Ελεγεία για ένα καμαράκι - "Πρόσθεση όχι αφαίρεση..." - Balkanatolia, νά τη η πρόσθεση
(Εφημερίδα
των συντακτών, 6 Απριλίου 2013)
Ελεγεία για ένα καμαράκι
(φωτ. Εύα Καραϊτίδη, Δεκ. 2012) |
Δεν υπήρξα θαμώνας του βιβλιο-πωλείου της Εστίας στα
πρώτα νεανικά μου χρόνια, τότε που δένεται κανείς με πράγματα και τόπους, ένας
βιβλιόφιλος εν προκειμένω με τα βιβλία και με τον τόπο λατρείας τους. Το
βιβλιοπωλείο της Εστίας το γνώρισα πριν από 20 περίπου χρόνια, σαν συνεργάτης
των οικείων εκδόσεων ––γιατί πελάτης βιβλιοπωλείων δεν ήμουν πια, σχεδόν ούτε
καν αναγνώστης. Έτσι, δεν ήμουν συναισθηματικά δεμένος με το ιστορικό βιβλιοπωλείο
που έκλεισε τις μέρες αυτές.
Όμως στο βάθος, σ’ ένα καμαράκι τόσο δα, ήταν ο
απέραντος κόσμος της εκδότριας Μάνιας Καραϊτίδη. Χρώμα βαθύ κεραμιδί, με το
σκούρο καφέ του γραφείου, του δερμάτινου καναπέ και της μεγάλης πολυθρόνας, κι
όμως γεμάτο φως ––της κυρίας Μάνιας. Κατάφορτο πίνακες, αντικείμενα, δώρα,
δωράκια, παραδωράκια, στοίβες χαρτιά, βιβλία, βιβλία, κι όμως μια τεράστια
ανοιχτωσιά ––της κυρίας Μάνιας. Ήταν βέβαια και το μεγάλο τζαμωτό παράθυρο ώς
πέρα, που έβλεπε στον άναρχα πρασινισμένο ακάλυπτο. Όμως το φως, το ξαναλέω,
ήταν της κυρίας Μάνιας.
Έμπαινα πάντα στο βιβλιοπωλείο βιαστικά, δυο
βιαστικές κουβέντες, που εξαργυρώνονταν με φωτεινά χαμόγελα, πρώτα απ’ τον
Χρήστο, έπειτα απ’ τη Μαρία, μετά απ’ τον Πάνο, και γρήγορα στο καμαράκι. Στον
μεγάλο και πλούσιο κόσμο. Όπου είχε πάντα ζεστό καφέ, είχε ρακή, ξηρούς
καρπούς, είχε το πλατύ γέλιο της κυρίας Μάνιας, ζεστές κουβέντες, τα νέα «του
χώρου» με συνωμοτικό ύφος, και πάλι το πλατύ πλατύ γέλιο.
Αυτό το καμαράκι θα μου λείψει. Ένα καμαράκι θαρρείς
κρεμαστό, δεν ξέρω γιατί το ’βλεπα έτσι, μέσα στο κέντρο της πόλης, σαν τον
οργιαστικό κρεμαστό κήπο της λαμπερής Κάθριν Χέμπορν, στο «Ξαφνικά πέρσι το
καλοκαίρι» του Τενεσσή Ουίλλιαμς.
Α, κυρία Μάνια Χέμπορν, θα μας λείψει ο κήπος σας!
«Πρόσθεση όχι αφαίρεση…»
«Πρόσθεση όχι αφαίρεση, πολλαπλασιασμός όχι
διαίρεση» είναι ο ευρηματικός τίτλος του προγράμματος για την εκπαίδευση των
παιδιών της μουσουλμανικής μειονότητας στη Θράκη. Ένα πρόγραμμα που με σύγχρονο
εποπτικό υλικό, καινούρια βιβλία, ειδικά προγράμματα και παιχνίδια σε
υπολογιστές, έως πουλμανάκι που πηγαίνει, ναι, και βρίσκει αυτό τους μαθητές
στα απομονωμένα ορεινά χωριά, αντιστρατεύτηκε στην πράξη την πολιτική
διακρίσεων που πάγια ακολουθείται στη χώρα μας, όταν πρόσφατα ακόμη μπάρες
απαγόρευαν την ελεύθερη διακίνηση ανάμεσα στις κοινότητες. Και με την
εμπνευσμένη διεύθυνση των χαλκέντερων, θα πω, κι ας μη μ’ αρέσει η λέξη, Άννας
Φραγκουδάκη και Θάλειας Δραγώνα, το συγκεκριμένο πρόγραμμα άνοιξε τις πόρτες
της εκπαίδευσης στα μουσουλμανόπαιδα, και τράβηξε σιγά σιγά ακόμα και τις
μανάδες τους, που κάθισαν στα θρανία να μάθουν κι αυτές ελληνικά, άνοιξε δηλαδή
τις πόρτες στη ζεστασιά και την εμπιστοσύνη, μοναδικό θεμέλιο για τη δύσκολη
συνύπαρξη, εκεί πάνω, μουσουλμάνων και χριστιανών.
Το ξεθαρρεμένο
πια βλέμμα είναι πιο συγκινητικό κι από τα
εντυπωσιακά αποτελέσματα του προγράμματος, όπως εκφράζονται από τη
θεαματική αύξηση των ποσοστών προσέλευσης και κυρίως παραμονής στο σχολείο, που
άλλοτε το εγκατέλειπαν από τις πρώτες τάξεις.
Η πρόσθεση
έπιασε, ο πολλαπλασιασμός επίσης.
Balkanatolia, νά τη η πρόσθεση
Την περασμένη
Παρασκευή το πρόγραμμα εκπαίδευσης μουσουλμανοπαίδων γιόρτασε τα 15 του χρόνια,
με εισηγήσεις και ομιλίες, ως είθισται, που επικυρώθηκαν απρόσμενα και
πανηγυρικά από το συγκρότημα Balkanatolia, που δημιουργήθηκε το 1995 στη Ροδόπη
από μέλη της μειονότητας και της πλειονότητας:
Χαλήλ
Μουσταφά, Δημήτρης Μπρέντας, Οζκάν Ρούσεν, Αλέξανδρος Πισκιούλης, Βεϊσέλ Αχμέτ,
Δημήτρης Σαρλάνης, Μεχμέτ Μουσταφά, Ισμαήλ Αχμέτ, με ελληνικά καλύτερα από τα
δικά μας οι «ξένοι», με σάζια, γκάιντες, κλαρίνα, ηλεκτρικές κιθάρες, ηλεκτρικά
μπάσα, βιολιά, τουμπελέκια, μπεντίρ, σε τραγούδια μικρασιάτικα, τουρκικά,
θρακιώτικα, ποντιακά, βουλγάρικα, τσιγγάνικα, αλεβίτικα, άλλοτε ροκάροντας,
άλλοτε σεβαστικά, και πάντα με κέφι δαιμονικό.
Νά τη η
πρόσθεση κι ο πολλαπλασιασμός, που επαγγέλλεται και το πρόγραμμα, από τα μικρά
μεγάλα θαύματα που γίνονται πάντα τριγύρω μας χωρίς να τα παίρνουμε είδηση, και
πρέπει τότε να τα λέμε και δυο και τρεις φορές, όχι μόνο σαν ένα ευχαριστώ σ’
αυτούς που τα κάνουν, αλλά και για να παίρνουμε λίγο τ’ απάνω μας κι εμείς.