έτσι ακριβώς έγινε στην
πραγματικότητα με τον Χρήστο, αφού δεν τέλειωσε ποτέ το αρχινισμένο ποστ, και
κάποια στιγμή μπήκε οριστικά στην μπάντα, έτσι που όλο ανέβαλλες, να γράψεις ή
να μη γράψεις, τι, τα προσωπικά εντέλει, τις πλάκες είπαμε τις ατέλειωτες, το
θεοπάλαβο παιχνίδι που εκείνος έστησε απ’ τις πρώτες πρώτες συναντήσεις σας,
κόουτς σε ονόμασε, σουρεαλιστικό, κρατώντας για τον εαυτό του τον ρόλο του
μαθητή αθλητή, σουρεαλιστικό μόνο και που σας έβλεπε κανείς, αστέρι στο κολύμπι
αυτός και στα μισά σου χρόνια, άρχισες έτσι τάχα και τον μάλωνες που αργούσε
στην προπόνηση ή και δεν ερχότανε καμιά φορά και άρα τα παράτησε, κι εκείνος
σκάρωσε αμέσως πως εσύ τον άφησες, αναζητώντας τάχα νέα ταλέντα… όχι, εκείνος
σε απέλυσε από κόουτς, περνούσες στην αντεπίθεση εσύ, έπειτα μάλιστα από τόσες
νίκες που τον είχες οδηγήσει, τόσα μετάλλια, τόσα βάθρα, άκουγαν καμιά φορά
άλλοι από δίπλα ή στα ντους και απορυθμίζονταν, έτσι συνεχίστηκε το παιχνίδι,
έτσι το ξαναπιάνετε καμιά φορά και τώρα ακόμα…
Το ποστ
εντέλει έμεινε μισό, λίγο τεμπέλιασες, πιο πολύ θα δυσκολεύτηκες, τι τελικά να
γράψεις για κάποιον που πέρα απ’ τις πλάκες δεν τον γνώρισες σχεδόν, αφού ο
Χρήστος δεν μιλούσε για τον εαυτό του, άσε με εμένα, έλεγε, και μόνο ρωτούσε,
και δεν επέμεινες ποτέ εσύ, αφού πάντα του Χρήστου ήταν οι πρώτες κινήσεις, από
τον πρώτο χαιρετισμό ώς το «τι θα γίνει, ρε κόουτς, θα φάμε καμιά μακαρονάδα;»,
και φτάσαμε στον αποχαιρετιστήριο καφέ για να βγουν κάποια προσωπικά του, μη
χειρότερα, Χρήστο, που έπρεπε να φύγεις για να πεις δυο πράματα για σένα, άσε
που άλλα τα έμαθα αφού πια είχες φύγει, όταν π.χ. έγραψες σε κάποιο μέιλ πως,
άντε, να συμμαζευτείς λίγο, να βρεις ένα ρυθμό, να πιάσεις και κάνα πινέλο,
ποιο πινέλο, είπα, κι έτσι έμαθα, από Αυστραλία πια, πως κάτι λίγο ζωγραφίζει ο
Χρήστος, ή πως είχε κάνει ένα φεγγάρι Ισπανία, ποια Ισπανία, «α ρε κόουτς, αφού
όλο ξεχνάς, κι όλο με γράφεις, όταν σου μιλάω», εν πάση περιπτώσει ξέμεινε μισό
το ποστ, και τώρα που το ξανάπιασες, δεν θυμάσαι καν αν και πού είχες καταλήξει
πως θα έγραφες, τι ήταν καν εκείνο που τόσο σε πίεζε να γράψεις απ’ τη μια,
τόσο σε πλάκωνε απ’ την άλλη –τι; το βάρος, ο όγκος των συναισθημάτων που
γεννιόνταν ξαφνικά από την καινούρια συνθήκη, της μετανάστευσης, καταστάσεις
που δεν φανταζόσουν πως θα τις ζήσεις άμεσα εμπλεκόμενος, απ’ την πλευρά αυτή,
έτσι, με λέξεις, νά, όπως η «μετανάστευση» που μόλις είπες, που ηχούν περίεργα,
σαν ψεύτικες και εκτός τόπου, με δανεικό φορτίο και νόημα, γιατί φοβούνται ποιο
θα είναι τώρα το πραγματικό δικό τους!
Εν πάση περιπτώσει, κι ώσπου
να βρούμε άλλες τάχα λέξεις, πέρασε χρόνος ολόκληρος που έφυγε ο Χρήστος
μετανάστης, καλά τα πάει στο μεταξύ, όπως τα λέει κι όπως θέλω να πιστεύω, και
εγώ τώρα κάθομαι και γράφω, με τις παλιές εννοείται λέξεις, προσπαθώντας να
μπαλώσω το αρχικό γράμμα-ποστ, που ενώ το ’χα σχεδόν ξεχάσει, το ξέθαψα τις
προάλλες, καθώς μάζευα γι’ αυτό εδώ το βιβλιαράκι άρθρα μου για μεταναστευτικά,
και έτσι μου ’ρθε ξαφνικά πως ίσως εδώ να είναι τελικά η θέση αυτού του γράμματος
που δεν γράφτηκε ποτέ, γιατί μου έμοιαζε κάπως σόλοικο, βιβλίο για μετανάστες
και να λείπει ο Χρήστος, η αμεσότερη προσωπική μου σχέση με το θέμα, αυτός που
βρέθηκε να ενώνει τώρα πια το τότε, τις πρώτες μου εικόνες με τα γράμματα της
γιαγιάς, με εικόνες έπειτα άλλες, από την ενήλικη ζωή μου, με τους ξένους τώρα
μετανάστες που βρέθηκαν στα δικά μας μέρη, αντεστραμμένη δηλαδή η εικόνα, εμείς
η χώρα υποδοχής, εμείς η ξενιτιά για τους άλλους, εμείς ο πόνος τους κι η
εκμετάλλευση ώς και το μάτωμά τους, και τώρα πάλι ανάποδα η εικόνα, να
ξαναφεύγουν οι δικοί μας για μετανάστες.
Κι αυτή η μπερδεμένη συνθήκη αποτυπώθηκε μοιραία
και στο κομμάτι αυτό, έτσι κομματιαστά μάλιστα που είναι γραμμένο, ή έτσι
κομματιαστά που εκφράζει και δεν εκφράζει, που θέλει και δεν θέλει να εκφράσει
τα συναισθήματά του. Τι θέλει τότε ακριβώς, τι θέλει εντέλει το κομμάτι αυτό
εδώ μέσα; Νά. Στο τελευταίο μέιλ του ο Χρήστος έγραφε για τα προβλήματα που του
δημιουργούσε η ηλικιωμένη που μένει αποκάτω, που έκανε έπειτα σύμμαχό της και
τον διπλανό του: «kai ola ayta file ginontai giati to paizoun perhfanoi aystraloi pou den mporoun na anextoun xeno sthn polykatoikia tous!!!!» μεταφέρω κόπι-πέιστ τα γραφόμενά του.
Ναι, το κομμάτι αυτό έχει οπωσδήποτε τη θέση του
εδώ.