29/1/08

8. Υπέρ ελληνικού αλφαβήτου

Τα Νέα, 3 Ιουλίου 1999

Το ελληνικό αλφάβητο μας ανοίγει, οσοδήποτε ατελώς, τα μυστικά του ξένου ονόματος, και παρέχει στους αναγνώστες τη δυνατότητα να διαβάσουν όλοι, ειδικοί και μη, το ίδιο όνομα με τον ίδιο τρόπο

Στο τεύχος των Προσώπων της 19ης Ιουνίου βρεθήκαμε απρόσμενα συγκάτοικοι ο Δημοσθένης Κούρτοβικ και εγώ, με θέμα τη μεταγραφή των ξένων ονομάτων στα ελληνικά: Ο Δημ. Κούρτοβικ απαντούσε σε προηγούμενη επιφυλλίδα μου, όπου τόνιζα ότι ακολουθούμε τη φωνητική και το αλφάβητο της γλώσσας στην οποία μιλούμε και γράφουμε, ενώ τώρα συνέχιζα σχετικά με τον τρόπο της μεταγραφής. Θεωρώ ευτυχή τη σύμπτωση αυτή, που, αν δεν αναδεικνύει πάντοτε σύμπτωση απόψεων, μαρτυρεί οπωσδήποτε κοινό προβληματισμό.

διαβάστε τη συνέχεια...

Θα εκμεταλλευτώ την ευκαιρία που μου δίνει το κείμενο του Δημ. Κούρτοβικ, και μαζί την ανοχή του περιοδικού και του αναγνώστη, για να επανέλθω στο εξαιρετικά περίπλοκο αυτό θέμα.

Πρώτα η ξενική προφορά. Ο Δημ. Κούρτοβικ δέχεται ότι «το να λέμε π.χ. “το bleu χρώμα” προδίδει ξιπασιά», προκειμένου όμως για τα ξένα κύρια ονόματα θεωρεί ότι «ο φωνητικός εξελληνισμός τους δεν έχει νόημα και η σωστή προφορά τους θα έπρεπε να είναι ευκταία, αντί καταδικαστέα».

Από αυτό τον εφιάλτη εγώ ας βγω: Από τις ισπανογερμανόγλωσσες αθλητικές μεταδόσεις έως τις ακόμη και ρωσόγλωσσες καλλιτεχνικές μεταδόσεις, όπου συχνά δυσκολεύομαι να αναγνωρίσω γνωστά μου ονόματα καθώς τα ακούω με πιστή ξενική προφορά. Ή από δελτίο ειδήσεων όπου προφέρεται σε άπταιστα γαλλικά ο Chirac=Σιγάκ, με παχύ σίγμα και γαλλικό ρο, πλάι όμως σε ελληνοπρεπέστατο Κλίντον και Μπλαιρ. Όσα ξέρει δηλαδή ο καθένας, που τα απευθύνει κατά κύριο λόγο σε όσους επίσης ξέρουν. Δεν είναι γλώσσα όμως, σκέφτομαι, αυτή, παρά ιδιόλεκτος· δεν είναι γλώσσα αυτή η οποία δεν απευθύνεται αυτομάτως σε όλους τους ομόγλωσσους χρήστες, αυτή η οποία τους στερεί ακόμα και την πληροφορία, ή τους τη δίνει σφραγισμένη ώστε να μην μπορούν να την προσοικειωθούν, και να τη μεταφέρουν λ.χ. και αυτοί με τη σειρά τους.

Και σκέφτομαι απ’ την άλλη τον Γερμανό, που δυσκολεύεται να προφέρει το δέλτα, τον Γάλλο, που δυσκολεύεται να προφέρει το ρο ή το χι, τον Ισπανό, που δυσκολεύεται να προφέρει το ζήτα και το ψι. Σκέφτομαι τα διαφορετικά λάμδα, ρο και ταυ στον Έλληνα και στον Άγγλο, που οφείλονται στη διαφορετική κάθε φορά τοποθέτηση της γλώσσας στη στοματική κοιλότητα –τις διαφορετικές «αρθρωτικές συνήθειες», όπως λένε οι γλωσσολόγοι. Με πόσες γλώσσες στην κατοχή του, σε ποια γλώσσα και με ποια φωνητική πρέπει να μιλάει ο Έλληνας, εντέλει σαν ξενόγλωσσο βιογραφικό λεξικό; Δηλαδή στο άλλο –αλλά εξίσου γελοίο, φοβούμαι– άκρο από τους Γάλλους, που προφέρουν Φρεντ, Μπακ και Σαμπρέν, Μιαμί και Ντυνίλ, και πασχίζεις να ανακαλύψεις ότι πρόκειται για τον Φρόυντ, τον Μπαχ και τον Σεμπρούν, για το Μαϊάμι και τα τσιγάρα Ντάνχιλ.

Ο Δημ. Κούρτοβικ θεωρεί πρακτικά ανεφάρμοστη την παλαιά λύση να μεταγράφονται τα ξένα ονόματα στα ελληνικά και να δίνεται σε παρένθεση η ξένη γραφή, και πιστεύει ότι συνέπεια επιτυγχάνεται μόνο με την ξενογράμματη γραφή. Βρίσκει όμως ότι «τα αλφαβητικώς μεικτά κείμενα που προκύπτουν έχουν πράγματι κάτι το απωθητικό», και καταλήγει να προτείνει σαν «καλύτερη λύση» τον «εμπλουτισμό του ελληνικού αλφαβήτου με σύμβολα που αποδίδουν βασικούς ξένους, αλλά και ελληνικούς φθόγγους ή συμπλέγματα φθόγγων».

Οι λόγοι όμως που πρέπει να οδηγούν τους Έλληνες χρήστες στη χρήση της ελληνικής γραφής δεν χρειάζεται να είναι αισθητικοί ούτε ιδεολογικοί («οπτικά αφελληνισμένη» εικάζει ο Δημ. Κούρτοβικ ότι βρίσκω εγώ τη σελίδα με τα ξενογραμμένα ονόματα, και χαρακτηρίζει «παρανοϊκή ελληνοπρέπεια» την κριτική αντιμετώπιση όσων μιλούν με ξενική προφορά). Επιμένω ότι οι λόγοι είναι πρακτικοί· ή, αν είναι ιδεολογικοί, είναι μόνο για να τονίσουν το πρωταρχικό δικαίωμα του αναγνώστη στην ανάγνωση.

Κατά τον Δημ. Κούρτοβικ, για τη μεταγραφή στα ελληνικά απαιτείται «απέραντη γλωσσομάθεια» από τον μεταφραστή. Άποψή μου όμως είναι ότι αποτελεί βασική υποχρέωση του μεταφραστή να βρίσκει την προφορά των ξένων ονομάτων, όσες δυσκολίες κι αν συνεπάγεται αυτό. Δηλαδή από τον μεταφραστή απαιτείται επίπονη, έστω, έρευνα (συχνά, πάντως, αρκεί ένα τηλεφώνημα κι ένα φαξ στην ξένη πρεσβεία)· διαφορετικά, η «απέραντη γλωσσομάθεια» απαιτείται –πράγμα άτοπο– από τον αναγνώστη. Ούτως ή άλλως, και σ’ αυτή την περίπτωση και στο καθαρώς επιστημονικό έργο, όπου είναι περισσότερο δικαιολογημένη η ξενογράμματη γραφή,* αναγνωρίζουμε τη δυσκολία του ενός, του μεταφραστή ή του συγγραφέα, και παραγνωρίζουμε τη δυσκολία των πολλών. Χώρια που και αυτός ο ένας σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, ως αναγνώστης, είναι «από τους πολλούς».

Τελικά, έστω για να αποφευχθεί ο «απωθητικός» χαρακτήρας των «μεικτών κειμένων», ο Δημ. Κούρτοβικ εγκαταλείπει την ξενογράμματη γραφή υπέρ της ελληνικής, αλλά με εμπλουτισμένο το αλφάβητό μας. Όντως, θεωρητικά πρόκειται για ιδεώδη λύση. Και θυμίζω το παράδειγμα της εγκυκλοπαίδειας του Ελευθερουδάκη, με τους «επιστιγμένους» χαρακτήρες: μια τελεία πάνω από το γράμμα β, για να δηλώνει το b· μια τελεία πάνω από το γ, για να δηλώνει το g· και πάνω από το δ, για το d. Έμεινε πάντως χωρίς συνέχεια η λύση αυτή, ακόμη και σε επίπεδο λεξικών, εγχειριδίων και εγκυκλοπαιδειών.

Αν όμως θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές, δύσκολα θα φανταστούμε μια μεταρρύθμιση του αλφαβήτου ώστε να αποδίδονται όλοι οι φθόγγοι όλων των γλωσσών. Κάτι που δεν γίνεται ούτε στις ξένες γλώσσες, κι ας έχουν κοινό το λατινικό αλφάβητο. Οι Άγγλοι αίφνης δεν έχουν τρόπο να αποτυπώσουν το γαλλικό u. Αλλά κι εκεί που έχουν τρόπο, και μάλιστα για φθόγγους που υπάρχουν και στη γλώσσα τη δική τους, δεν το κάνουν: π.χ. μεταφέρουν κατά κανόνα τον Ντβόρζακ (Dvořák) χωρίς το ανάποδο «καπελάκι» στο r, αυτό που υποδεικνύει ακριβώς το ζήτα, αλλά και χωρίς να γράψουν πολύ απλά: Dvorzak.** Και είναι πλήθος οι χαρακτήρες σε πλήθος γλώσσες (σουηδικά, τουρκικά, πολωνικά κ.ά.) οι οποίοι μεταφέρονται, αναπόφευκτα, στα «κυρίαρχα» αγγλικά και γαλλικά (απ’ όπου τα εισάγουμε κατόπιν εμείς) χωρίς τα απαραίτητα σημάδια που τους προσδίδουν τη συγκεκριμένη φωνητική αξία τους.

Πώς διαβάζουν λοιπόν οι ξένοι, παρά το λατινικό αλφάβητό τους (ή μήπως εξαιτίας του;), πώς διαβάζει ο Άγγλος τα γαλλικά ονόματα αν δεν ξέρει γαλλικά, ο Γάλλος τα αγγλικά κ.ο.κ. Ίδια μ’ εμάς, ή και χειρότερα. Λέω χειρότερα, γιατί εμείς, με τα μισά ξένα ονόματα εξελληνισμένα και τα άλλα μισά να γράφονται στις εφημερίδες και σε πολλά βιβλία στα ελληνικά, ή και στα ελληνικά, έχουμε ήδη αποκρυπτογραφήσει αυτό που κρατάει επτασφράγιστο η ξενογράμματη γραφή. Ας μου επιτραπεί να το τονίσω αυτό, γιατί φοβούμαι ότι γενικά μας διαφεύγει: ότι δηλαδή το ελληνικό αλφάβητο μας ανοίγει, οσοδήποτε ατελώς, τα μυστικά του ξένου ονόματος, και παρέχει στους αναγνώστες τη δυνατότητα να διαβάσουν όλοι, ειδικοί και μη, το ίδιο όνομα με τον ίδιο τρόπο: Σάρα Βων θα διαβάσει ο Έλληνας αναγνώστης τη γραμμένη στα ελληνικά Sarah Vaughan, για να χρησιμοποιήσω παλιό παράδειγμά μου, εκεί που ο Γερμανός, αν δεν την ξέρει ήδη, θα ψάχνει κάποια «Φάουγκαν» και ο Γάλλος τη «Βωγκάν».

Για να μη διαβάζουμε λοιπόν «Βώγκαν» τη Βων, «Κίρκεγκααρντ» τον Κίρκεγκωρ, «Τεσνιέρ» τον Τενιέρ, αρκεί να χρησιμοποιούμε απλώς το αλφάβητο το ελληνικό, και βέβαια να κοπιάσουμε λίγο παραπάνω οι εντεταλμένοι λόγω επαγγέλματος να κοπιάζουμε, να διακινδυνεύσουμε ακόμη και το λάθος, παρά να μετακυλίουμε το πρόβλημα ή να το αγνοούμε. Μα πρώτα απ’ όλα απαιτείται κάποια μετατόπιση στα αυτονόητά μας, αυτά που προϋποθέτουν δεδομένη τη γνώση, γνώση ξένων γλωσσών και γενικότερα εγκυκλοπαιδική, αυτά που αρχίζουν τον κύκλο από τον εαυτό μας και πάλι εκεί τον κλείνουν.


* Εδώ θα ήθελα να επισημάνω ότι στις εκδόσεις του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας, εκδόσεις κατεξοχήν επιστημονικού βιβλίου, εφαρμόζεται εδώ και χρόνια η λύση της μεταγραφής στα ελληνικά, με παρένθετη την ξένη γραφή. Και το επισημαίνω για έναν ακόμα λόγο, επειδή ο ίδιος, 20 χρόνια πριν, είχα υιοθετήσει στις εκδόσεις αυτές την ξενογράμματη γραφή των κυρίων ονομάτων, πριν διαπιστώσω το αδιέξοδό της.

** Dvorak μάλιστα το μεταφέρουμε πολλές φορές κι εμείς, από τα αγγλικά, και φτάνουμε έτσι να πούμε και να γράψουμε έπειτα στα ελληνικά: «Ντβόρακ»!

buzz it!

9. Η αιωνίως θνήσκουσα γλώσσα!

Τα Νέα, 17 Ιουλίου 1999

«Αφού τόσα και τόσα γράφηκαν τον τελευταίον καιρό από ειδικούς και μη –και προπάντων τους τελευταίους– για την καταστροφή της φυλής και της Εκκλησίας, για την επίσημη γλώσσα που γράφομε, τη γλώσσα την εθνική και τη γλώσσα του Ευαγγελίου, θα ήταν, νομίζω, ακόμη επίκαιρο να εξακριβωθεί ποια είναι η γλώσσα αυτή, η γλώσσα του Ευαγγελίου, και τι θέση παίρνει στην ιστορία της ελληνικής γλώσσας και φιλολογίας.»

διαβάστε τη συνέχεια...

Έτσι αρχίζει ένα σύντομο κείμενο του Μανόλη Τριανταφυλλίδη με τίτλο «Τα Ευαγγέλια και ο αττικισμός», και με κόπο απέφυγα το τετριμμένο τέχνασμα να παραλείψω δύο όλες κι όλες λέξεις, εν προκειμένω τις λέξεις «του Ευαγγελίου», και να παραπλανήσω προς στιγμήν τον αναγνώστη ότι διαβάζει κείμενο σημερινό.

Ο αναγνώστης έχει οπωσδήποτε δική του αντίληψη για τα «τόσα και τόσα που γράφηκαν τον τελευταίον καιρό» για την καταστροφή της φυλής και της Εκκλησίας, και προπαντός της γλώσσας. Ίσως όμως δεν έχει πάντοτε και την αντίληψη ότι αυτός ο «τελευταίος καιρός» εκτείνεται όσο πίσω μπορεί να ανατρέξει ο ίδιος, ανάλογα με την ηλικία του, τη μνήμη ή τη γνώση του. Αρκεί λίγο να προσέξει και θα δει: σε κάθε λογής έντυπα και σε κάθε λογής κείμενα, άρθρα, σχόλια, ακόμη και σε ευθυμογραφικές στήλες ή και σε γελοιογραφίες, σε συνέδρια και σε συμπόσια, κάθε επισήμανση γλωσσικής παρεκτροπής συνοδεύεται από αποφάνσεις για το θάνατο, για το τέλος της γλώσσας, συχνά και του έθνους ολόκληρου.*

Παντού, δηλαδή, και σχεδόν αδιαλείπτως. Ενδεικτικά σταθμεύουμε στο 1913, τότε που δημοσιεύεται το κείμενο του Τριανταφυλλίδη, πιο πριν από την εποχή που η Εστία και η Καθημερινή αλληλοκαταγγέλλονταν για αγλωσσία, πιο πριν από την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Παπανούτσου, πολύ πιο πριν από τα μεταπολιτευτικά χρόνια με την κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων στο πρωτότυπο, ή από το 1982 με την καθιέρωση του μονοτονικού, ή από τα τελευταία χρόνια κι από τη χτεσινή εφημερίδα μας.

Και μέσα από τον Τριανταφυλλίδη οδηγούμαστε στον 2ο αιώνα μ.Χ., να φανεί έτσι ότι ο ολοφυρμός για την καταστροφή της γλώσσας είναι κυριολεκτικά προαιώνιος.

Το 1913, τότε που δημοσιεύεται το κείμενο του Τριανταφυλλίδη στο αλεξανδρινό περιοδικό Γράμματα και κυκλοφορεί σε ανάτυπο από τα «Τυπογραφικά καταστήματα Κασιμάτη και Ιωνά, Αλεξάντρεια», «τιμή 15 λ.», έχει περάσει λίγο παραπάνω από μια δεκαετία από τα περίφημα Ευαγγελικά του 1901 και είναι ακόμη πρόσφατες οι έρευνες που αποδεικνύουν το γνωστό και αναντίλεκτο σήμερα, ότι η γλώσσα των Ευαγγελίων είναι η «κοινή» της εποχής, παιδί της λεγόμενης «κλασικής αρχαίας ελληνικής» –αποπαίδι όμως, σύμφωνα με τους αττικιστές. Αυτή την αντίδραση των λογίων της εποχής στη «βάρβαρη» γλώσσα που μιλιόταν και γραφόταν τότε παρουσιάζει ο Τριανταφυλλίδης, χρησιμοποιώντας σαν χαρακτηριστικότερο εκπρόσωπο τον Φρύνιχο, αττικιστή του 2ου αιώνα.

Δίνω ασχολίαστα ορισμένα αποσπάσματα από το κείμενο του Τριανταφυλλίδη, που μπορεί να διαβαστεί σαν παραβολή –καθώς είμαστε στο χώρο της Καινής Διαθήκης– και έτσι να υποκαταστήσει, ιδίως σε μια εφημερίδα, πλήθος κείμενα για την εξελικτική πορεία των γλωσσών, για τη συγχρονική και διαχρονική θεώρηση της γλώσσας κτλ.:

«Όσο περισσότερο μελετούμε τη γλώσσα που είναι γραμμένα τα Ευαγγέλια τόσο καθαρότερα βλέπομε πόσο απέχει από την αρχαία τη γραμματική, κι είναι, για να μιλήσομε τη γλώσσα ενός δασκάλου που μόνο τη γραμματική της αττικής διαλέχτου αναγνωρίζει, γεμάτη σολοικισμούς, βαρβαρισμούς και κάθε είδους λάθη. [...] Βρίσκομε κάμποσες ξένες λέξεις, από εκείνες που δε μεταχειρίζονται οι γνωστοί μας αρχαίοι συγγραφείς· λ.χ. ασσάριον, κεντυρίων, κήνσος, κοδράντης, κορβανάς, λεγεών, λέντιον, ξέστης, ρέδα, σουδάριον, σπεκουλάτωρ, φραγγέλιον, φραγγελώ. Τις περισσότερες μάλιστα από αυτές τις λέξεις, λατινικές και σημιτικές, δεν ήταν και δύσκολο ν’ αποφύγει κανείς, αρκεί να ήθελε· στο Ευαγγέλιο το ίδιο βρίσκομε συχνά εκατοντάρχης ή εκατόνταρχος αντί κεντυρίων [...], κι ο Λουκάς μεταφράζει όχι μόνο το φραγγελούν με το παιδεύειν, μα και το μόδιος με το i, και γράφει και δυο φορές δραχμή αντί δηνάριον. […]

»Ξέρομε όλοι μας ότι το ρήμα οίδα κλίνεται οίδα, οίσθα, οίδε, ίσμεν, ίστε, ίσασι· κι όμως μας παρουσιάζονται στο Ευαγγέλιο κάτι παράξενοι μ’ όλη την ομαλότητά τους τύποι, που όσο κι αν τους δικαιολογεί η γλωσσική εξέλιξη, δεν μπορούμε παρά να ομολογήσομε ότι έρχονται σε φανερή αντίθεση με τα διδάγματα της αττικής γραμματικής: οίδαμεν, οίδατε, οίδασι, ουκ οίδασι πόθεν έρχομαι, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι. [...] Και όμοιους τύπους, άγνωστους στην αρχαία γλώσσα, βρίσκομε αφθονότατους στη γλώσσα της Κ. Διαθήκης: του νοός, τω νοΐ, του ημίσους, τους ιχθύας, τοις συγγενεύσιν, μειζοτέραν, ελαχιστότερος, [...] είδαν αντί είδον, ηρώτουν αντί ηρώτων, είρηκαν αντί ειρήκασι [...] κι άλλα παρόμοια».

«Παρόμοια όμως λάθη είναι όχι μόνο δυνατά μα και αναγκαία σε κάθε γλώσσα ζωντανή, κι είναι συχνότατα και στην ίδια την αρχαία γλώσσα. Ίσως μάλιστα θα περίμενε κανείς ότι η γλώσσα των ιερών βιβλίων, μαζί με τη διάδοση του Χριστιανισμού και την καθιέρωση της νέας θρησκείας θα γίνουνταν δόκιμη και θα καθιερώνουνταν για γραπτή γλώσσα στους ακόλουθους αιώνες. Αυτό όμως δεν έγινε. Γιατί ίσια ίσια εκατό χρόνια πριν γεννηθεί η χριστιανική φιλολογία άρχισε ο Αττικισμός, θεωρήθηκαν δηλαδή οι αρχαίοι αττικοί πεζογράφοι κλασικοί και δόκιμοι, κι αυτών τη γλώσσα άρχισαν να μιμούνται οι συγγραφείς κι οι μορφωμένοι, περιφρονώντας τη σύγχρονή τους ζωντανή γλώσσα.»

Και ο Τριανταφυλλίδης αναφέρεται στη φρίκη που ένιωσαν οι λόγιοι της εποχής για «όλες τις ανάττικες λέξεις που μεταχειρίζουνταν όσοι έγραφαν στη ζωντανή γλώσσα της εποχής τους». Ακολουθεί η αντιπαράθεση λόγων του Φρύνιχου και της Καινής Διαθήκης. Αντιγράφω ορισμένα παραδείγματα, ενώ από την Καινή Διαθήκη (ΚΔ) κρατώ κάθε φορά μόνο ένα:

«ΦΡ: Σκίμπους λέγε αλλά μη κράββατος – ΚΔ: Άρον τον κράββατόν σου (Ιω.)·

» ΦΡ: Βρέχειν επί [=αντί] του ύειν ... παντελώς αποδοκιμαστέον [...] – ΚΔ: βρέχει επί δικαίους και αδίκους (Ματθ.)·

» ΦΡ: Βιωτικόν· αηδής η λέξις· λέγε ουν χρήσιμον εν τω βίω – ΚΔ: Προσέχετε δε εαυτοίς μήποτε βαρυνθώσιν υμών αι καρδίαι εν κραιπάλη και μέθη και μερίμναις βιωτικαίς·

» ΦΡ: Γογγυσμός και γογγύζειν ... ημείς δε τονθρυσμόν και τονθρύζειν λέγωμεν [...] – ΚΔ: Εγόγγυζον οι γραμματείς (Λουκ.)».

Και άλλα πολλά: Πάντοτε μη λέγε... – Τέκνον, συ πάντοτε μετ’ εμού ει· Ήμην ουκ ερείς… – Ξένος ήμην και συνηγάγετέ με. Αντί για το γρηγορώ, ο Φρύνιχος επιμένει στο εγρήγορα· αλλά: Γρηγορείτε και προσεύχεσθε, ίνα μη εισέλθητε εις πειρασμόν.

Να γρηγορούμε και εμείς, και πρώτος φυσικά ο γράφων, απέναντι στον πειρασμό της εξουσιαστικής «λαθολογίας» (σ’ αυτό όμως το θέμα θα επανέλθω στην επόμενη επιφυλλίδα), εμείς που συρρικνώνουμε τη γλώσσα σε μεμονωμένες λέξεις** ή, ακόμα χειρότερα, σε γραφή και ορθογραφία, και εκδίδουμε δελτίο απολεσθέντων και αγγελίες θανάτου: γι’ αυτό θέλησα να παρουσιάσω εδώ το κείμενο του Τριανταφυλλίδη, που, χαμένο στην ογκώδη εργογραφία του (Άπαντα, 1963, τόμ. δ΄, σ. 111-18), είναι σχετικά άγνωστο και πάντως απρόσιτο στον σημερινό αναγνώστη. Ο οποίος θα έβγαλε ήδη τα συμπεράσματά του. Κι αν όχι τίποτε άλλο, θα ένιωσε, ελπίζω, κάποια ανακούφιση, καθώς θα διαπίστωσε «ξενομανία» και «αγλωσσία» ακόμη και σε κείμενα ιερά· κάποια ανακούφιση, τέλος, απέναντι σε όλους εμάς τους λαθολόγους, που μετρούμε τη γλώσσα με το υποδεκάμετρο, όπως ο Πάγκαλος των παλαιών ημερών τις φούστες, για να μοιράσουμε κατόπιν τους βαθμούς, σε προακτέους και σε απορριπτέους πια, τώρα που ο θεσμός των μετεξεταστέων καταργήθηκε.


* Να θυμίσω σαν πιο χαρακτηριστικό το άρθρο του Χρ. Γιανναρά με τον κατηγορηματικό τίτλο «Finis Graeciae» (Το Βήμα 6.7.1986): επειδή δεν προείκαζε απλώς κάποιο τέλος παρά διαβεβαίωνε ρητά ότι έχει ήδη επέλθει το τέλος, και παραταύτα εξακολούθησε να απευθύνεται σε ανύπαρκτους αναγνώστες ανύπαρκτου πλέον έθνους. Βλ. όμως και παρακάτω.

** Θυμόμαστε, μέρες που είναι, τις ιερεμιάδες επειδή οι νέοι –πάντα οι νέοι, οι νεότεροί μας– αγνοούσαν σε κάποιες εισαγωγικές την ευδοκίμηση και την αρωγή; Αν και εσχάτως ο Γ. Μπαμπινιώτης, βασικός εκπρόσωπος της σταυροφορίας για τη διάσωση της γλώσσας από τον αφανισμό, δήλωσε επανειλημμένα, για δικούς του μάλλον λόγους, ότι η γλώσσα των σημερινών νέων είναι καλύτερη σε «ποιότητα» από τη γλώσσα της περασμένης γενιάς. Βλ. και κεφ. 23, τελευταία σημ. κ.ά.

buzz it!

27/1/08

Η ιδεολογία του χαβαλέ

Τα Νέα, 26 Ιανουαρίου 2008

Το θέμα δεν είναι η τυχόν ποινικά κολάσιμη πολιτεία του Θέμου, αλλά ο ιδεολογικός χυλός, που εξαλλάσσεται σε βαθιά αντιδραστική ιδεολογία –αν δεν ισοδυναμεί ευθέως με αντιδραστική ιδεολογία

το πλήρες κείμενο:

Δεν έχει τόσο σημασία αν έδωσε ή δεν έδωσε ο Θέμος το ντιβιντί στο Μαξίμου όσο ότι ο κόσμος, πολύ πριν από την επώνυμη καταγγελία του Κουρή και έπειτα του Μάκη, πίστεψε απ’ την αρχή πως όντως ήταν αυτός ο ταχυδρόμος.

Ώστε δηλαδή, σε νον ε βέρο ε μπεν τροβάτο: αυτή ήταν η αντίδραση του κόσμου. Να δούμε εδώ κάποιο παρήγορο σημάδι; Ή να δούμε απλώς την πρωτόγονη παρόρμηση να συμμετάσχουμε στην αποκαθήλωση, στο λιθοβολισμό κάποιου; ίσως μια κάποια χαιρεκακία μπροστά στην πτώση κάποιου;

Προσωπικά θα προτιμήσω, ή θα ήθελα, να δω εδώ πιο περίπλοκους μηχανισμούς, το μισοξύπνημα ίσως από ’ναν εφιάλτη, όπου αν πάντως δε βρεθήκαμε «αυτοβούλως», κατά το επίρρημα των ημερών, δεν ήμασταν δα και αθώες, ανυποψίαστες παιδούλες, που παρασύρθηκαν μ’ ένα μικράκι γλειφιτζούρι. Ωστόσο, λίγο η ανοχή, λίγο ο χαβαλές, σταθήκαμε στην καλύτερη περίπτωση παθητικοί μάρτυρες του ίδιου μας του ευτελισμού. Και τώρα αναζητούμε καθαρτήρια ανάσα, ηρωική έξοδο από τις αναθυμιάσεις.

Και αναθυμιάσεις δεν είναι οι όποιες τυχόν λερές συναλλαγές του Θέμου Αναστασιάδη, η «σκοτεινή», ας πούμε, πλευρά της προσωπικότητάς του, με όσα τυχόν έρθουν στο φως, τώρα ή αργότερα. Το θέμα με τον Θέμο είναι η συστηματική καλλιέργεια της ιδεολογίας του χαβαλέ, παρέα με τον κυνισμό και τον αμοραλισμό, το θέμα με τον Θέμο είναι ο ιδεολογικός χυλός, που εξαλλάσσεται σε βαθιά αντιδραστική ιδεολογία –αν δεν ισοδυναμεί ευθέως, εξ ορισμού, με αντιδραστική ιδεολογία.

Διότι είναι αντιδραστική ιδεολογία ο οδοστρωτήρας που ισοπεδώνει τα πάντα, μέσα από το χαβαλέ, ή εν ονόματι του χαβαλέ, κόντρα τάχα στη σοβαροφάνεια, είναι αντιδραστική ιδεολογία ο λαϊκισμός που απευθύνεται αποκλειστικά στο θυμικό και υποβάλλει την ιδεολογία, στάση πλέον ζωής, πως όλοι ίδιοι είναι, πως όλα ίδια είναι.

Στη θεόρατη χύτρα του χαβαλέ, αν ξεκινήσουμε από το τέλος, από την τηλεοπτική επιτυχία «Όλα», μέσα από αξιοθρήνητες σκηνές ξελιγωμένου στριπτίζ περασμένων δεκαετιών, όταν χαίρονταν μάτια και χέρια με ολίγη από γυμνό, που έβγαινε πια από τα απαγορευμένα περιοδικά της Ομόνοιας και περνούσε και στα καθωσπρέπει, με διάκοσμο τέτοιες σκηνές παρωχημένων εποχών και μέσα από τόνους σάλια χλευάζεται η Ρεπούση και ασκείται κριτική στο βιβλίο της Ιστορίας της Στ΄ δημοτικού, παραδίδονται εν γένει μαθήματα ιστορίας και ασκείται κριτική στην εξωτερική πολιτική, π.χ. στο Μακεδονικό, από θέσεις εννοείται συντηρητικές έως ακροδεξιές.

Η συνέχεια γράφτηκε στην εφημερίδα Πρώτο Θέμα, όπου μάλιστα ξεφύτρωσε τελευταία και στήλη γλωσσική, με τον ευρηματικά σεξουλιάρικο τίτλο, αντάξιο της εφημερίδας, «Γλώσσα με γλώσσα», υπογραμμένη από την Καλλίστη ντε λα Γραμμάτικα και τυπωμένη, μόνη αυτή σ’ όλη την εφημερίδα, σε πολυτονικό, με βαρείες, και μάλιστα πολυτονικό αρχαΐζουσας: περισπωμένη στη γλώσσα, στον πυρήνα, στο τραγούδι, δασεία στο γράμμα ρο (και στο διπλό ρο: ψιλή στο πρώτο και δασεία στο δεύτερο), κορωνίδα στο τουτέστιν, το δηλαδή με περισπωμένη στο δήλα και βαρεία στο δη, υπογεγραμμένη στην παρωδία, στο πρώην, στα συνιστά, αντανακλά κτλ. Και απόψεις; οι γνωστές: διάφορα για «το ημέτερον σκέπτεσθαι», την «προσπάθεια ένταξης στανικώ τω τρόπω ενός οθνείου συλλογισμού [...] στην ελληνική γλωσσική δομή», για τα «λεκτικά υβρίδια [που] προκαλούν αφόρητη δυσαρμονία στην γάργαρη ροή των ελληνικών».

Μην ξεστρατίσω όμως με τα γλωσσικά μου: σημασία έχει ο καλός ο μύλος που όλα τα αλέθει, η κρεατομηχανή που βγάζει κιμά, ο τεράστιος καταπιόνας που όλα τα κατεβάζει και τα κάνει πολτό, μάλλον δεν τα μασάει καν παρά τα βγάζει σκατά, με τα οποία (καθόμαστε και) μας λούζει.

Γιατί δεν υπάρχει ιδεολογία στην περίπτωση που μας απασχολεί, ούτε καν η αντιδραστική που έλεγα, να πεις χαλάλι, έστω, μαγκιά του: ιδεολογία εδώ είναι η έλλειψη ιδεολογίας, ιδεολογία είναι τα φράγκα σαν μόνη και ύψιστη αξία, ιδεολογία είναι ο λαϊκισμός, ο κυνισμός και ο αμοραλισμός, όλα αυτά που εξαλλάσσονται, θα το ξαναπώ, σε αντιδραστική ιδεολογία –κι αυτό είναι το χειρότερο.

Έτσι, στην εκπομπή του ο Θ.Α. προσκαλεί και δεξιώνεται φιλοφρόνως, με τις ίδιες συνθήκες και τους ίδιους ακριβώς όρους, τους πάντες, ανάκατα, ακόμα και μες στην ίδια βραδιά: σοβαρούς, όντως ή κατά τεκμήριο σοβαρούς καλλιτέχνες, μαζί με πάσης φύσεως νούμερα, και με ιντερμέτζα από ημίγυμνα χορευτικά, σοβαρούς, λέω, καλλιτέχνες μαζί με τους τηλεπλασιέδες βιβλίων: τον γόνο των Ελλήνων του Σείριου και τον άλλον, τον νυν εθνοπατέρα, με τον καλόγερο προφήτη της συντέλειας του κόσμου, με Καρατζαφέρη, Ψωμιάδη κι ό,τι άλλο φύεται στον μπαξέ της άκρας εθνικοφροσύνης.

Και επιπλέον, στο απόγειο του κυνισμού και του αμοραλισμού που είπα, καλεί όσους υπήρξαν στόχος της «σάτιράς» του –και σπεύδουν πρόθυμα, πασιχαρείς εκείνοι! (Αλλά, θα μου πείτε, ο Λαζόπουλος δεν κάλεσε την Άντζελα Δημητρίου, να τραγουδήσει κιόλας, και τι παρακαλώ; Μάνο Χατζιδάκι!) «Ο εξευτελισμός σου να γίνει τέλειος», λέει ένα από τα όχι και τόσο πετυχημένα Τραγούδια του Αντρέα του Θεοδωράκη. Ο εξευτελισμός ΜΑΣ λοιπόν, να γίνει τέλειος.

Καινούριος ο χαβάς; Κάθε άλλο. Σαν «Μαύρη τρύπα» έγινε γνωστός ο Θέμος Αναστασιάδης τη δεκαετία του ’90, μέσα από την Ελευθεροτυπία, λανσάροντας ουσιαστικά μια σελίδα σχολιογραφικού περιεχομένου, με καταρχήν ασεβές, «ανατρεπτικό», αλλά εντέλει ισοπεδωτικό χιούμορ, που έμελλε να αποτελέσει πρότυπο για πλήθος ανάλογες σελίδες και στήλες, μια μαύρη τρύπα όπου έπεσαν ευχαρίστως μέσα τότε: η μεγάλη δημοκρατική (και κάτι παραπάνω) εφημερίδα που του έδωσε στέγη, αλλά ώς ένα βαθμό και οι δικές μας αντιστάσεις.

Κι όμως: τότε ανακαλύπταμε, θαρρείς πάνω στο πετσί μας, καθότι πλάι μας, μέσα στο ίδιο μας το σπίτι, τι σημαίνει αμοραλισμός, μισαλλοδοξία, σεξισμός, ξενοφοβία, ρατσισμός, ευτέλεια βεβαίως, πάνω απ’ όλα. Τα θυμόμαστε οι παλαιότεροι, τα ξαναθυμηθήκαμε τούτες τις μέρες, γράφτηκαν ορισμένα από δω κι από κει, τα πιο πολλά στην κυριακάτικη Αυγή 20/1, σφάλμα μας, έγκλημά μας που δεν τα θυμόμασταν πιο συχνά, που δεν τα γράφαμε, ξανά και ξανά.

Σαν ποια; Ότι θα έπρεπε να βάζουμε ένα «Α» στο πέτο των Αλβανών για να ξέρουμε ποιους δέρνουμε... Ότι η Λίστα του Σίντλερ, η ταινία για το ολοκαύτωμα, είναι αφόρητα πληκτική, δεν έχει τίποτα να δεις, «μέχρι και τα ελάχιστα γυμνά που έχει είναι φούρνου»!

Η χαζοχαρούμενη κοινωνία

Εξέχουσα θέση στη σχολιογραφία εκείνης της εποχής κατέχει μια διόλου χιουμοριστική σελίδα για τους αριστερούς διανοούμενους, που είναι «ο πιστότερος και φθηνότερος υπηρέτης του κομπραδόρικου ελληνικού καπιταλισμού», και την «αρχι-φλωρική οργάνωση Ρήγας Φεραίος», σελίδα που οδήγησε σε διάβημα μελών του Ρ.Φ. στην εφημερίδα, και παράλληλα γιαούρτωμα του Αναστασιάδη από δύο γυναίκες για τα κατά συρροή σεξιστικά σχόλιά του. «Γλείφτες» και «κότες», «έτοιμους να τα κατεβάσουν» χαρακτηρίζει τους «τραβεστί “φωταδιστές” του Ρήγα του ΚΚΕ εσ.», που «σύρουν τις διαψευσμένες “ελπίδες” τους σε πάρτι απελπισμένων “πουρών”» –προφήτης εδώ της μελλοντικής του εικόνας, του ξελιγωμένου και με ακατάπαυστη σιελόρροια μπροστά στα μπαλετάκια ξέκωλων της εκπομπής του.

Είχε και υστερόγραφο η σελίδα του εκείνη: «Κι όχι ότι... έχουμε κόμπλεξ επειδή [οι Ρηγάδες] κααάποτε είχαν στους κόλπους τους τις πιο ωραίες αγωνίστριες! Άλλωστε εκείνες... άλλους είχαν στους... κόλπους τους!!!»

Δεν είναι ότι οφείλουμε να τα θυμόμαστε όλα αυτά, γενικώς και αορίστως, τώρα που βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας ο Θέμος Αναστασιάδης. Είναι ότι, πέρα και ανεξάρτητα από την άλλως παραβατική –αν έτσι αποδειχτεί– συμπεριφορά του Θέμου Αναστασιάδη, αυτά, σαν γενικότερη τάση πλέον, αποτελούν μια σταθερά του κοινωνικού μας βίου. Που αυτή δίνει τον τόνο, με την απολιτική φαινομενικά όψη της, στην εποχή μας, εποχή κατά την οποία διαμορφώνεται, ακριβώς με την ιδεολογία του χαβαλέ, μια χαζοχαρούμενη κοινωνία, έτοιμη για όλα.

buzz it!

24/1/08

10. Η ανοχή και η αντοχή της γλώσσας

Τα Νέα, 31 Ιουλίου 1999

Στο προηγούμενο και με τη βοήθεια του Μ. Τριανταφυλλίδη φτάσαμε στον 2ο αιώνα μ.Χ., για να δούμε πώς επαναλαμβάνεται ανά τους αιώνες η κινδυνολογία για το θάνατο της γλώσσας. Θυμίζω ότι το κείμενο του Τριανταφυλλίδη αναφερόταν στην αντίδραση των λογίων του 2ου αιώνα απέναντι στη γλώσσα των Ευαγγελίων, την Κοινή ελληνική, την οποία θεωρούσαν βάρβαρη επειδή περιείχε λέξεις έκφυλες πάνυ και αηδείς. Και κατέληγα με την προτροπή, έτσι όπως μας την υπέβαλε το κείμενο, να αποφεύγουμε την «εξουσιαστική λαθολογία».

διαβάστε τη συνέχεια...

Μοιάζει ίσως παράδοξο να γράφονται αυτά σε μια σελίδα που εδώ και τέσσερις μήνες μιλάει βασικά για λάθη, κι ας μη βιαστεί να νομίσει ο αναγνώστης ότι σκοπεύω να προχωρήσω στη διάκριση καλών και κακών «λαθολόγων», για να χωρέσω φυσικά ο ίδιος στους καλούς. Απεναντίας, σκοπεύω να υποστηρίξω ότι μπορεί να υπάρξει διάκριση ανάμεσα σε «καλά» και σε «κακά» λάθη, μάλλον ανάμεσα σε λάθη αναπόφευκτα και μη: αυτό είναι το θέμα αυτής της επιφυλλίδας, που θα τη χαρακτήριζα, μαζί και με την επόμενη, αναδρομικό πρόλογο στη σειρά των Μικρών Γλωσσικών. Και πρόλογο στον «πρόλογο» αυτόν θέλησα το κείμενο του Μ. Τριανταφυλλίδη, κάτι σαν διακήρυξη σε μια προσπάθεια να μιλήσει κανείς για τη σημερινή γλώσσα.

Για την επιστήμη της γλωσσολογίας αποτελεί κοινό τόπο ότι η γλώσσα, κάθε γλώσσα, προχωρεί ενσωματώνοντας τα λάθη της. Υπάρχουν μάλιστα στην επιστήμη αυτή τάσεις που αρνούνται ακόμη και την έννοια του λάθους και εναντιώνονται στην ιδέα μιας ρυθμιστικής ή κανονιστικής γραμματικής, επιμένοντας πως μια γραμματική οφείλει να καταγράφει τα πάντα, ακόμα και τα «λάθη». Ας μην υπεραπλουστεύουμε όμως κι ας μην τσαλαβουτάμε σε νερά που είναι βαθιά. Το πρόβλημα ούτως ή άλλως είναι ο χρόνος κατά τον οποίο το λάθος παύει να είναι λάθος. Και στο μεταξύ, πόσο επεμβαίνει κανείς και πώς, αν καταρχήν μπορεί να επέμβει.

Σ’ όλη αυτή την πορεία, φορείς εμείς και παρατηρητές μαζί της γλώσσας, οφείλουμε να μη λησμονούμε ούτε στιγμή: ότι αυτό που μοιάζει «αποπτώχευση» είναι μια διαδικασία επιλογής και εξέλιξης που ξεπερνά τα στενά όρια μιας ή δύο γενεών κατά τις οποίες μπορούμε εμείς να έχουμε άμεση εποπτεία· ότι η γλώσσα δεν ακολουθεί τον δικό μας βηματισμό αλλά εξελίσσεται μέσα σε αιώνες ολόκληρους, και είναι βεβαίως μία και ενιαία, αλλά με σαφώς διακριτά, στην πορεία ακριβώς των αιώνων, τα διάφορα στάδιά της, τόσο ίδια και τόσο διαφορετικά μεταξύ τους όσο τα μέλη μιας οικογένειας, ακόμα και στη «συγχρονία» τους, πατέρας δηλαδή με γιο, πόσο μάλλον παππούς, προπάππους κ.ο.κ. με τον σημερινό γόνο.

Εξέλιξη λοιπόν φυσική, εκεί όπου, εγκλωβισμένοι στη μικροκλίμακα του δικού μας, περιορισμένου βιολογικού κύκλου, φοβούμαστε πως βλέπουμε παρακμή και θάνατο. Γιατί λησμονούμε έναν άλλο κοινό τόπο για τους γλωσσολόγους, ότι οι γλώσσες πεθαίνουν μόνο όταν εκλείψουν οι ομιλητές τους. Αλλά ακόμα και μέσα στη μικροκλίμακά μας, ας δούμε μερικά σκόρπια παραδείγματα από την άμεση εμπειρία μας. Ας θυμηθούμε λόγου χάρη τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια, όταν σε μια σπασμωδική προσπάθεια εκδημοτικισμού –με παρεξηγημένη βεβαίως την έννοια της δημοτικής, της δημοτικής που πάντως κανένας δεν την είχε διδαχτεί συστηματικά– ανθούσε σε εφημερίδες και σε αφίσες η «3 Σεπτέμβρη» και η «5 Ιούλη», η συγκέντρωση «στη πλατεία Κοτζιά» και τόσα άλλα, στην απέραντη επικράτεια του «βασικά». Έφριξεν η γη και ο ήλιος εκρύβη την εποχή εκείνη, να μη βλέπει το «θάνατο» της γλώσσας. Κι όμως, πόσα χρόνια πέρασαν, και ποιος τα ξανάδε ή τα ξανάκουσε όλα αυτά! Ωστόσο, δεν ήταν περιθωριακά φαινόμενα ή μεμονωμένα κρούσματα: τα στήριζε ολόκληρη εποχή, ολόκληρο ΠΑΣΟΚ, μετέπειτα κόμμα πλειοψηφίας και αργότερα και εξουσίας, σημαντικό μέρος της Αριστεράς, η εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, αλλά προπάντων αυτό που είπα «ολόκληρη εποχή», με σήμα της την έξοδο από την καθαρεύουσα της επτάχρονης δικτατορίας.

Την ίδια εκείνη εποχή, ας μου επιτραπεί να γίνω προσωπικός, ματαιοπονούσα να κρατήσω τη διάκριση: έκαμα (μία φορά=αόριστος) και έκανα (πολλές φορές=παρατατικός), και με περιέπαιζε όχι άλλος παρά ο δημοτικιστής αλλά εξαιρετικά προσεχτικός Φίλιππος Ηλιού: είχε όμως δίκιο, ο τύπος «έκαμα» είχε ήδη χαθεί, ενώ σήμερα πια ηχεί σχεδόν βουκολικός. Ήταν ασφαλώς διάκριση χρήσιμη· μα φτώχυνε τάχα η γλώσσα; νιώθει κανείς κάποια έλλειψη ή κάποια δυσκολία να παρακολουθήσει τη διαφορά παρατατικού και αορίστου καθώς χρησιμοποιεί αυτό το τόσο κοινόχρηστο ρήμα; ή είχε καν αντιληφθεί τη διάκριση αυτή, άρα και την εξαφάνισή της; Πολύ πιο πριν είχε εξαφανιστεί –αν και αυτό αφορά κυρίως τη γραφή– στα κρυφά θαρρείς και απολύτως σιωπηρά η βαρεία, που από μιαν άποψη απαρτίωνε το πολυτονικό σύστημα. Δεν είχε ακουστεί τίποτε, αφού έτσι κι αλλιώς κανένας επίσης δεν είχε αντιληφθεί την ύπαρξή της. Αντίθετα, όταν καθιερώθηκε με νόμο το μονοτονικό, μεγάλη υπήρξε η αντίδραση των υποστηρικτών του πολυτονικού, που ανακάλυψαν οι περισσότεροι εκ των υστέρων και τη βαρεία, και προσπαθούν έκτοτε να την επανεντάξουν βεβιασμένα και σπασμωδικά στο πολυτονικό τους.

Κι όλα αυτά επειδή οι ανάγκες τις οποίες εκφράζουν –άμεσα ή έμμεσα, συνειδητά ή ασύνειδα– διαφορετικές εποχές και διαφορετικοί χρήστες μιας γλώσσας ποικίλλουν, και δεν μπορούμε να ξέρουμε πότε θα συναντήσουν τις ανάγκες και άλλων ομάδων, ώστε να κάνει η γλώσσα εντέλει τις δικές της επιλογές. Αλλά το θέμα δεν είναι ποσοτικό, ώστε να μπορούμε να προχωρήσουμε σε ασφαλείς προβλέψεις. Από εμάς απαιτείται προπαντός αίσθηση των διαφορετικών μεγεθών που χαρακτηρίζουν την πορεία τη δική μας και την πορεία της γλώσσας. Για τα λάθη όμως και τη λαθολογία θα συνεχίσουμε στο επόμενο.

buzz it!

11. Λάθη και ασκήσεις εξουσίας

Τα Νέα, 13 Αυγούστου 1999

Άλλα είναι τα λάθη από άγνοια και άλλα τα λάθη τα οποία προέρχονται από χρήση της γλώσσας που βασίζεται σε συγκεκριμένες ιδεολογικές και κοινωνικές επιλογές

το πλήρες κείμενο:

Στο προηγούμενο αναφέρθηκα στις διαφορετικές ανάγκες τις οποίες εκφράζουμε κατά εποχές οι χρήστες μιας γλώσσας, χωρίς ποτέ να ξέρουμε αν θα μας κάνει εντέλει η γλώσσα το χατίρι. Που δεν μας το έκανε λ.χ. όταν μετά τη μεταπολίτευση ευδοκιμούσαν γλωσσικοί τύποι «μαλλιαροί» όπως «3 Σεπτέμβρη», «5 Ιούλη» κ.ά. Διαφορετικές ήταν οι ανάγκες που εκφράστηκαν τα επόμενα χρόνια, όταν από μια γενικευμένη αντίδραση στο λαϊκισμό του ΠΑΣΟΚ, στον οποίο χρεώνονταν αυτομάτως τα πάντα, άρχισαν να κυριαρχούν συντηρητικότερες γλωσσικές επιλογές. Έτσι, πήρε απρόσμενες διαστάσεις η αντίδραση στην καθιέρωση του μονοτονικού, από άτομα ή ομάδες ολόκληρες που είχαν ήδη δεχτεί, για την ακρίβεια δεν είχαν καν αντιληφθεί, τον ακρωτηριασμό του πολυτονικού όταν εξαφανίστηκε η βαρεία ή που επί χρόνια διάβαζαν ανενόχλητα την εφημερίδα τους τυπωμένη σε κάποιον τύπο μονοτονικού. Εξίσου μεγάλη ήταν η αντίδραση στην κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων στο πρωτότυπο, από άτομα πάλι και ομάδες που μόνο κατ’ ιδίαν ομολογούσαν ότι δεν είχαν αφομοιώσει (διάβαζε: αποστηθίσει) τίποτα περισσότερο από το άνδρα μοι έννεπε, μούσα, πολύτροπον.

Δεν θέλω να γενικεύσω, είναι όμως φανερό ότι, πολύ πέρα από την όποια και όσο δικαιολογημένη αντίδραση ανθρώπων που και ουσιαστική επαφή και γνώση είχαν, η αιφνίδια αρχαιοφιλία, η οποία συνοδεύτηκε συχνά από απροκάλυπτη νοσταλγία για την καθαρεύουσα και τα τριτόκλιτα σε -ις, έγινε περίπου σήμα κοινωνικής καταξίωσης, κατά το κοινώς λεγόμενο: in.

Αυτήν όμως τη συντηρητική στροφή της γλώσσας δεν πρέπει να τη δούμε μεμονωμένα: έχει αρχίσει η αναδίπλωση έπειτα από τη σεξουαλική επανάσταση της δεκαετίας του ’60, γύρω στο ’80 γεννιέται η Νεοορθοδοξία και ο Χριστιανομαρξισμός, και μάλιστα στο χώρο της ανανεωτικής Αριστεράς, και ακολουθεί, σε αναλογία πάντως με αντίστοιχες τάσεις διεθνώς, ο νεοεθνικισμός και η πατριδολατρία. Η γλώσσα ήταν φυσικό να καταλαμβάνει εξέχουσα θέση στο ιδεολογικό αυτό ρεύμα, σαν μέγεθος περισσότερο «απτό», που κυριαρχεί στον βίο όλων των ανθρώπων, και επιπλέον υπόκειται όσο κανένα άλλο στο νόμο των αυτονοήτων: ιδού οι λέξεις που χάνονται, η ευδοκίμηση και η αρωγή και τώρα η μισαλλοδοξία, οι βαρβαρισμοί του τάδε εκφωνητή, οι ασυνταξίες του δείνα δημοσιογράφου, η «δογματοκομματοπαγής», λέει, γλώσσα της Αριστεράς.

Παράλληλα, μόλις μας πετάξουν το παραμικρό κοκαλάκι από το σώμα μιας γλώσσας «καθαρότερης», το αρπάζουμε στον αέρα. Ας θυμηθούμε πρόχειρα: στα μεταπολιτευτικά χρόνια περίσσεψε η ιερή αγανάκτηση για τη γενικευόμενη χρήση τού σαν· σήμερα το ως υποκαθιστά το σαν ακόμη και στις πιο κραυγαλέες περιπτώσεις («ξεφωνίζουν ως κοτόπουλα»: ναι, γράφτηκε). Πιο πρόσφατα έπεσε στην αγορά το «αφορά σε κάτι»· αρκεί που είχε και αυτή η σύνταξη πιστοποιητικό συντηρητικής καταγωγής: έγινε ανάρπαστη, και κανείς δεν καταδέχτηκε να ακούσει τη δική του τη φωνή, που έλεγε και λέει πως το τάδε θέμα δεν με αφορά και όχι «δεν μου αφορά». Όλα αυτά μαρτυρούν άραγε μόνο έγνοια για τη γλώσσα, δίψα για μάθηση; Μακάρι.

Αξιοσημείωτος σ’ αυτή την ιστορία είναι ο ζήλος με τον οποίο ο μόλις μυημένος στην καινούρια γνώση διαπομπεύει τον αγράμματο που δεν ξέρει, φερειπείν, να διακρίνει το καταρχήν από το καταρχάς, ότι το σωστό είναι παρεισφρέω και όχι «παρεισφρύω»· όλους όσοι και όχι «όλους όσους»· αυτός καθαυτόν και όχι «αυτός καθαυτός» κ.ά. Ο πειρασμός είναι μεγάλος να πει κανείς γι’ αυτό που έπαθε η Φατμέ στο Γενή Τζαμί, ή στα καθ’ ημάς η φοράδα στ’ αλώνι. Και ιδιαίτερα σε σχέση με τα δύο τελευταία παραδείγματα, όπου είναι σαφές ότι η έλξη και η αναλογία, από τους ισχυρότερους νόμους στην εξέλιξη μιας γλώσσας, θα κάνουν άλλη μια φορά το θεάρεστο έργο τους: το όλους όσους και το αυτός καθαυτός θα επικρατήσουν, λυτρώνοντας ακόμα και μεγαλόσχημους φιλολόγους που αμαρτάνουν συχνά με αυτά τα σχήματα.

Σε τέτοιες περιπτώσεις ευδοκιμούν η λαθολογία και οι λαθολόγοι, που απομονώνουν τη λέξη, που θεωρούν τη γλώσσα λέξη, λέξεις στη σειρά, και τουφεκάν, καθένας από το μετερίζι του, τους αμαρτωλούς. Ό,τι και όπου φτάνει ο καθένας, συχνά και μ’ οποιονδήποτε τρόπο.*

Ας συγκεφαλαιώσουμε: Όλα τα λάθη δεν είναι ίδια. Υπάρχουν λάθη από άγνοια, και τέτοια είναι όσα αναφέραμε πιο πάνω, ή όσα γεννιούνται από τα δύστροπα και ασυμμόρφωτα που κρατήσαμε από παλαιότερες μορφές της γλώσσας μας: π.χ. τα έρμα δικατάληκτα επίθετα όπως ο διεθνής και ο αυτάρκης. Άλλα είναι όμως αυτά, και άλλα τα λάθη τα οποία προέρχονται από χρήση της γλώσσας που βασίζεται σε συγκεκριμένες ιδεολογικές και κοινωνικές επιλογές· από τη γλώσσα της επίδειξης, τη γλώσσα που μονίμως αλληθωρίζει και αρνείται να βρει τις αναλογίες της στον φυσικό λόγο του ίδιου του ομιλητή-χρήστη. Εννοώ, και ανατρέχω γρήγορα σε προηγούμενες επιφυλλίδες μου: τη Λητώ - «της Λητούς», την Νταϊάνα - «της Νταϊάνα», τα «σι-ντιζ» και τα «τέμπι» και τους «τόνους κοτόπουλων». Αυτά τα παραμορφωτικά του λόγου μας δεν προέρχονται από άγνοια, παρά συνιστούν δελτίο ταυτότητας που το επιδεικνύουμε ακόμα κι όταν δεν μας το ζητούνε.

Κυρίως τέτοιου είδους γλωσσικοί τύποι ενδιαφέρουν τη σειρά αυτή, μαζί με συντακτικούς τρόπους και σχήματα που μεταφέρονται από ξένες γλώσσες, πάλι χωρίς αναγωγή στον φυσικό μας λόγο και χωρίς να ανταποκρίνονται σε ουσιαστικές εκφραστικές και γλωσσικές ανάγκες. Όσο για τα άλλα λάθη, έτσι δύστροπη όπως είναι κάθε γλώσσα, ένας γερός φιλόλογος δεν θα ’χει τελειωμό να τα επισημαίνει και να τα διορθώνει. Και μακάρι νά ’ρθει και κατά τη σελίδα αυτή.


* Χαρακτηριστική η περίπτωση Σημίτη, που δέχτηκε πυρά ομαδόν όσα δεν δέχτηκαν οι αγράμματοι της γης. Και δεν μιλάω μόνο για Μαλβίνες που ψωμίστηκαν κανονικά με τον τρόπο αυτό, μα και για κατά τεκμήριο σοβαρούς ή όντως σοβαρούς, οι οποίοι στοίβαξαν κυρίως αδυναμίες άρθρωσης –τα γνωστά σαρδάμ– και τις βάφτισαν γλωσσικά ημαρτημένα: άραγε τόσο ήξεραν ή τόσο ήθελαν; Υπήρξε ακόμα και σχόλιο χλευαστικό για τη χρήση του ρήματος «εκτελώ» στη φράση: «η κυβέρνηση εκτελεί σωστά το έργο της»: απορίας άξιο τι εκτελεί εδώ ο σχολιογράφος! Ή: «Δεν αντέχεται άλλο αυτό το φτύσιμο, το τσαλάκωμα, το δάγκωμα, το μάσημα, το ξεπουπούλιασμα, ο καθημαγμός, η δήωση, ο στραγγαλισμός, η σύνθλιψη, η ταπείνωση, η συντριπτική συντριβή των ελληνικών, δεν υποφέρεται…» γράφει άλλος, σοβαροφανής αυτός θεματοφύλακας, για ποια τρισβάρβαρα ελληνικά, θα αναρωτιέται ο αναγνώστης: για τα σαρδάμ λοιπόν και πάλι του Σημίτη –ο θεματοφύλακας που συστηματικά ελέγχεται για πλήθος λάθη πάσης φύσεως, ορθογραφικά, συντακτικά κτλ. (βλ. και εδώ π.χ. το «διεπλέοντο αυτοκινήτων», το "πώποτε»" κ.ά.).

buzz it!

21/1/08

12. Το αύταρκες ή το αυτάρκες;

Τα Νέα, 28 Αυγούστου 1999

Με τις τελευταίες επιφυλλίδες μου για τα λάθη από άγνοια και τα λάθη από εκζήτηση στενοχώρησα καλούς φίλους και συναδέλφους: μήπως, αντί για το όλους όσοι, προτείνω το λάθος «όλους όσους», αφού δεν με ξενίζει η επικράτησή του· γιατί προσπερνώ το θέμα των δικατάληκτων επιθέτων, που όλο ακούμε: «η διεθνή κατάσταση», «του διεθνή παίκτη»· γιατί δεν γράφω για την «πορτοκαλί γραμμή» και την «ασημί μερσεντές».

διαβάστε τη συνέχεια...

Ας καθυστερήσουμε εδώ, μια και το θέμα δεν είναι απλό. Και πρώτα, γενικά: τα λάθη, όπου τα βλέπουμε, φυσικά και τα διορθώνουμε: άλλο αυτό και άλλο η αίσθηση ότι ορισμένα θα επικρατήσουν. Και πιο ειδικά, στα συγκεκριμένα παραδείγματα: «σ’ όλους όσους παρακολουθούν τα Επιδαύρια» διάβασα πρόσφατα, εδώ στην εφημερίδα, με την υπογραφή γνωστού και οπωσδήποτε δεινού φιλολόγου. Σίγουρα το γνωρίζει ο φιλόλογος, ότι το «όσους» έπρεπε να είναι «όσοι», επειδή είναι υποκείμενο στην αναφορική πρόταση· αλλά ο νόμος της έλξης είναι ακριβώς νόμος, και μάλιστα ισχυρός, και νικά κατά κράτος τη γνώση. Λέμε:

Ευχαριστούμε όσους μας βοήθησαν· ή:
Ευχαριστούμε όλους αυτούς που μας βοήθησαν· σχεδόν φυσικά ακολουθεί το:
Ευχαριστούμε «όλους όσους» μας βοήθησαν.

Αυτός είναι ο αυτοματισμός της γλώσσας, που δεν μπορεί να υπακούσει σε νοητική αναλυτική επεξεργασία, να αναχθεί δηλαδή αυτομάτως στην πρόταση: «Ευχαριστούμε όλους εκείνους οι οποίοι μας βοήθησαν», ώστε να βρει το υποκείμενο! Έτσι, το σωστό, το όλους όσοι, μοιάζει εντέλει λάθος. (Ενώ υπάρχουν και τα χειρότερα: «Με τη βοήθεια όλων όσοι εργάζονται εδώ...» ή «Με τη βοήθεια όλων όσα έμαθα για το θέμα μας…» κ.ο.κ. Ποιος θα τα πει αυτά ή ποιος θα τα ακούσει και δεν θα νομίσει πως είναι λάθη;)

Η κακοποίηση των δικατάληκτων επιθέτων (ο/η διεθνής, το διεθνές) είναι τυπικότερη ένδειξη άγνοιας, συγγνωστής ώς ένα βαθμό, αν σκεφτούμε πόσο δύστροπα παραμένουν τα αρχαιόμορφα επίθετα. (Προτεινόμενο τεστ: ρωτήστε, όχι τον κόσμο στο δρόμο αλλά αυτούς που αιφνιδιάζουν τον κόσμο στο δρόμο με το μικρόφωνο στο χέρι, να σας πουν λ.χ. το ουδέτερο τού αυτάρκης.) Εδώ δύσκολα φαντάζεται κανείς να επικρατεί η ονομαστική του θηλυκού σε -η, μοιάζει όμως βέβαιο ότι η γενική «του διεθνή παίκτη» θα διεκδικήσει τουλάχιστον κοινούς τίτλους με τη γενική σε -ούς: έτσι το ακούμε κατά κόρον από αθλητικούς παράγοντες –και έχει ιδιαίτερη σημασία αυτό, καθώς στον αθλητικό χώρο ευδοκιμούν από την άλλη οι καθαρεύοντες τύποι (οι ποδοσφαιρισταί, τους διαιτητάς, του Ηρακλέους και του Άρεως). Κανένα όμως παράδοξο: όταν λέμε, σε θέση ουσιαστικού, ο συγγενής - του συγγενή, ο ευγενής - του ευγενή, δύσκολα θα διατηρηθεί η γενική σε -ούς των επιθέτων.

Και η «ασημί μερσεντές», που κάνει καλή φίλη και εκλεκτή συνάδελφο να αλλοφρονεί: προτού αστειευτούμε ότι ο κάτοχός της δεν θα την αγόραζε καν, αν ήταν ασημιά (κοινωνικές ανάγκες δεν εκφράζει η γλώσσα;), πρέπει να δούμε την έντονη παρουσία της λέξης «χρώμα», που βαραίνει σε όλα τα γένη: το «ασημί χρώμα» μοιάζει να ρυθμίζει και το αρσενικό «ο ασημί χαρτοφύλακας» και το θηλυκό «η ασημί μερσεντές».* Δηλαδή: «χαρτοφύλακας [χρώματος] ασημί», όπως ακριβώς ακούμε να ψωνίζουν «μια μπλούζα σε πορτοκαλί». Άλλωστε η κυριαρχία του ουδετέρου είναι γενικότερη, καθώς με την κατάληξη -ί προσδιορίζουμε και χρώματα που δηλώνονται με την παραπομπή στην πηγή-πρότυπο: λαχανί, καναρινί, παπαγαλί, λεμονί, χωρίς να σχηματίζονται απαραιτήτως και τα άλλα γένη, π.χ. «ο λαχανής τοίχος», «η παπαγαλιά φούστα»!

Γενικότερα, τα περισσότερα επίθετα σε -ής που σημαίνουν χρώμα είναι δύσκολα ανεκτά στο θηλυκό κυρίως γένος (η κανελιά; η ζαχαριά; η μελιά; η ουρανιά φούστα; άσε πια η λεμονιά, που αντί για χρώμα θα θυμίζει δέντρο!). Αλλά και το γεγονός ότι πολλά χρώματα είναι ξενικά και άκλιτα (μπλε, ροζ, μοβ, μπεζ) συντελεί ίσως να μείνουν άκλιτα και τα επίθετα αυτής της κατηγορίας.

Τι κάνουμε λοιπόν; Οπωσδήποτε διορθώνουμε, όπως είπαμε. Αλλά περιμένουμε. Η γλώσσα η ίδια θα αποφασίσει· δεν μπορούμε εμείς να εκβιάσουμε προς καμία κατεύθυνση. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση με τη θέση του τόνου στα προπαροξύτονα: «του στάδιου» και «του πανεπιστήμιου», που ακούγαμε ολοένα στη μεταδικτατορική εποχή και ανατριχιάζαμε. Υποχώρησαν όμως οι τύποι αυτοί, όπως είδαμε, μαζί με τον «Ιούλη» και τις «3 Σεπτέμβρη». Κι όμως, μέσα από δρόμο διαφορετικό και με διαδικασία άλλη, διόλου ελεγχόμενη από εμάς ή από κάποια μόδα όπως των μεταδικτατορικών χρόνων, ο σταθερός τόνος, που δεν κατεβαίνει στη γενική πτώση, κερδίζει έδαφος και πιθανότατα θα επικρατήσει.

Πάω λίγο πριν, με μια προσωπική ιστορία: έτος 1971, στα γραφεία της εγκυκλοπαίδειας «Ελλάς-Μπριτάνικα» που δεν εκδόθηκε ποτέ αλλά που θα γραφόταν στη δημοτική, μέσα στη δικτατορία, όπως ανέφερα παλαιότερα. «Δημοτική χωρίς ακρότητες», κατά το κοινό αίτημα, οι κανόνες της ετοιμάζονται, και το θέμα είναι στην ημερήσια διάταξη. Σε μόνιμο πηγαδάκι με τον Σπύρο Θεοδωρόπουλο (που έφυγε πολύ νωρίς), τον Πέτρο Μανταίο και τον Θανάση Καρτερό συζητούμε πως όλοι έχουμε περάσει κάποιο στάδιο μαλλιαρισμού. «Του Σπύρου Θεοδωρόπουλου» μας εξομολογήθηκε πως έγραφε έξω απ’ τα τετράδιά του στο σχολείο ο Σπύρος, και ακόμα κι ο δημοτικιστής πατέρας του τον μάλωσε: «Ε όχι και “Θεοδωρόπουλου” –Θεοδωροπούλου!» Και συμφωνήσαμε όλοι. Δεν πέρασαν πολλά χρόνια από το τέλος της δικτατορίας, και το έως τότε αυτονόητο έμοιαζε πλέον ανήκουστο. Δοκιμάστε, ιδίως τώρα πια, να πείτε «του Θεοδωροπούλου», ή «του Παπαδοπούλου», χωρίς να αναφέρεστε στα μπισκότα. Μένει αμετακίνητος λοιπόν ο τόνος στα κύρια ονόματα: του Αντωνόπουλου και του Αλέξανδρου· κατόπιν στα επίθετα: του άρρωστου παιδιού (αλλά το δωμάτιο του αρρώστου) –πλάι στα σύνθετα ή στα νεότερα πολυσύλλαβα ουσιαστικά, όπου παρέμενε σταθερός: του αντίλαλου, του παραπόταμου, του ανήφορου. Πόσο θα αντέξουν τα ουσιαστικά: του ανθρώπου, του αγγέλου;

Δύο στοιχεία υπόκεινται εδώ και εξηγούν το φαινόμενο, μικρά μυστικά που δεν είναι ίσως ευρύτερα γνωστά έξω από το ιερατείο των σοφών: ο νόμος της τρισυλλαβίας και ένα γενικότερο θέμα με τη γενική πτώση. Αναλυτικότερα, στο επόμενο.


* Βλ. στον Ελύτη: θύσανοι του ασημί (Ποίηση, Αθήνα 2002, σ. 581), όπου βέβαια αν είχε γραφτεί «θύσανοι του ασημιού» θα έμοιαζε με γενική του ουσιαστικού ασήμι και όχι του επιθέτου που δηλώνει το χρώμα! Αλλά βλ. και η λαμαρίνα η ασημιά (σ. 599).

buzz it!

13. Των μαδριγάλιων και των φιγούρων

Τα Νέα, 11 Σεπτεμβρίου 1999

Μπορεί να είναι ένας χορευτής δεξιοτέχνης, "άσος στις φιγούρες», ποτέ όμως «άσος των φιγούρων» ή «των φιγουρών»


Στο προηγούμενο είδαμε την πορεία προς τη σταθεροποίηση του τόνου στη γενική πτώση των προπαροξύτονων: του Αλέξανδρου, του Αντωνόπουλου, του άρρωστου παιδιού: δηλαδή στα κύρια ονόματα και στα επίθετα ο τόνος μένει αμετακίνητος. Αντίθετα, στα ουσιαστικά κατεβαίνει: του σταδίου, του ανθρώπου. Έτσι έχουμε: του άρρωστου ανθρώπου: σταθερός ο τόνος στο επίθετο (που όταν όμως εμφανίζεται σαν ουσιαστικό κατεβάζει τον τόνο: ο θάλαμος του αρρώστου), αλλά όχι και στο ουσιαστικό. Ενώ αμετακίνητος έμενε πάντοτε στα σύνθετα, τα νεότερα ή λαϊκότερα ουσιαστικά: του ανεμόμυλου, του φλάουτου, του κόσκινου.

διαβάστε τη συνέχεια...

Σαν περίπλοκος ο κανόνας, αν μπορεί καν να διατυπωθεί κανόνας. Ωστόσο, οι κανόνες αποτυπώνουν μια πραγματικότητα που ρυθμίζεται «μόνη της», λαμβάνοντας ελάχιστα υπόψη τη δική μας βούληση ή εμβρίθεια.

Εν αρχή λοιπόν στα προπαροξύτονα ο τόνος κατέβαινε στη γενική σε όλες τις περιπτώσεις. Και όχι βεβαίως για λόγους αισθητικούς, έτσι όπως τους επικαλούμαστε εκ των υστέρων, για να βρούμε αποτρόπαιο τον τύπο του στάδιου, αλλά όχι και του άρρωστου παιδιού. Ευτυχώς, η γλώσσα είναι λιγότερο υποκειμενική και αυθαίρετη απ’ όσο νομίζουμε: στα αρχαία ο τόνος στη γενική κατέβαινε στην παραλήγουσα, επειδή διαφορετικά θα ήταν αδύνατον να προφερθεί ομαλά η λέξη. Είναι ο γνωστός νόμος της τρισυλλαβίας, σύμφωνα με τον οποίο ο τόνος μιας λέξης δεν μπορεί να είναι σε συλλαβή πριν από την προπαραλήγουσα. (Κι αυτό πάλι όχι αυθαίρετα: δοκιμάστε να τονίσετε: «ο άρχαγγελος»· κάντε μάλιστα το ίδιο τεστ, ακόμη και με αλλόγλωσσο που μόλις αρχίζει να μαθαίνει ελληνικά.)

Έτσι έχουμε: ο υ-μέ-ναι-ος, γενική: του υ-με-ναι-ου, όπου όμως το μακρό -ου στην κατάληξη είχε δύο χρόνους, ήταν δύο συλλαβές: υ-μέ-ναι-ου-ου. Συνεπώς, ο τόνος δεν μπορούσε να μείνει στη θέση του, και γι’ αυτό είχαμε την περίφημη καταβίβασή του: του υμεναίου.

Αυτό τον εσωτερικό νόμο της γλώσσας τον μετατρέπουμε τώρα –τι τώρα, αιώνες ολόκληρους– σε αισθητικό απλώς κανόνα, εφόσον με την απώλεια της μακρότητας και της βραχύτητας των συλλαβών έμεινε γράμμα κενό. Φυσικά, η τρισυλλαβία ισχύει και στα νέα ελληνικά: το μάθημα - του μαθήματος, μόνο που εδώ η παραπανίσια συλλαβή υπάρχει και προφέρεται. Κατά τα άλλα, θα εξακολουθήσουμε (αλλά για πόσο;) να λέμε του ανθρώπου, και όχι «του άνθρωπου», των ανθρώπων - τους ανθρώπους, και όχι «των άνθρωπων - τους άνθρωπους» κτλ. Οφείλουμε όμως να έχουμε επίγνωση ότι κάτι τέτοιο σήμερα είναι ουσιαστικά αστήρικτο, και ως εκ τούτου το πιθανότερο είναι να ακολουθήσουν και αυτές οι λέξεις τις πολύ περισσότερες ανάλογές τους που διατηρούν αμετακίνητο τον τόνο.

Είπα «των άνθρωπων», και αντάμωσα τον σημερινό τίτλο. Δεν πρόκειται για κατασκεύασμα: τους άκουσα και τους δύο τύπους: «των μαδριγάλιων» και «των φιγούρων», και μάλιστα κατ’ επανάληψη, σε μια εκπομπή για τη μουσική μπαρόκ, στο Τρίτο Πρόγραμμα. Καταρχάς, πριν επιχειρήσουμε να δούμε πώς γεννιούνται αυτά τα όντως τέρατα, ας σημειώσουμε: τα μαδριγάλια, γενική των μαδριγαλιών: ο τύπος υπάρχει, και είναι και ακούγεται απολύτως ομαλός· όχι όμως «των φιγουρών», που θα ήταν εξίσου τερατώδης με τον τύπο «φιγούρων». Μπορεί λ.χ. να είναι ένας χορευτής δεξιοτέχνης, άσος «στις φιγούρες», όχι όμως «άσος των φιγούρων» ή «των φιγουρών». (Στο συγκεκριμένο, στην περίπτωση της εκπομπής του Τρίτου, καλύτερη μετάφραση θα μας είχε γλιτώσει από το ατόπημα: φιγούρες έχουμε στο χορό, αλλά στη μουσική, στη σύνθεση, έχουμε σχήματα, μορφώματα, φράσεις.) Εδώ, πλάι στην ολοφάνερη τάση να διατηρηθεί ο τόνος αμετακίνητος, αγγίζουμε ένα ειδικότερο πρόβλημα με τη γενική πτώση, μια πτώση που απαντά ούτως ή άλλως πολύ αραιότερα στον λόγο μας, σε απόσταση από την ονομαστική, και ακόμα περισσότερο από την αιτιατική. Στα νέα ελληνικά, μάλιστα, η γενική πτώση παρουσιάζεται επιπλέον σχετικώς δύσχρηστη, ενώ συχνά είναι απλώς ανύπαρκτη.

Ήδη στον ενικό δεν έχουν καθόλου γενική τα χαϊδευτικά σε -άκι και -ούλι: γατάκι, παιδάκι, μικρούλι (γι’ αυτό και το Κολωνάκι ή το Λουτράκι γίνονται Κολωνακίου και Λουτρακίου, σαν να ’ταν «Κολωνάκιο» και «Λουτράκιο»!). Στον πληθυντικό τα πράγματα είναι περισσότερο περίπλοκα. Για πλήθος θηλυκά ουσιαστικά οι γραμματικές διαφωνούν μεταξύ τους, αν σχηματίζεται γενική πληθυντικού ή όχι. Δεν γίνεται να παρακολουθήσουμε εδώ τις διαφορετικές εκτιμήσεις. Αλλά, ακόμα κι αν δεχτούμε θεωρητικά τις ακόλουθες, τυπικά σωστές γενικές: των βαρκών, των πιτών, των ραχών, των σκαλών, των σκουπών, των στενοχωριών και των χηνών (όπως μας δίνει λ.χ. το λεξικό Μπαμπινιώτη, που μόνο για το «σκαλών» σημειώνει πως είναι σπάνιο!), η χρήση τους γεννά τουλάχιστον θυμηδία. Επέλεξα σκόπιμα κοινόχρηστες και κυρίως λαϊκές λέξεις: Είναι εντυπωσιακό ότι ακόμα και ο λαϊκός και ο καθημερινός λόγος (ή μήπως ιδίως αυτός;) δεν ενσωμάτωσε τέτοιους τύπους, δεν τους «δούλεψε». Έτσι όμως, με ακαλλιέργητο εν προκειμένω γλωσσικό αίσθημα, βαδίζουμε τελείως αβοήθητοι στα δύσβατα χωράφια της πτώσης αυτής.

Το χάος αποτυπώνεται χαρακτηριστικά στο λεξικό Μπαμπινιώτη, το οποίο δίνει τη γενική πληθυντικού, όπου υπάρχει πρόβλημα, συχνά με την ένδειξη: σπ[άνια] ή δύσχρ[ηστη], ή απλώς: χωρίς γεν. πληθ. Σύμφωνα με αυτό, υπάρχουν οι ανοίκειες γενικές των βαρκών κτλ. που σημείωσα πιο πριν, ή και των πιρουετών, ενώ ευλόγως δεν δίνονται τύποι «των κοτών», «των κουλουρών». Πώς όμως να μην πούμε των κουρτίνων, όταν λέμε των ακτίνων –διακρίνοντας τάχα πρωτόκλιτα και παλιά τριτόκλιτα; Ή, εφόσον λέμε οι οβίδες - των οβίδων, πώς να δεχτούμε τύπο των βιδών; Πώς να ξεστομίσουμε γενική των πισινών (λεξικό Μπαμπινιώτη), όταν πρόκειται μόνο για τις κολυμβητικές πισίνες; Δεν έχουν, πάλι ευλόγως, γενική οι βάρδιες, αλλά πρόσφατα διάβασα εδώ πως θα εφαρμοστεί «σύστημα βαρδιών». Ούτε και οι απόπειρες, αλλά επίσης διάβασα εδώ, από έγκριτο φιλόλογο, για «το πάγιο πρόβλημα των προηγούμενων αποπειρών μελοποίησης χορικών».

Όπως μπορεί δηλαδή ή όπως νομίζει ο καθένας, απ’ το ένα άκρο στο άλλο. Εντέλει, ανάμεσα στο «κουρτίνων» και το «βαρδιών», δεν θα διαλέξουμε εμείς. Και η περιορισμένη χρήση της γενικής πτώσης ίσως δεν δώσει εύκολα και σύντομα λύση στο πρόβλημα κυρίως του τόνου –και όσο θα επείγεται αντίθετα, από την άλλη, ο νόμος της έλξης και της αναλογίας.

Στο μεταξύ, ας κάνουμε απλώς αποχή από το «κυνήγι των μαγισσών», που η γνώση και μόνο δεν το κάνει οπωσδήποτε πιο εύηχο από το συχνό, παρατονισμένο «κυνήγι των μάγισσων».

buzz it!

ευχές...


ευχές στους γραφολόγους ιδίως, που δε θα 'ναι καθόλου δύσκολη, φαντάζομαι, η δουλειά τους εδώ

αλλά χρειάζεται τάχα γραφολόγος, γι' αυτό το νι π.χ. στην υπογραφή, που τόσο τραβάει τ' αψήλου;

buzz it!

20/1/08

δασεία φορ έβερ

"τα παιδιά χρειάζονται επειγόντως μια πενθήμερη -δηλαδή, αυτό που μετά την κατάργηση των πνευμάτων το λέμε πενταήμερη.."

γιά δες, θάμα κι απόθαμα, τόσα χρόνια μετά την κατάργηση των πνευμάτων, κι ακόμα να πούμε την εφημερίδα "επημερίδα"... Οποία καθυστέρησις...

σημ. το βαθιά γλωσσολογημένο σχόλιο που εξηγεί τη μετάλλαξη της πενθήμερης σε πενταήμερη το χρωστούμε στην Πανδώρα του Βήματος, 20.1.08

buzz it!

19/1/08

14. Το ανυπότακτο γένος (θηλυκά α΄)

Τα Νέα, 25 Σεπτεμβρίου 1999

Στην τάση για τη σταθεροποίηση του τόνου: ο Παπαδόπουλος - του Παπαδόπουλου, και όχι του Παπαδοπούλου, έχουμε σαν εξαίρεση το απολίθωμα «Μπισκότα Παπαδοπούλου». Δεν ασχοληθήκαμε όμως με τα γυναικεία επώνυμα: με την κυρία Παπαδοπούλου, η οποία δεν ακολουθεί το αρσενικό και ούτε μοιάζει για την ώρα πιθανό να το ακολουθήσει και να γίνει «κυρία Παπαδόπουλου».

διαβάστε τη συνέχεια...

Αξίζει να το δούμε ξεχωριστά το φαινόμενο αυτό, μια και είναι δύσκολο να πούμε ότι θα σταθούν σαν εξαίρεση τόσα και τόσο κοινά ονόματα πλάι στα όμοια και «ομαλώς» εξελισσόμενα αρσενικά. Και να το δούμε πλάι στο εξής ανάλογό του: ενώ τα αρσενικά πολυσύλλαβα και σύνθετα κρατούσαν και κρατούν σταθερό τον τόνο: ο εξάψαλμος - του εξάψαλμου, τα θηλυκά και πάλι αντιστέκονται: η πανσέληνος - της πανσελήνου, και όχι «της πανσέληνου», η βενζινάκατος - της βενζινακάτου, και όχι «της βενζινάκατου». Αν θυμηθούμε επίσης ότι κυρίως τα θηλυκά ξενίζουν στη γενική πληθυντικού (των κορών) και συχνότερα δεν τη σχηματίζουν καν (οι κουτάλες - «των κουταλών»!), μοιάζει εύκολο να τσουβαλιάσουμε όλες τις περιπτώσεις μαζί και να αρχίσουμε να φιλοσοφούμε περί ανδροκρατικής κοινωνίας, που καθορίζει βεβαίως και τη γλώσσα, και ως εκ τούτου αφήνει στο περιθώριο τα θηλυκά... Σίγουρα, οι κοινωνιογλωσσολόγοι θα είχαν να μας πουν πολλά. Εδώ ας περιοριστούμε σε μερικές παρατηρήσεις.

Όσον αφορά τα θηλυκά σύνθετα (προπαροξύτονα σε -ος) που διατηρούν κατεβασμένο τον τόνο στη γενική, παρατηρούμε ότι κατά κανόνα πρόκειται για λόγιες ή λογιόμορφες λέξεις: πανσέληνος, τορπιλάκατος, στρουθοκάμηλος (κι ας έγινε στο μεταξύ η κάμηλος → [γ]καμήλα), τις οποίες η γραμματική χαρακτηρίζει «αρχαιόκλιτες», πλάι στην εγκύκλιο και τη λεωφόρο και την αιωνίως απροσάρμοστη οδό («την οδός»!). Αν πάμε λίγο πίσω, θα δούμε γενικότερα να ρυθμίζεται η «αρσενικόμορφη» ονομαστική: η παρθένος έγινε παρθένα, τα επίθετα άλλαξαν σε -η: η αμόλυντος - η αμόλυντη, ενώ υπήρξε και τάση να αλλάξει το γένος: ο άμμος, ο ψήφος κ.ά. Από τα κύρια ονόματα, που είναι περισσότερο δυσκίνητα, όσα «δουλεύτηκαν» στον καθημερινό λόγο (όταν δεν εξομαλύνθηκαν, όπως η Σύρα - της Σύρας) απέβαλαν το «παράδοξο» -ς της ονομαστικής και έγιναν, στη λαϊκή γλώσσα και συχνά στη λογοτεχνία, και ειδικότερα στην ποίηση: η Μύκονο - της Μύκονος, η Ήπειρο - της Ήπειρος, και η άβυσσο - της άβυσσος. Ωστόσο, παρέμειναν σε παράλληλη χρήση οι αντίστοιχοι τύποι σε -ος, και σταθεροποιήθηκαν, χάρη –ίσως– και στις πλήθος λόγιες λέξεις που διατηρούνται στη γλώσσα μας (πάροδος, διάμετρος). Με αυτά πλέον τα διαπιστευτήρια, αδιαμφισβήτητοι και αναντικατάστατοι, πορεύονται το δρόμο τους στο χώρο της νεοελληνικής, ανεξάρτητα από το γραμματικό «πρότυπό» τους, το αρσενικό. Αυτή όμως η ανεξαρτησία είναι ουσιαστική ή επιφανειακή; Έχουμε άρνηση προσαρμογής ή αδυναμία προσαρμογής;

Το θέμα αυτό το βλέπουμε περισσότερο ανάγλυφα στα γυναικεία επώνυμα, στην κυρία Παπαδοπούλου (τη σύζυγο, αλλά και την κόρη). Ποιος ξέρει αν εδώ είναι τόσο βαθιά εγγεγραμμένη στο κύτταρο της λέξης η υποτέλεια, τρόπον τινά, που δηλώνεται με τη γενική κτητική: η κυρία μεν, αλλά του κυρίου, η-του-Παπαδοπούλου, ή αντιθέτως έχει χαθεί η αίσθηση της γενικής, και παραμένει σαν απολίθωμα: η κυρία Παπαδοπούλου, κάτι σαν τα μπισκότα, όπως όλα τα απολιθώματα –όπως λ.χ. η οδός Ερμού, που δεν έγινε «οδός Ερμή». Δύσκολο να πει κανείς. Δύσκολο πάντως και να δεχτεί ότι παραμένει απολιθωματικά σε χρήση ένας τύπος εξαιρετικά κοινός, αφού πρόκειται για το όνομα που φέρουν τα μισά κατά τεκμήριο άτομα με το ίδιο επώνυμο: όσοι Παπαδόπουλοι τόσες και Παπαδοπούλου.

Είπα ότι ίσως έχει χαθεί η αίσθηση της γενικής, η οποία είναι καθαρή στην περίπτωση του σπιτιού του Παπαδόπουλου, αλλά όχι τόσο στο γεγονός ότι η κυρία Παπαδοπούλου είναι η-κυρία-του-κυρίου Παπαδόπουλου. Πιστεύω όμως πως μεγαλύτερο ρόλο παίζει το γεγονός ότι η κυρία Παπαδοπούλου, μολονότι αριθμητικά ίση με τον κύριο Παπαδόπουλο, δεν απαντά στον λαϊκό λόγο εξίσου συχνά, ή και δεν απαντά καθόλου: νά το άλογο του Παπαδόπουλου, νά το χωράφι του Παπαδόπουλου· αλλά η γυναίκα του δεν είναι «η γυναίκα του Παπαδόπουλου» ούτε βεβαίως «η Παπαδοπούλου»: ονοματίζεται με βάση το βαφτιστικό του Παπαδόπουλου, δηλαδή η Κώσταινα, η Γιώργαινα, η Παναγιώταινα, και όχι η Παπαδοπούλαινα ή κάτι ανάλογο. «Κυρία Παπαδοπούλου» ήταν και είναι κατά βάση η κυρία των αστικών στρωμάτων: έτσι, σαν επώνυμο θα παραμείνει υποτελές στο αρσενικό γένος με βάση το οποίο σχηματίστηκε, και σαν κυρία θα διαιωνίσει επιπλέον τη δουλεία του καθαρεύοντος κλιτικού συστήματος.

Η «ανωμαλία» επιτείνεται από το γεγονός ότι η Παπαδοπούλου, ακριβώς όταν δεν γίνεται αντιληπτή ως γενική κτητική, αποτελεί μια ιδιόμορφη ονομαστική, με την ίδια γενική, αιτιατική κτλ., όνομα άκλιτο, απολίθωμα δηλαδή, αντίθετα από το αρσενικό ουσιαστικό σε -ος, που κλίνεται ομαλά σε όλες τις πτώσεις, και έτσι υπάγεται στους γενικότερους εξελικτικούς νόμους της γλώσσας. Γι’ αυτό και ούτε στις φανατικότερες φεμινιστικές μέρες δεν θίχτηκε το σημείο αυτό· άγνωστο τι μπορεί να σκαρφιστεί στο μέλλον η «πολιτική ευπρέπεια» (ή «ορθότητα», όπως συνήθως λέγεται), όταν φτάσει εξ Αμερικής και εδώ, με τη συνηθισμένη πάντα καθυστέρηση.

Με την άποψη ότι ατονεί η αίσθηση της γενικής συνηγορεί και η τάση να κλίνουμε: η Βαγενά - της Βαγενάς, η Βουγιουκλάκη - της Βουγιουκλάκης, σαν να είναι ομαλοί τύποι κλιτών θηλυκών ουσιαστικών και όχι γενικές αρσενικού. Άκουσα μάλιστα σ’ ένα δισκοπωλείο έναν κύριο που ζητούσε «τον τελευταίο δίσκο της Άννα Βίσσης». Άγνωστο αν η Άννα - της Άννα, κατά το η Μαντόνα - της Μαντόνα, ή μονολεκτικά: «ΑνναΒίσση», σημασία έχει η «προσπάθεια»: η Βίσση - της Βίσσης.

Άρα, και το θηλυκό γραμματικό γένος είναι ασθενές ή ισχυρό; Ό,τι και να αποφασίσουμε εμείς, είναι το περισσότερο άκαμπτο, ή παρουσιάζει σθεναρή αντίσταση, ακόμη και στο σχηματισμό του. Αυτό θα το δούμε χαρακτηριστικά στην επόμενη επιφυλλίδα, με τα θηλυκά επαγγελματικά: ο βουλευτής - η βουλεύτρια; η βουλευτίνα; ή η βουλευτής –αλλά τότε με τι γενική;

buzz it!

15. Η ταμίας, η ταμία ή η ταμίισσα; (θηλυκά β΄)

Τα Νέα, 9 Οκτωβρίου 1999

Η λέξη «βοσκοπούλα» εκφράζει λ.χ. θαυμασμό για τη «ζηλεμένη κόρη»· θηλυκό τού «βοσκός» δεν υπήρξε ποτέ σε ευρεία χρήση


Η γυναίκα βουλευτής μοιάζει να προτιμά τον αντρικό τίτλο, αντί για έναν τύπο που άλλη μια φορά θα τη διαφοροποιεί, σαν να την περιπαίζει: η βουλευτίνα!

το πλήρες κείμενο:

Η χωριάτισσα αλλά και η βασίλισσα, η φουρνάρισσα αλλά και η πριγκίπισσα, και η γερόντισσα, η γειτόνισσα, η πελάτισσα, η μαγείρισσα, κι η «αρχόντισσά μου μάγισσα τρελή»: μια μεγάλη, διαταξική οικογένεια, που όμως δυσκολεύεται να δεχτεί τη «γυμνασιάρχισσα» και τη «λυκειάρχισσα», ενώ δεν θέλει καν ν’ ακούσει για τη «συγγράφισσα» ή τη «γραμμάτισσα».

Η καθαρίστρια, η πωλήτρια, η τηλεφωνήτρια, και η διευθύντρια, η καθηγήτρια, η γυμνάστρια, η εκδότρια, η διαφημίστρια, η γλύπτρια, ή η εθελόντρια, η αναγνώστρια, η ακροάτρια. Εδώ η ισορροπία αλλάζει: είναι λιγότερα τα «κατώτερα» θηλυκά που συναντούμε με την κατάληξη -τρια, καθώς μάλιστα ορισμένα έχουν και δεύτερο, λαϊκότερο τύπο, ο οποίος έχει επικρατήσει: υφάντρια-υφάντρα, ράπτρια-ράφτρα, τεχνίτρια-τεχνίτρα. Κι όμως, δυσκολεύεται να ενταχθεί εδώ η «σκηνοθέτρια» και η «συνθέτρια», ακόμα και η «συνεργάτρια» (παρά την εργάτρια), και πολύ περισσότερο η «βουλεύτρια» ή η «δικάστρια» –που μόνο σε όνειρο κακό βλέπουν τον εαυτό τους βουλευτίνα και δικαστίνα.[1]

Το θέμα των επαγγελματικών θηλυκών έχει συζητηθεί κατά κόρον, από γλωσσολογική και κοινωνιολογική, αλλά και από καθαρά φεμινιστική σκοπιά. Παραμένει όμως ανοιχτό, καθώς οι γυναίκες κατακτούν όλο και περισσότερα «αντρικά» επαγγέλματα, και δημιουργούνται έτσι νέες ανάγκες, που η γλώσσα δυσκολεύεται να τις καλύψει. Είναι κοινότατος τόπος ότι η ανδροκρατική κοινωνία, αποκλείοντας τις γυναίκες από τον δημόσιο και τον ευρύτερο επαγγελματικό χώρο, απέκλεισε ώς ένα βαθμό και εξακολουθεί να αποκλείει ή οπωσδήποτε να δυσχεραίνει το σχηματισμό θηλυκού. Περισσότερο θα έπρεπε να λάβουμε υπόψη τη γενικότερη δυσκολία σχηματισμού ή και χρήσης των θηλυκών, επειδή απαντούν πολύ αραιότερα από το αρσενικό, το οποίο θεωρείται ότι τα εμπεριέχει: π.χ. οι άνθρωποι, οι μετανάστες, οι θεατές, οι πρόσφυγες.[2]

Ας σταθούμε ενδεικτικά στους πρόσφυγες. Είναι καλό το παράδειγμα, επειδή η λέξη αναφέρεται σε μεγάλες αριθμητικά ομάδες, και η δική μας ιστορία, με τη Μικρασιατική Καταστροφή, μας προσφέρει δείγματα πολλά, ζωντανές μαρτυρίες, και ένα χρονικό εύρος αρκετών δεκαετιών (που δεν είναι όμως πάντοτε ικανό για να παγιωθούν γλωσσικοί τύποι). Πρόσφυγες είναι και οι άντρες και οι γυναίκες, κατά κανόνα στην ίδια αναλογία, κι ωστόσο δεν σχηματίστηκε θηλυκό όνομα που να έχει επικρατήσει. Σκέφτεται πρόχειρα κανείς ότι οι πρόσφυγες είναι γενική κατηγορία περισσότερο, παρά ατομική ιδιότητα· ή ότι μια γυναίκα λέει: «είμαστε πρόσφυγες», εννοώντας την οικογένειά της. Τις λίγες φορές που εξειδικεύτηκε η γυναίκα, στην ομιλία της ή στην ομιλία μας, έγινε: η πρόσφυγα - της πρόσφυγας, λιγότερο η προσφυγίνα, ή η πρόσφυγας - της πρόσφυγος. Οι ίδιες οι γυναίκες πρόσφυγες χρησιμοποιούσαν κυρίως το πρώτο: η πρόσφυγα. Κι όμως, ο ομαλότατος αυτός τύπος, που απαντά και σε έγκυρα λεξικά,[3] σήμερα ξενίζει. Απ’ την άλλη, η προσφυγίνα κουβαλά το γενικότερο «στίγμα» των θηλυκών σε -ίνα (σοφερίνα), ενώ η νόμιμη βεβαίως γενική της πρόσφυγος δύσκολα θα επικρατήσει πια, ιδίως στον προφορικό λόγο. Τα νεότερα όμως λεξικά αυτούς τους τελευταίους τύπους αποδελτιώνουν: «προσφυγίνα» δίνει ο Εμμ. Κριαράς, «η πρόσφυγας, γενική της πρόσφυγος» ο Γ. Μπαμπινιώτης (το λεξικό Τριανταφυλλίδη δεν δίνει καθόλου θηλυκό τύπο). Φοβούμαι ότι και στις δύο περιπτώσεις έχουμε ρύθμιση περισσότερο παρά καταγραφή. Τρεις τύποι λοιπόν, όλοι ομαλοί, και κανένας απολύτως «ικανοποιητικός».[4]

Ας γυρίσουμε στα επαγγελματικά. Να δούμε πρώτα αυτά που μοιάζει να εξάντλησαν τις δυνατότητές τους, τα θηλυκά σε -ίνα. Εδώ θυμίζω μια παρατήρηση του Αγαπητού Τσοπανάκη (Ο δρόμος προς την δημοτική, Θεσσαλονίκη 1982, σ. 336), ότι υπάρχει «σημαντική διαφορά ήθους» ανάμεσα στις καταλήξεις -ίνα, -έσσα και -έζα και στην -τρια, καθώς «δείχνουν μιαν οικειότητα και, ενδεχομένως, έλλειψη σεβασμού». Έτσι, από τη θυρωρίνα ώς τη δικηγορίνα, όλα αποκαταστάθηκαν στο πλευρό του αρσενικού: η θυρωρός, η δικηγόρος, πλάι στα αρχαιόκλιτα θηλυκά σε -ος (η είσοδος). Το ίδιο και η γιατρίνα, που ειπώθηκε και γιατρέσσα και γιάτρισσα, τόσο εξωπραγματική κάποτε, και θαυματουργή, κάτι σαν μάγισσα: γιατρός έγινε κι αυτή, ακόμα και στον λαϊκό λόγο. Μπορούμε λοιπόν να εικάσουμε ότι τα θηλυκά σε -ος, με τη διπλή στήριξη που είδαμε, θα παραμείνουν και θα σταθεροποιηθούν, κι ας σχηματίζουν σκοτεινό πληθυντικό (οι ηθοποιοί=άντρες ή γυναίκες;). Δηλαδή και η υπουργός, η λοχαγός, κι όχι «υπουργίνα» και «λοχαγίνα». Τα -ίνα, εκτός από τα αρνητικά ή χλευαστικά αραπίνα και σοφερίνα (τώρα η οδηγός), θα μείνουν να δηλώνουν τη σύζυγο: «υπουργίνα»=η γυναίκα του υπουργού.

Γι’ αυτό και αρνούνται την κατάληξη αυτή τα θηλυκά των αρσενικών σε -της: βουλευτής, δικαστής, εφέτης κ.ά., χωρίς όμως και να ακολουθούν τα πολλά θηλυκά σε -τρια, όπως αυτά που σημειώσαμε παραπάνω. Μοιάζουν ομαλά, κι ωστόσο δεν το θέλουν να γίνουν βουλεύτρια και δικάστρια. Ίσως ίσως δεν το θέλουν, κατά κάποιον τρόπο, οι ίδιες οι γυναίκες, όπως στις περισσότερες κατηγορίες που εξετάζουμε, γιατί το παιχνίδι της αναγνώρισης δεν έχει κριθεί απολύτως. Έτσι, η γυναίκα βουλευτής ή η γυναίκα δικαστής μοιάζει να διεκδικεί ή να αποζητεί περισσότερο τον αντρικό τίτλο, παρά ένα όνομα που άλλη μια φορά θα τη διαφοροποιεί, κάποτε και θα την περιπαίζει: η «βουλευτίνα», η «δικαστίνα», που δεν είναι δηλαδή αυτό που όλοι ξέρουμε για «κανονικό» βουλευτή και δικαστή, παρά καμώνεται, παριστάνει! Ωστόσο, λύση δεν είναι ο τύπος του αρσενικού: η βουλευτής, γενική της βουλευτή; ή χωρίς γενική, όπως στο λεξικό Μπαμπινιώτη, όπου όμως δίνεται η δικαστής ή το σπανιότερο η εφέτης, με γενική της δικαστού και της εφέτου. Αστήρικτη όμως πλέον η γενική αυτή, αντίθετα λ.χ. από την αρχαϊστική της γραμματέως, η οποία χρησιμοποιείται ακόμη ευρύτατα για τη γραμματέα.

Για τη γραμματέα, λοιπόν· ονομαστική: η γραμματέας; και η συγγραφέας και η ταμίας; Εδώ ο Εμμ. Κριαράς παρατηρεί ότι δεν υπάρχει ονομαστική θηλυκού σε -έας και -ίας. Και στα πολλά σχετικά δημοσιεύματά του αποδελτιώνει τύπους σε -ισσα από τους βυζαντινούς ακόμη χρόνους, για να προτείνει: γραμμάτισσα, συγγράφισσα και ταμίισσα (βλ. ιδίως Τα πεντάλεπτά μου, Θεσσαλονίκη, β΄έκδ. 1988, σ. 114 κ.ε.). Δύσκολο όμως σήμερα να επικρατήσουν οι τύποι αυτοί (ενώ η ταμίισσα ειδικά θα ήταν θνησιγενής: θα γινόταν «ταμίσσα»; Και έτσι και «λοχίισσα-λοχίσσα»;). Φυσικότερη μοιάζει η επέκταση και εδώ του αρσενικού: η γραμματέας - της γραμματέα, όσο κι αν ξενίζει, ιδίως η γενική. Και ακόμα πιο φυσική είναι ίσως η τάση: η γραμματέα - της γραμματέας, η ταμία - της ταμίας (όπως η παρέα - της παρέας και η βία - της βίας).[5]

Ενδιάμεση λύση προτείνει το λεξικό Μπαμπινιώτη: η γραμματέας - της γραμματέως, έτσι και της συγγραφέως, και η ταμίας - της ταμίου. Πώς κωδικοποιείται όμως αυτό και πώς διδάσκεται, ή πώς μιλιέται. Πού τη βρήκε εδώ το θηλυκό την κατάληξη -εως; Από το αρσενικό, που όμως εκείνο εξελίχθηκε ομαλά: του γραμματέα. Τώρα λοιπόν το θηλυκό παίρνει την ονομαστική του τωρινού αρσενικού αλλά τη γενική του παλαιού; Σαν να πατάει σε δύο βάρκες, σαν να αποζητάει την ονομαστική σε -εύς, σκοτεινό αντικείμενο του πόθου μας. Και εν πάση περιπτώσει η κατάληξη -εως είναι ακόμα ισχυρή στα πολυσύλλαβα: αντιστάσεως, κυβερνήσεως· αλλά της ταμίου; Ας δοκιμάσουμε ενδεικτικά να βγάλουμε τον τύπο η ταμίας απ’ τα βιβλία και να τον δούμε στην καθημερινή ζωή, όπου και μόνο μπορεί να ζυμωθεί, και έτσι να εξομαλυνθεί: απλούστατα, δεν πολυέχει καθημερινή ζωή: συχνότερα μιλάμε για «την κοπέλα στο ταμείο», που, όσο περισσότερο εξοικειωνόμαστε μαζί της, γίνεται πια «η Άννα», «η Μαρία» κτλ. Τον τίτλο θα τον χρειαστούμε σπάνια: π.χ. «μου έδωσε λάθος ρέστα η ταμίας»· θα ζητήσουμε όμως από τη διεύθυνση «το όνομα της ταμίου»; Και πολύ περισσότερο τα έτσι κι αλλιώς σπανιότερα: της λοχίου και της σμηνίου;[6]

Περισσότερο ασυμμόρφωτα εμφανίζονται τα θηλυκά του λογοτέχνη π.χ. και του καλλιτέχνη, που δεν μπορούν να κρατήσουν τον αρσενικό τύπο, αφού δεν θα ’χουν γενική, κι έτσι παραμένουν καθηλωμένα, με τις γενικότερες δυσκολίες των ανισοσύλλαβων: η λογοτέχνις ή λογοτέχνιδα; γενική της λογοτέχνιδας, με μόνη σταθερή και οικεία την αιτιατική: τη λογοτέχνιδα; Ή η αρχιτεκτόνισσα: θα τον δεχτεί εντέλει τον τύπο αυτό; Ή θα παραμείνει στη σιγουριά του αρσενικού τύπου, μόνη γυναίκα μέσα στις οικοδομές, και θα διπλοτυπεί όμως, όπως κι εκείνος: αρχιτέκτων και αρχιτέκτονας (όπως Πλάτων - Πλάτωνας), με τίμημα κάθε φορά τη γενική της: της αρχιτέκτονος στην πρώτη περίπτωση, της αρχιτέκτονα στη δεύτερη (οπότε ξαναμπαίνουμε στον κύκλο: η αρχιτέκτονα - της αρχιτέκτονας;).

Εδώ ο δρόμος είναι σίγουρα μακρύς. Και πάλι δεν θα εκβιάσουμε εμείς λύση. Ας παρηγορηθούμε ότι σε άλλες γλώσσες, λ.χ. στα γαλλικά και τα ιταλικά, τα πράγματα είναι χειρότερα. Στα γαλλικά ο κηπουρός είναι jardinier, αλλά το θηλυκό του, jardinière, είναι η ζαρντινιέρα! Έτσι και δεν υπάρχει καθηγήτρια, παρά καθηγητής (professeur) με άρθρο θηλυκό. Και για να δηλωθεί μια συγγραφέας, πρέπει να προταχθεί η λέξη «γυναίκα»: une femme auteur. Επίσης, λένε Madame X, le ministre de la Santé, δηλαδή: «η κυρία τάδε, ο υπουργός Υγείας», ή Madame le ministre: «η κυρία ο υπουργός». Ακόμα χειρότερα οι Ιταλοί: il signior ministro..., «ο κύριος υπουργός...»! Η δική μας γλώσσα λοιπόν, με τα πολύ περισσότερα εμπόδια και πραγματικά αδιέξοδα που της δημιουργούν κυρίως οι διαφορετικές καταλήξεις στις διαφορετικές πτώσεις, έχει λύσει πολύ περισσότερα προβλήματα.


1. Η «επισκέπτης στον πύργο της Πίζας» που διάβασα τελευταία, αντί για το ομαλότατο επισκέπτρια (υπάρχει και το επαγγελματικό επισκέπτρια αδελφή [νοσοκόμα]), μάλλον είναι ακουστική επίδραση του λόγιου τύπου σε -ις: η σκηνοθέτις, η καλλιτέχνις κ.τ.ό.

2. Η πολιτική ευπρέπεια, με την κληρονομιά και του φεμινισμού, επιτάσσει σήμερα το διπλό άρθρο: ο/η άνθρωπος κτλ., που πάντως δεν μας λύνει εδώ το γραμματικό πρόβλημα.

3. Π.χ. Αναλυτικόν Ορθογραφικόν της Νεοελληνικής Γλώσσης του Θεολ. Βοσταντζόγλου, Νεώτατο Ορθογραφικό Λεξικό της Δημοτικής Γλώσσας του Γ. Γεραλή, και το Ελληνικό Λεξικό Τεγόπουλου-Φυτράκη –το οποίο, χαρακτηριστικά, όταν μετεξελίχτηκε στο Μείζον Ελληνικό Λεξικό δεν περιέλαβε πια τον τύπο αυτόν.

4. Η προσφυγοπούλα αναφέρεται, φυσικά, στο μικρό κορίτσι και συγγενεύει με τα «εξιδανικευτικά», π.χ. η βοσκοπούλα: η κόρη του βοσκού, η πολυτραγουδισμένη «ζηλεμένη κόρη», ή μια σταλιά παιδί, κορίτσι πράμα, που φυλάει ολόκληρο κοπάδι! Για να αναλογιστούμε τώρα ότι θηλυκό τού βοσκός δεν υπήρξε ποτέ σε ευρεία χρήση: δηλαδή, ολόκληρος αγροτικός γλωσσικός πολιτισμός αγνόησε απλούστατα την καθημερινή πραγματικότητα, τη γυναίκα που έβγαζε το κοπάδι στη βοσκή –προφανώς επειδή δεν το έκανε για επάγγελμα, παρά για βοήθεια στον άντρα!

5. «Πιο πρακτική» θεωρεί ο Αγ. Τσοπανάκης τη δημιουργία αυτού του θηλυκού χωρίς -ς, αναγνωρίζοντας ότι «είναι δύσκολο να υιοθετηθεί η [δική του] γραμματικίνα και η συγγράφισσα και αδύνατο να δημιουργηθεί ταμί-ισσα» (Νεοελληνική Γραμματική, 21994, σ. 265).

6. Διάβασα στο μεταξύ για τη «θυγατέρα μιας εγκληματία», και αλλού: «της περιβόητης εγκληματία», που τα θεωρώ φυσική, εύλογη, και σχεδόν σίγουρα αυτόματη προσπάθεια προσαρμογής: τι να ’γραφε δηλαδή ο συντάκτης: «μιας εγκληματίου»; ή «της περιβόητης εγκληματίου»;

buzz it!

18/1/08

Κ.Γ., "Γλώσσα=λαός=έθνος;"

Φίλος εξ Εσπερίας, ο Κ.Γ., μου έστειλε το ακόλουθο μέιλ, που το δημοσιεύω εδώ με την άδειά του, αφού με έπρηξε λιγάκι πρώτα:

Δεν είχα κέφι για δουλειά σήμερα και διάβασα για σένα ένα άρθρο (ΤΟ ΒΗΜΑ, 5.1.2008):

Για μιαν ακόμη φορά, ο Μπαμπι. αναρωτιέται αν τάχα χρειάζεται η ιστορική ορθογραφία.

Ήδη δέκα χρόνια πριν (1.2.1998) στο ίδιο θέμα και από το ίδιο ΒΗΜΑ δήλωνε ότι «είναι καθολικά αποδεκτή στην Ελλάδα η ιστορική ορθογραφία των λέξεων με την ετυμολογική και ιστορική προέλευσή τους, και δεν υπάρχει κανείς που να μιλάει (παρά τη σχετική κινδυνολογία) για φωνητική ορθογραφία ή κατάργηση της ιστορικής ορθογραφίας...»

Μολαταύτα, με αυτά ακριβώς τα φαντάσματα ξεκινά το φετινό άρθρο του, με τον μπαμπούλα των γκρίκλις και του λατινικού αλφαβήτου, το εύκολα ανατρεπόμενο σκιάχτρο.

διαβάστε τη συνέχεια...

Άλλαξε τίποτα μέσα στη δεκαετία που κύλησε, εκτός από τη ρητορική δεινότητα του συγγραφέα; Μάλλον ναι· ενώ στο άρθρο του '98 μιλάει για αρχές, και κανόνες της ετυμολογίας, της ορθογραφικής συνέπειας και πειθαρχίας, διδάγματα της επιστήμης κ.λπ., τώρα το ύφος αλλάζει άρδην: «όπως και να το δούμε, η ιστορική ορθογραφία των λέξεων μιας γλώσσας είναι μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς ενός λαού». Ποιανού λαού; Μήπως μιλάμε για ομιλητές μιας γλώσσας; Ποια κληρονομιά; Υπάρχουν και δικαιώματα, μάλιστα δε απαράγραπτα;

Κάπως φάλτσα, αλλά και οικεία ταυτόχρονα, ηχούν αυτά.

Στο πρώτο άρθρο ο Μπαμπι. καθησυχάζει, προοδευτικά: «η ορθογραφία δεν μπορεί να έχει στατικό χαρακτήρα, μόνη αυτή από όλη τη γλώσσα, που εξελίσσεται δυναμικά, όπως και η γλωσσική επιστήμη που μελετά τη γλώσσα». Μόνο που αυτή η δυναμική κίνηση έχει μία μόνο κατεύθυνση, προς τα πίσω! Και το πρόβλημα εδώ δεν είναι το παρελθόν εν γένει –για ετυμολογική προσέγγιση μιλάμε άλλωστε– αλλά το συγκεκριμένο ιδεολογικό παρελθόν του κλασικισμού. Η συστηματική αναφορά στο κλασικό ζενίθ σαν αλάθητο καθοδηγητικό νήμα για τη σημερινή ορθογράφηση –και ας γίνει με ανατροπή παγιωμένων επί αιώνες τύπων, ακόμα και από την ελληνιστική εποχή– αναγκάζεται να συνηχήσει μέσα στο εθνικό καλούπι: ...(ο πλούτος και η «σημασιολογική ιστορία των λέξεων) είναι μια ελκυστική διανοητική περιπλάνηση στα εκφραστικά μέσα ενός λαού». Ταχυδακτυλουργικά, αντί για γλώσσα βγαίνει έθνος!

Αλλά ο κλασικισμός δεν είναι μόνο ορθογραφικός· η ορθογραφία μιας λέξης είναι ετυμολογική παράσταση, «απ’ όπου συνάγεται η βασική σημασία της», πιο κάτω «η αρχική βασική σημασία». Πόσες λέξεις με ταυτόσημη γραφή στην αρχαία και τη σημερινή γλώσσα, αλλά με διαφορετική πια σημασία, πρέπει να αραδιάσουμε για να κλονίσουμε αυτήν την άποψη; Πόσων αιώνων άλματα πάνω από τα (απολίτιστα; ασυμμάζευτα;) μεσαιωνικά ελληνικά πρέπει να κάνουμε για να δικαιωθούν τέτοιες αντιλήψεις;

Η παγίωση της σημασίας μέσω της ετυμολογίας πώς συμβιβάζεται με έναν πανεπιστημιακό, ο οποίος επί χρόνια εμφανίζεται γλωσσολογικά ως ο Τσόμσκι επί (ελληνικής) γης; Πιστεύει ο κ. Μπαμπι. ότι οι λέξεις όχι μόνο ορθογραφήθηκαν αλλά και σημασιολογήθηκαν ως κυριολεξίες από τους ένδοξους προγόνους μας; Ότι η σημασία τους χαλκεύτηκε άπαξ και διά παντός; Ότι η επικοινωνία επιτρέπεται αποκλειστικά με τα νάματα και τις απαρχές, και ότι μόνο έτσι θα πρέπει να πειθαρχούμε μεταξύ μας;

Φαντάσου, ότι τσίμπησα διαβάζοντας ένα απόσπασμα του Γκράμσι, από τα Τετράδια της φυλακής: «Η σύγχρονη γλώσσα είναι μεταφορική σε σχέση με τις σημασίες και το ιδεολογικό περιεχόμενο που οι λέξεις, τις οποίες χρησιμοποιούμε, είχαν σε μια προηγούμενη φάση του πολιτισμού». (Από το άρθρο, "Τα Τετράδια της φυλακής του Αντόνιο Γκράμσι, προ-θεωρητικές παραδοχές, θεωρίες για τη γλώσσα και γλωσσική πολιτική", της Μ. Τζεβελέκου, Ο Πολίτης 160, Νοέμβριος 2007). [...]

Με κάνα δυο κλικ δεξιά, χαϊδεύοντας τα εθνικά αυτιστικά αφτιά μας, περνάει από το σήμερα στο αττικό κλέος και από τη γλώσσα στο λαό (διάβαζε έθνος), ώστε, στο τέλος του άρθρου, να έχει αποκτήσει όλο το θάρρος να δηλώσει ότι η «δημιουργική» διδασκαλία της γλώσσας «αποτελεί μύηση στις διαδικασίες της έκφρασης, της σκέψης και του πνεύματος και, κατ’ επέκτασιν, του πολιτισμού ενός λαού». Με τέτοια μυθικής ισχύος καλούπια, τι χρείαν πλέον έχομεν ρυθμιστικής γραμματικής;

Η μυθοποίηση φυσικά δεν θα τονίσει:
–ότι το αλφάβητο είναι και αυτό ένα αυθαίρετο σύστημα σήμανσης ήχων,
–ότι η αρχαία γλώσσα διαμορφώθηκε ιστορικά από πλήθος ελληνικών διαλέκτων, έτσι και η γραφή της.
Ο Benedict Anderson (Imagined Communities) λέει για τα αγγλικά ότι η ορθογραφική απόκλιση (πρβλ. τα διάφορα -ough του Μπαμπι. στο τελευταίο άρθρο) "shows both the idiolectic variety out of which the now standard-spelling of English emerged, and the idiographic quality of the final product".

O Μπαμπι. με τα ίδια του τα λόγια: «Ο Έλληνας, οπουδήποτε Γης κι αν βρίσκεται, πρέπει να αισθάνεται υπερήφανος με ένα προνόμιο που είναι η Ελληνική Γλώσσα του» (20.12.2003, συνέντευξη στο ιντερνετικό Sofia Times Magazine - το περιοδικό του παγκόσμιου Έλληνα πολίτη, μια ματιά θα σας πείσει,

Μήπως είμαι μητραλοίας;
[Κ.Γ.]

για την αντιγραφή -και ολόθυμη "συνυπογραφή"-
Γ.Η.Χ.

buzz it!

16/1/08

στις επάλξεις [9] ή η βυθιότητα και ο κομιστής

1. Σε βυθιότητα έχει πέσει ο Χριστόδουλος, ο αρχιεπίσκοπος βρίσκεται σε βυθιότητα, σε κατάσταση βυθιότητας, έχει περιέλθει σε βυθιότητα, περιέπεσε σε βυθιότητα, σε άτακτα διαστήματα βυθιότητας πέφτει πλέον ο αρχιεπίσκοπος –πώς ζούσαμε ώς τώρα χωρίς βυθιότητα, ακόμα και στις πιο ένδοξες καθαρεύουσες ημέρες;

διαβάστε τη συνέχεια...

Είναι προφανές: δε ζούσαμε. Ιδού, απ’ τις 344 περιπτώσεις που δίνει το γκουγκλ (293 ήταν πριν από μερικές ώρες, όταν θέλησα να κρατήσω καναδυό σημειώσεις για το σχολιάκι αυτό: δηλαδή + 50 μέσα σε μισή μέρα;), απ’ τις 344 λοιπόν περιπτώσεις η συντριπτική πλειονότητα έχει να κάνει με την κατάσταση του Χριστόδουλου.

Ε, ιατρικός όρος, θα πείτε –αλλά από πότε μιλάμε με ιατρικούς όρους; Για τα του καρκίνου λ.χ., νεόπλασμα λένε οι γιατροί, κακοήθη νεοπλάσματα, αντινεοπλασματική θεραπεία κ.τ.ό. Λοιπόν;

Αλλά μιλάνε όντως έτσι οι γιατροί; Ή μήπως κυρίως γράφουν; Όπως γράφουν για επίπεδα σακχάρου, αλλά σ’ εμάς, κούφια η ώρα, για ζάχαρο και μόνο θα μας πουν; Όταν όμως βρεθούν κι αυτοί μπροστά σε κάμερα, όπως όλοι οι άλλοι, τα καλά τους θα βάλουν, τους ειδικούς όρους τους θα φορέσουν, από τότε μάλιστα που τους επιφυλάχτηκε διακεκριμένος ρόλος στα σίριαλ με το καρτέρι έξω απ’ τα νοσοκομεία, από Ανδρέα Παπανδρέου αίφνης και μετά.

Μα πάλι επιμένω: πού ήταν τόσα χρόνια η βυθιότητα, και ζούσαμε οι πτωχοί, ξέρετε, οι λεξιπένητες εννοώ, με όρους κοινής χρήσεως, πεζοδρομίου, όπως νάρκη, βυθισμένος κτλ.;

Βυθιότητα λοιπόν απ’ άκρου εις άκρον, σε κανάλια και εφημερίδες, και τσουπ: «η αριστερά βρίσκεται σε βυθιότητα» διαβάζω: αμ τι, τέτοιο λαυράκι λέξη και θα μας ξεφύγει;

2. Τις μέρες τούτες με το «ροζ ντιβιντί», πολύς ο λόγος γι’ αυτόν που το πήγε στο Μαξίμου, για τον «ταχυδρόμο του dvd», όπως γράφουν πολλές εφημερίδες, άλλες όμως, πιο κολλαρισμένες, γράφουν –και λένε, σχεδόν σ’ όλα τα τηλεοπτικά κανάλια– για τον «κομιστή». Καλώς τονα κι ας άργησε λοιπόν, μετά τη βυθιότητα, κι ο κομιστής, που τότε «εκόμισε το dvd στο Μεγάρου». Κι αφού αυτός εκόμισε («κόμιση» να ’ναι η πράξη;), τι κάναν στο Μαξίμου;

3. το αγαπημένο μας ρήμα: "έλαβαν στο Μαξίμου…", "λαμβάνοντας το dvd το Μαξίμου…", όχι παρέλαβαν και παραλαμβάνοντας, δεν είναι αρκούντως λόγια αυτά: έλαβαν και λαμβάνοντας λοιπόν (οπότε, «η λήψη του dvd»;). Και «η απάντηση θα χανόταν στην ομίχλη, αν δεν είχε ληφθεί το επίμαχο dvd» (Νέα 31.12.07).

Κι άλλο ένα, εδώ κοντά στο αγαπημένο μας (πέρα από τα πολυάριθμα «λαμβάνει φάρμακα», αλλά και «λαμβάνει θεραπεία», πάλι για τον αρχιεπίσκοπο): «η αυτοκτονία της έλαβε χώρα έπειτα από έναν ακόμη έντονο καβγά τους» (Βημαγκαζίνο 9.12.07)

4. Και ρέστα από τ’ άλλα αγαπημένα μας:
–«Είχε εισέλθει παρανόμως κι άλλες φορές στο παρελθόν στην ιδιοκτησία του ζευγαριού» (Νέα 10.5.07)
–«[δεν μ’ αρέσει] που οι εισερχόμενοι στα μέσα μεταφοράς ορμούν μέσα προτού προλάβουν να εξέλθουν οι επιβάτες» (Βημαγκαζίνο 27.5.07)
–«ο υπουργός οικονομίας δεν αρκέστηκε πάντως σε θεατρικές εξόδους. Εξήλθε και από τη χώρα» (Νέα 31.12.07)

Αλλά εδώ είχαμε «εξαγωγές κραυγών», οι β-υθιότητες μας μάραναν;

buzz it!

15/1/08

Νέα από το χώρο της μόδας

Τα Νέα, 1 Οκτωβρίου 2005

Η εκβιασμένη ομοιομορφία, και μάλιστα προς τα πίσω, όπου π.χ. ισοπεδώνονται τα ρήματα πληρώ-πληρώνω-συμπληρώνω και γίνονται όλα ένα, αυτή ακριβώς σημαίνει φτώχεια γλωσσική, και το χειρότερο: σκέψης!




Μετά το ημίχρονο, «επαναρχίζει ο αγώνας μπάσκετ για τη νίκη». γιατί δηλαδή, αν «ξανάρχιζε», θα χάναμε;

το πλήρες κείμενο:

Πρόλαβε και μας δρόσισε, μάλλον μας μούλιασε ο Σεπτέμβρης, κι έρχονται καθυστερημένα τα τελευταία γλωσσικά ρέστα, που φιλοδοξούσαν λίγο να μας δροσίσουν –αλλιώς, σε δουλειά απλώς να βρισκόμαστε, σιγά μην ιδρώσει τ’ αφτί κανενός.

Έγραφα (1, 2) για την αδυναμία να διδαχτούν τα αρχαία στα γυμνασιακά χρόνια, κυρίως για τη σύγχυση την οποία γεννούν οι ομοιότητες αλλά και οι διαφορές τους από τα νέα, και κυριότατα για την απαξίωση και υπονόμευση των νέων ελληνικών διά των αρχαίων. Έγραφα λόγου χάρη πως αποδιοργάνωση και μόνο θα είναι η –υποχρεωτική– γνώση ότι λογάς ήταν κάποτε ο επίλεκτος, και χρήστης ο δανειστής αλλά και ο δανειζόμενος.

Και αν για την υποχρεωτική εκπαίδευση ισχύει περισσότερο το πρακτικό-επιστημονικό σκέλος, για όλους εμάς τους υπόλοιπους ίσχυε και ισχύει περισσότερο το ιδεολογικό. Έλεγα πως τη σίγουρη για τα παιδιά σύγχυση μπορεί θεωρητικά να τη γλιτώσει ο ενήλικος, που υποτίθεται πως έχει κατακτήσει και καλλιεργήσει ασφαλώς το γλωσσικό του όργανο.

Κι ωστόσο, όπως μας δείχνει η πλειονότητα των λαθών που διαπράττονται, ούτε ο ενήλικος τη γλιτώνει –για να μην πω ότι τις περισσότερες φορές σπεύδει περιχαρής να πέσει στον λάκκο που μόνος του άνοιξε, σκάβοντας στα αβαθή της παραεπιστήμης και στα βαθύτατα της ιδεοληψίας. Αναφέρομαι σε όσους συνειδητά υποτιμούν ή και αποστρέφονται τη γλώσσα τους και καταφεύγουν στα δεκανίκια της περιούσιας αρχαίας, ή σε ό,τι τέλος πάντων νομίζουν για αρχαία.

Μα δεν υπάρχουν μόνο οι αυτόχειρες. Θύματα της σύγχυσης που καλλιεργείται από παλαιοτάτων χρόνων και από πάντα πρόθυμους προφήτες του αφανισμού της γλώσσας πέφτουν και άξιοι επαγγελματίες του λόγου και της γραφής. Η επονείδιστη κατηγορία για βαρβαρισμό, λεξιπενία, «χαμηλή ποιότητα», επί το επιστημονικότερον, κρέμεται πάνω απ’ το κεφάλι του καθενός μας και συχνά μάς σκοτίζει το νου, είτε μπροστά στο μικρόφωνο είτε μπροστά στο λευκό χαρτί.

Ιδού ελάχιστα παραδείγματα, αποτέλεσμα –και μαζί παραγωγός– σύγχυσης πολύ περισσότερο από τον λογά=επίλεκτο και τον χρήστη=δανειστή/δανειζόμενο, καθώς εμφανίζονται ιδιαίτερα απλά και προφανή. Από την αύξουσα, ισχυρίζομαι, τάση για «καθαρολογία», στέκομαι στο μορφώνω και το πληρώνω.

Από το μεσαιωνικό μορφώ στο σημερινό μορφώνω και τα παράγωγα και σύνθετά του, έχουμε πια αυτό που συνήθως χαρακτηρίζουμε γλωσσικό πλούτο, τη δυνατότητα δηλαδή να λέμε και να γράφουμε –πλάι στη λόγια στερεότυπη έκφραση «μορφώνω γνώμη», μάλιστα «μορφώνω ιδία γνώμη»– «μορφώνω τα παιδιά μου», και πλέον «διαμορφώνω γνώμη, άποψη, μια κατάσταση, τις προϋποθέσεις…» κτλ. Αν τώρα αρχίσουμε να φοράμε παντού το μορφώνω, λόγου χάρη: «μορφώνω μια κατάσταση» ή «μορφώνω τις προϋποθέσεις», έτσι όπως διάβασα από χείρα εγγραμμάτου ότι κάποιος ποιητής «φιλοδοξεί [...] να μορφώσει ένα είδος παγχρονικής “εσπεράντο” της ελληνικής», τότε απλώς παραμορφώνουμε την ιστορία της γλώσσας, παραμορφώνουμε τη γλώσσα.

Ανάλογα, από το πληρώ φτάσαμε στο πληρώνω, και από εκεί έχουμε το συμπληρώνω κτλ. Στην περίπτωση αυτή, το πληρώ διατηρεί περισσότερα νόμιμα κεκτημένα, όπως «πληροί τους όρους, τις προϋποθέσεις…» Αλλά, όπως καλώς «πληροί τους όρους» και δεν τους «πληρώνει», θα έπρεπε κάθε τύπος να διατηρεί την οικεία του θέση, όπως είδαμε και με το προηγούμενο παράδειγμα του «μορφώνω». Ιδού και πάλι ο πλούτος: πλάι στο «πληροί τους όρους», κάποιος «πληρώνει τους λογαριασμούς» και «συμπληρώνει τα κενά» (ενώ αλλού «γεμίζει») κ.ο.κ. Δεν νοείται δηλαδή να πούμε –παραθέτω από έγκριτους επαγγελματίες του λόγου– πως «η καλλιτεχνική γραφή πληροί το χαρτί» ή ότι «το κοινό πλήρωσε το αργολικό θέατρο».

Δεν χρειάζεται να πολλαπλασιάσω τα παραδείγματα. Από όποια πλευρά και να τα δούμε, από όποια πλευρά και να δούμε την τάση αυτή, το αποτέλεσμα είναι, δεν θα κουραστώ να το λέω, η άρνηση της ιστορίας της γλώσσας, η άρνηση του δυναμισμού και της εξέλιξής της, η άρνηση εντέλει της γλώσσας στην πραγματικότητά της, στην πραγματική της μορφή, εν ονόματι κάποιου φαντάσματος γλώσσας, που οπωσδήποτε, αναπόφευκτα, νομοτελειακά, στην τρέχουσα γλωσσική πραγμάτωση μεταφράζεται σε λίγα αρχαία ή αρχαιόμορφα ράκη. Μας αρέσουν, παραταύτα; Σε κάποιους, φαίνεται, μπορεί, κι αυτό είναι αναφαίρετο δικαίωμά τους. Πέρα όμως από τη δική μου, υποκειμενική ιδεολογική ανάγνωση, και από την οποιαδήποτε υποκειμενική αισθητική αποτίμηση, η απτή γλωσσική πραγματικότητα, έτσι όπως αποτυπώνεται ενδεικτικά στα παραπάνω παραδείγματα, είναι ό,τι ακριβώς μάχονται σθεναρά στη θεωρία οι φορείς και παραγωγοί τους: «ομοιογενοποίηση», τουτέστιν ισοπέδωση.

Γιατί ισοπέδωση είναι όταν όλα πια γίνονται πληρώ-πληρώνω και μορφώ-μορφώνω· ισοπέδωση είναι όταν «επαναρχίζει ο αγώνας μπάσκετ», όταν δηλαδή δεν υπάρχει διάκριση επιπέδου ανάμεσα στο επανα- και το ξανα- (επανακάμπτω αλλά ξανανιώνω, επαναδιαπραγματεύομαι αλλά ξανατρέχω) κτλ. κτλ. Και η ισοπέδωση αυτή, αυτή η νέα νεκρική τάξη, η εκβιασμένη ομοιομορφία, και μάλιστα προς τα πίσω, αυτή και μόνο, αυτή ακριβώς σημαίνει φτώχεια, γλωσσική εννοείται, αλλά το χειρότερο: σκέψης!

Τι φοριέται, τι θα φορεθεί

Έλεγα όμως να ευθυμήσουμε, και παρασοβάρεψε το πράγμα. Ας ξαναπροσπαθήσω: Διάλογος νέων, σε περσινό ριάλιτι, στα σκοτεινά και ψιθυριστά: «Αυτό που νιώθεις δείχνεις;» «Μμμ…» [καταφατικό] «Όπως και αν το λαμβάνω;» «Μμμ…» [καταφατικό] «Δεν είναι κακό…» «Όχι…» «…μου αφήνει το περιθώριο να το λαμβάνω όπως θέλω».

Ακούω κι εγώ, και λέω, πού στο καλό το ψώνισαν, 18χρονα-20χρονα παιδιά, κοτζάμ λαμβάνω, για να το βάλουν μάλιστα πού; σε ποια επίσημη τάχα περίσταση;

Ιδού, στη χώρα όπου προγράφτηκε ξαφνικά το –μαλλιαρό;– ρήμα παίρνω (αλλά και το δέχομαι, σε ορισμένες περιπτώσεις): «ένας μικρός δρόμος [...] που έλαβε το όνομά της…», «η Ν. Μούσχουρη δεν θέλησε να λάβει αμοιβή», «αυτήν τη στιγμή στο τηλεφωνικό κέντρο λαμβάνουν τηλεγραφήματα», «[αμοιβή] για τις επιπλέον ώρες λαμβάνει ό,τι και για τις κανονικές», «οι κάμερες δεν λαμβάνουν εικόνες από εισόδους ή μπαλκονόπορτες» κ.ά.

Όλο και περισσότερο, όλο και πιο κοινά ρήματα, σε όλο και πιο κοινά συμφραζόμενα, προγράφονται, εξοβελίζονται, απαγορεύονται: όλοι εισέρχονται, διαμένουν, αναγιγνώσκουν, επαναρχίζουν, αναμένουν! Τι αναμένουν; Το καινούριο λόγιο κοκαλάκι, το καινούριο κοσκινάκι, γραμματικοσυντακτικό, λεξιλογικό, ορθογραφικό –το «αίολος» αντί έωλος, καληώρα, που αρκεί να τους το παίξει κουδουνίστρα μπρος στα μάτια τους το λεξικό Louis Vuitton, και παθαίνουν αλλεπάλληλους οργασμούς: δεν πά’ να βρίσκεις (βρίσκουν όμως;) δεκάδες λήμματα, αν π.χ. ανοίξεις (ανοίγουν όμως;) το περίφημο και προσιτότατο σήμερα βοήθημα Thesaurus Linguae Graecae (TLG), όπου Ιωάννης Χρυσόστομος, Φώτιος, Σούδα, Επιφάνιος, πανστρατιά, δίνουν με εω- όχι μόνο τον «μπαγιάτικο» αλλά και τον «αστήρικτο»: έωλος λόγος, έωλος υπόθεσις, έωλος η του διαβόλου επιβουλή, έωλον και αναπόδεικτον, έωλος η συκοφαντία κτλ.

Ας κλείσουμε όμως την προσφιλή, τακτική μας ανασκόπηση στο χώρο της γλωσσικής μόδας. Είδαμε τις νέες τάσεις. Καλά κρατούν όμως και οι παλαιότερες, με χαρακτηριστικότερη την ακλισία: τον περασμένο μήνα έλαμψε στα περισσότερα έντυπα η γενική της Σύλβια Πλαθ: έχω μπροστά μου τρεις εκτενείς κριτικές παρουσιάσεις, όλες μέσα σ’ ένα σαββατοκύριακο, του βιβλίου Ο θάνατος και η ζωή της Σύλβιας Πλαθ: ναι, αυτό το βιβλίο είχαν στα χέρια τους, βάζουν και φωτογραφία το εξώφυλλό του, όπου φαίνεται το -ς στη γενική, στη μία μάλιστα παρουσίαση αναφερόταν δύο φορές μέσα στο κείμενο ο τίτλος, πάντα με το σίγμα του, αλλά ο συντάκτης διόρθωνε το μέγα «σφάλμα», σύμφωνα με τις επιταγές της ορθογραφικής modernité: της Σύλβια. Αλλά και της Σαχάρα, της Μόσχα, του Πεκίνο, της Μιμή Ντενίση, ή της Λιάνα Κανέλλη, που είπε ο περίφημος Λιακόπουλος σ’ ένα από τα πολλά κανάλια όπου εμφανίζεται. Κι ακόμα: της καντάτα και του μαέστρο, από τους φωτερούς του Τρίτου, ή τα γιαπί, της κάποτε προσεχτικής Καθημερινής, αλλά και του πόπολο και τα μπανιερό.

Και οι γενικές πληθυντικού: «το τραγούδι των σειρηνών», «ένα κοπάδι σαρδελών», «μια συρραφή φετών ζωής», και, αυλαία παρακαλώ, «το ντεμοντέ των σουπών».

Ζητείται σχόλιο.

buzz it!

Αρχαία και εκπαιδευτικός νους

Τα Νέα, 17 Σεπτεμβρίου 2005

Μοναδικός τρόπος για να κατακτήσει οποιοσδήποτε οποιαδήποτε λέξη είναι να την εντάξει αυτομάτως σε μια φράση

το πλήρες κείμενο:

Πλησίστιοι για την καινούρια ακαδημαϊκή χρονιά, ας τελειώνουμε με τα ρέστα της προηγούμενης, χωρίς βεβαίως αυταπάτες πως δεν θα τα συναντήσουμε, ξανά και ξανά, κεφαλαιοποιημένα δηλαδή, μπροστά μας.

Έγραφα στο προηγούμενο για το περίφημο -η στην κατάληξη των Αχαρνέων, αυτό το γραμματάκι φετίχ των ημιμαθών, που άνθησε ιδιαίτερα το καλοκαίρι αυτό. Και σχολίαζα ένα πολεμικό μονόστηλο διακεκριμένης δημοσιογράφου, που ήξερε τη «μοναδικότητα» του -η, όχι όμως και ότι επί Θήβας δεν σημαίνει «στις Θήβες» αλλά «εναντίον των Θηβών» και ότι ο τύραννος Οιδίπους είναι απλώς βασιλιάς.

Πέρασα έτσι σ’ ένα πάντα επίκαιρο θέμα, την εκμάθηση των αρχαίων, επίκαιρο πολύ περισσότερο τώρα που αρχίζει η ενισχυμένη διδασκαλία των αρχαίων στα σχολεία. «Εξ όνυχος» αναφέρομαι στη δομική σχεδόν δυσκολία να διδαχτούν τα αρχαία, ιδίως στο γυμνάσιο, έστω και μόνο για δύο λόγους: (α) έναν ιδεολογικό, τη σύνδεση με το αρχαίο πνεύμα κτλ. και την ενίσχυση των καταγωγικά τάχα «ανάπηρων» Νέων Ελληνικών· και (β) έναν απολύτως πρακτικό, τη δυσκολία να κατακτήσει ο μαθητής μια γλώσσα που παρουσιάζει παραπλανητικές, για την ηλικία του, ομοιότητες και άλλες τόσες –για την ακρίβεια, απείρως περισσότερες– διαφορές με τη γλώσσα την οποία μιλά.

Αφήνοντας προς στιγμήν το ιδεολογικό μέρος, καθώς μάλιστα δεν υιοθετείται οπωσδήποτε από όλους τους υπέρμαχους των αρχαίων, μένω στο πρακτικό, που συνιστά, πιστεύω, απάντηση στον γνωστό καημό γιατί οι ξένοι μαθαίνουν αρχαία κι εμείς όχι. Έτσι άλλωστε έχει διατυπωθεί υπεύθυνα η πρόταση να διδάσκονται τα αρχαία σαν ξένη γλώσσα· σχετικά πρόσφατα, από τον αμετάκλητα μακριά μας Τάσο Χριστίδη, και μόλις λίγους μήνες πριν, σ’ αυτήν εδώ την εφημερίδα, από τον σοφό δάσκαλο Εμμ. Κριαρά (απαραίτητη μνεία, συν τοις άλλοις για να μη σπεύδουν διάφοροι, π.χ. ο αρχαιόνους μεσημεριανής εφημερίδας, να ορίζουν, αδιάβαστοι ή απλώς πονηροί, εύκολο στόχο «τις απόψεις», γιά φαντάσου, «του Χάρη»).

Χαρακτηριστικά παραδείγματα για τη γλωσσική σχιζοφρένεια στην οποία καλείται να θητεύσει ο μαθητής αντλούσα από το βιβλίο της Α΄ γυμνασίου, όπου ο μαθητής μαθαίνει σημερινές λέξεις με την αρχαία αλλά προ πολλού ανύπαρκτη σημασία τους, και φτιάχνει πλέον φράσεις με τις λέξεις αυτές. Οπότε, θα πει λόγου χάρη πως «ο Α. Τσοχατζόπουλος είναι λογάς του ΠΑΣΟΚ» και θα εννοεί πλέον πως είναι «επίλεκτο στέλεχος»! Έφτασε τότε στην εφημερίδα επιστολή οργίλου φιλολόγου που με καλούσε σε μεταμέλεια, επειδή, έλεγε, στο σχετικό βιβλίο οι αρχαίες λέξεις τυπώνονται «με διαφορετικά τυπογραφικά στοιχεία» και οι μαθητές δεν καλούνται «να χρησιμοποιήσουν λέξεις της αρχαίας σε προτάσεις της σημερινής». Σύμφωνα με πάγια τακτική της εφημερίδας δημοσιεύτηκε απόσπασμα της επιστολής στο φύλλο της 11/6. Όμως ο φιλόλογος τηλεφώνησε και διαμαρτυρήθηκε έντονα, γιατί πίστευε πως δεν αρκούσε το απόσπασμα για την αντίκρουση των απόψεών μου. Θα του κάνω εγώ το χατίρι, και θα δημοσιεύσω ολόκληρη την επιστολή του στον χώρο το δικό μου, θεωρώντας ότι είναι ενδεικτική μιας γενικότερης νοοτροπίας και της στάσης απέναντι στο επίμαχο θέμα, την εκμάθηση των αρχαίων. Η οποία στάση είναι απλούστατα άγνοια στοιχειωδών δεδομένων και της γλωσσολογίας και της ψυχοπαιδαγωγικής.

Ιδού:


Αξιότιμε κ. Διευθυντά,
Για μια ακόμη φορά ο συνεργάτης της έγκριτης εφημερίδας σας κ. Χάρης (στο άρθρο του στο φύλλο του Σαββατοκύριακου 28-29.5.05) ξεπέρασε τα εσκαμμένα. Ως αναγνώστης των «Νέων» εδώ και τριάντα επτά χρόνια, οργισμένος, διαμαρτύρομαι, γιατί στο όνομα της ελεύθερης έκφρασης και διακίνησης των ιδεών ο εν λόγω κύριος δεν σέβεται –πιστεύω– ούτε την εφημερίδα με την οποία συνεργάζεται ούτε τους αναγνώστες της.

Δεν είναι στις προθέσεις μου να υπερασπίσω το βιβλίο των αρχαίων ελληνικών της πρώτης τάξης Γυμνασίου, όπως και κανένα άλλο από τα βιβλία του σχολικού προγράμματος. Επειδή όμως ο κ. Χάρης είναι, αν δεν κάνω λάθος, φιλόλογος, όφειλε να γνωρίζει, πριν εξαπολύσει τους μύδρους του, ότι το λεξιλόγιο που περιλαμβάνεται στο δεύτερο μέρος κάθε ενότητας είναι οργανωμένο στη βάση κάποιου σχεδίου. Δεν θα σας κουράσω αναφέροντας αναλυτικά τα του σχεδιασμού αυτού, θα τονίσω μόνον ότι στο λεξιλόγιο περιλαμβάνονται λέξεις και της σημερινής αλλά και της αρχαίας ελληνικής. Η διάκρισή τους είναι ευχερής, αφού έχουν τυπωθεί με διαφορετικά τυπογραφικά στοιχεία. Ο κ. Χάρης διαστρέφει την πραγματικότητα ισχυριζόμενος ότι οι μαθητές καλούνται να χρησιμοποιήσουν τις λέξεις της αρχαίας σε προτάσεις της σημερινής. Ούτε από τις οδηγίες που υπάρχουν προβλέπεται αυτό ούτε στο βιβλίο υπάρχουν σχετικές ασκήσεις ούτε οι διδάσκοντες έχουν το δικαίωμα ή την απαίτηση να συμβεί κάτι τέτοιο. Όσα αναφέρει ο κ. Χάρης για τη «μικρή του φίλη» είναι αποκυήματα της φαντασίας του και μόνον. Και λυπούμαι βαθύτατα που εμφανίζονται άνθρωποι οι οποίοι με πόλεμο λάσπης προσπαθούν να προωθήσουν τις απόψεις τους (για να βεβαιωθείτε σας παραπέμπω στις σελ. 36-37 και 43 του βιβλίου «Αρχαία Ελληνική Γλώσσα» Α΄ Γυμνασίου, έκδ. ΟΕΔΒ 2004). Ειδικότερα για τη λέξη λογάς αξίζει να σημειώσω (για να φανεί το μέγεθος της αυθαιρεσίας) ότι αναφέρεται δύο φορές στο λεξιλόγιο (της σελ. 36). Την πρώτη συσχετίζεται με τη σημασία «μιλώ» του ρήματος «λέγω», επομένως λογάς είναι αυτός που λέει πολλά. Τη δεύτερη συσχετίζεται με τη σημασία «μαζεύω, διαλέγω αριθμώντας» του ρήματος «λέγω», επομένως λογάς είναι ο επίλεκτος. Στην πρώτη περίπτωση έχουμε λέξη του σημερινού λεξιλογίου, στη δεύτερη του παλαιότερου. Πού βρίσκεται το πρόβλημα που κατά τον κ. Χάρη θα αναγκάσει το παιδί «να στραμπουλήξει το μυαλό του και το αισθητήριό του»;

Κύριε Διευθυντά,
αν ο κ. Χάρης ήθελε πράγματι να συμβάλει στη βελτίωση του συγκεκριμένου βιβλίου (ή και άλλων) θα μπορούσε να εντοπίσει λάθη και αδυναμίες που όντως υπάρχουν. Αν έχει υπόψη του αυθαίρετες ή παράτυπες απαιτήσεις κάποιου καθηγητή που διδάσκει το μάθημα αυτό, να τις στηλιτεύσει και να τις καταγγείλει. Πριν από αυτό πάντως, ή για βοήθειά του, τον προτρέπω να ρίξει μια ματιά στο «βιβλίο του καθηγητή» (για το συγκεκριμένο θέμα θα βρει χρήσιμα στοιχεία στις σελ. 32-33, έκδ. ΟΕΔΒ, βιβλίο Γ΄ τάξης). Σε κάθε περίπτωση, είναι ντροπή να πέφτει σε επίπεδο, που βρίσκεται –επιτρέψτε μου– στα όρια της εξαχρείωσης. Το λιγότερο που έχει να κάμει είναι να αναγνωρίσει το λάθος του και να ζητήσει συγγνώμη από όσους εμμέσως πλην σαφώς καθύβρισε και συκοφάντησε.
Με τιμή…



Ούτε το ύφος έχει νόημα να σχολιάσω, ούτε να σταθώ σε «λεπτομέρειες» πως, όχι, δεν τυπώνονται με διαφορετικά στοιχεία τα αρχαία από τα νέα (μπέρδεψε τάχα τα βιβλία;), ούτε πολύ περισσότερο χρειάζεται να του ρουφιανέψω ποιος καθηγητής ζήτησε τέτοιου τύπου άσκηση! Το μείζον εδώ θέμα είναι ότι, ακόμα κι αν είχαμε ένορκη βεβαίωση όλων των φιλολόγων της χώρας ότι, άπαπα, ποτέ τέτοια άσκηση, με «λέξεις της αρχαίας σε προτάσεις της σημερινής» (δηλαδή, στα αρχαία τις σχηματίζουν τότε τις προτάσεις τα παιδιά;), το μείζον λέω είναι ότι υπάρχει εκπαιδευτικός ο οποίος αγνοεί το στοιχειωδέστατο, ότι μοναδικός τρόπος για να κατακτήσει ο οποιοσδήποτε μια οποιαδήποτε λέξη είναι να την εντάξει αυτομάτως, ενστικτωδώς, σε μια φράση.

Διαφορετικά, όταν ένα παιδί της προσχολικής ηλικίας, ένας μαθητής ή ένας ενήλικος μαθαίνουν ότι book είναι το βιβλίο στα αγγλικά, και cahier το τετράδιο στα γαλλικά, και seni seviyorum, τώρα με τα «ελληνοτουρκικά» σίριαλ, το σ’ αγαπώ στα τουρκικά, αντιστοιχίζουν την καινούρια λέξη με την ήδη κατακτημένη και ίδιας σημασίας δική τους, και με συνεχή αναφορά στο ξένο, το διαφορετικό γλωσσικό σύστημα κατακτούν μια καινούρια λέξη. Αν τώρα το παιδί της προσχολικής ηλικίας (υπερβάλλω; μπα! υπάρχουν και σχετικές προτάσεις), ο μαθητής ή ο ενήλικος μάθουν ότι λογάς, στο θεωρούμενο ίδιο γλωσσικό σύστημα, εκτός από «φλύαρος», δεν είναι καν αλλά ήταν ο επίλεκτος, το αποτέλεσμα θα είναι μάλλον σύγχυση και αποδιοργάνωση. Από αυτούς, άντε και γλιτώνει ο ενήλικος (που κατά κανόνα δεν γλιτώνει, όπως έχουμε δει πολλές φορές, και θα το δούμε και στο επόμενο)· όμως το παιδί, ο μαθητής;

buzz it!