Τα Νέα, 4 Νοεμβρίου 2000
Η λογοτεχνία δεν είναι σκέτες λέξεις, δεν είναι σκέτα φραστικά σχήματα· το πώς τα μεταφέρει όλα αυτά η μετάφραση, είναι ο σταυρός τού μεταφραστή
το πλήρες κείμενο:
Λέει κι η σελίδα αυτή να δίνει κάπου κάπου τον λόγο και στον αναγνώστη, και αφού δεν έχει πια και τόσες επιστολές, ο λόγος στα τηλεφωνήματα:
1. Η μετάφραση, τα «καλά ελληνικά» και η λογοτεχνία: Στο προηγούμενο κείμενό μου ο Άρης Μπερλής αναγνώρισε παράθεμα από παλιά μετάφρασή του (Βιρτζίνια Γουλφ, Στο φάρο, 1982), το οποίο έδινα, όπως πάντα, ανωνύμως, εφόσον σχολιάζεται ένα γραμματικό ή συντακτικό φαινόμενο και όχι ο συγγραφέας ή ο μεταφραστής. Ο κ. Μπερλής όμως απαίτησε να αναφέρομαι πάντοτε επωνύμως σ’ αυτόν, κι έτσι μου δίνεται η ευκαιρία να επανέλθω σε πράγματα που μας ενδιαφέρουν γενικότερα.
Το μήνυμα του κ. Μπερλή: «Ο μεταφραστής δεν επιτρέπεται να κάνει τη Γουλφ να μιλάει τα καθαρά και σαφή εκείνα ελληνικά που αρέσουνε σ’ εμάς». Δύσκολα θα διαφωνήσει κανείς με την άποψη αυτή. Αλλά, δυστυχώς, στη συγκεκριμένη περίπτωση αναφερόμουν σε φράση της Γουλφ η οποία είναι ακριβώς τα δικά της «καθαρά και σαφή» αγγλικά –αυτά που, όταν μεταφέρονται κατά λέξη, μας δίνουν, φυσικά, «μη καθαρά και μη σαφή» ελληνικά.
Η επίμαχη φράση: «Ήταν τώρα φοβερή να τη βλέπεις, και μοναχά βουβές, σηκώνοντας το βλέμμα από το πιάτο, αφού άκουσαν τα όσα με τόση σοβαρότητα είπε για τον Τσαρλς Τάνζλυ, οι θυγατέρες της –η Προύντενς, η Νάνσυ, η Ρόουζ– μπόρεσαν να παίξουν με άπιστες ιδέες που είχαν κάνει για τον εαυτό τους...»* Έλεγα πόσο στοιχειώδης, πόσο χαρακτηριστική είναι στα αγγλικά και στα γαλλικά η σύνταξη αυτή, όπου προηγούνται οι δευτερεύουσες προτάσεις και ακολουθεί η κύρια με το υποκείμενο, με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε κάποιες φορές σε παρανόηση, όταν αλλάζει το πρόσωπο αλλά εμείς νομίζουμε ότι διαβάζουμε ακόμα για το προηγούμενο. Δικαίωμα, τώρα, κάθε μεταφραστή να πιστεύει ότι δημιουργεί ύφος μεταφέροντας πιστά αυτό το συντακτικό σχήμα. Στα ελληνικά όμως θα πρόκειται πάντοτε για «ύφος» του μεταφραστή, και όχι του πρωτότυπου κειμένου, αφού εκεί, είπαμε, αποτελεί κοινό τόπο.
Το ύφος λοιπόν της Γουλφ, το ύφος κάθε συγγραφέα, δεν είναι η καταρχήν βασική, στοιχειώδης, η πλέον κοινότοπη σύνταξη της γλώσσας στην οποία γράφει: το ύφος, που μπορεί να συνίσταται και στην παραβίαση της παραδεδεγμένης σύνταξης έως και την πλήρη ανατροπή της, αρχίζει από κει και πέρα. Εδώ θα μπορούσε να τελειώνει η συζήτηση με τον κ. Μπερλή, που θα κριθεί από αρμοδιότερους για ό,τι άλλο έκανε ώστε να αποδώσει το ύφος της Γουλφ, και όχι για την απλή, μηχανική μεταφορά των αγγλισμών, γιατί λέξη προς λέξη μετάφραση –όπως στο συγκεκριμένο τουλάχιστον παράδειγμα–, απλώς δεν είναι μετάφραση.
Ωστόσο, η γενικότερη ένσταση του κ. Μπερλή είναι ότι δεν κρίνεται έτσι η λογοτεχνία, που συχνά μπορεί να καταφεύγει σε «κακά ελληνικά». Σ’ αυτό το άλλο πια θέμα με βρίσκει βεβαίως σύμφωνο· έχω άλλωστε ήδη εκφραστεί σχετικά, απρόκλητος: σε όχι πολύ παλιό κείμενό μου εδώ (κεφ. 34) σημείωνα πως η λογοτεχνία μπορεί κάποτε «να δικαιώνει τις προθέσεις της, παρά τις όποιες παραβάσεις του τυπικού της γλώσσας –και δεν αναφέρομαι στον Τζόυς ή τον Σελίν, όπου η παράβαση αποτελεί συστατικό στοιχείο του έργου. Μπορεί δηλαδή να υπάρχει λογοτεχνία και με ξενισμούς και με ασυνταξίες, χωρίς πάντως αυτό να σημαίνει ότι οι ασυνταξίες υπηρετούν πάντοτε τη λογοτεχνική πρόθεση ή, πολύ περισσότερο, το ύφος και τη γλώσσα».
Θα επανέλθω: σκόπιμα στον Ελύτη· και σκόπιμα στην ποίησή του:
Σαν μέσ’ από τη σάρκα μου ιδωμένα θα φανερωθούν
ιχθείς του αιθέρος, αίγες με το λιγνό κορμί κατακυμάτων, κωδωνοκρουσίες του Μυροβλήτη,
μεγαλύνει τον κόσμο ο ποιητής στα Ελεγεία της Οξώπετρας, και κάθομαι εγώ και του ζητάω να διορθώσει το «ιχθείς» σε ιχθύες!
Αντίθετα, τη θέλει την παραπανίσια συλλαβή, στην ίδια συλλογή, στο στίχο: πάλι βγήκα εκεί που το κολύμπι μ’ έβγαζε απ’ ανέκαθεν –και ενώ στα πεζά του έχει παντού δεχτεί τη διόρθωση: ανέκαθεν.
Περνώ και σε αναντίλεκτο ξενισμό: Είναι πριν τον γνωρίσεις που αλλοιώνει ο θάνατος (Μαρία Νεφέλη): αλίμονο όμως στον μικρόνου που θα σταθεί εδώ στον ξενισμό.
Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αναφερθώ, σκόπιμα πάλι, και για πολλούς λόγους, στον Μένη Κουμανταρέα, έναν από τους σημαντικότερους πεζογράφους, από τους πιο σημαντικούς για μένα τον ίδιο, και παράλληλα από τους πλέον διακριτικούς στην πνευματική μας ζωή, που δοκίμασε τις δυνάμεις του και στη μετάφραση. Την οφείλω αυτή την παρέκβαση, γιατί έχω ασχοληθεί παλιά με κάποια μετάφρασή του, χωρίς να βρω τρόπο εκεί να μιλήσω για τον συγγραφέα, ενώ εδώ αντλώ πολλές φορές παραδείγματα από το πρωτότυπο έργο του. Ο Μένης Κουμανταρέας, λοιπόν, είναι κατά τη γνώμη μου το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα συγγραφέα που χρησιμοποιεί στην πεζογραφία του (όχι μόνο στις μεταφράσεις του, κάτι που θα ήταν κατανοητό) ξενισμούς κάθε λογής, από αυτούς που μ’ ένα κόκκινο θα τους διόρθωνε ίσως αλλού κι ο ίδιος. Κι όμως, δεν κάνει ύφος με αυτούς: το ύφος του, το προσωπικό του ύφος, η υψηλή πνοή του έργου του υπάρχει –πλάι; πέρα; παρά; δεν ξέρω το σωστό επίρρημα, πάντως υπάρχει μ’ όλους τους ξενισμούς (χωρίς, θα επέμενα, και να τους δικαιώνει).
Γιατί, ως γνωστόν, η λογοτεχνία, η πραγματική λογοτεχνία, πολλές φορές δεν είναι σκέτες λέξεις, δεν είναι σκέτα φραστικά σχήματα. Το πώς τα μεταφέρει όλα αυτά πια η μετάφραση, είναι ο σταυρός του μεταφραστή –σίγουρα, όμως, όχι με τη μία λέξη πλάι στην άλλη. Γιατί τότε, καλοί, μπορεί και καλύτεροι, είναι κι οι κομπιούτερ.
2. Ο Εμμανουήλ Ροΐδης και η εκδοτική λογιστική: η ανταπόκριση στο αφιέρωμα των Προσώπων της 16ης Σεπτεμβρίου «Γλωσσική μυθολογία: 10 μύθοι για τη νεοελληνική γλώσσα» υπήρξε, όπως λέγεται, θερμή.** Με περισσότερα τηλεφωνήματα και λιγότερες επιστολές, πλάι στα καλά λόγια, που πρέπει να τα μεταφέρω και από εδώ στους συγγραφείς των κειμένων, σχολιάστηκαν με θαυμασμό και απορία τα αποσπάσματα από τα Είδωλα του Ροΐδη. Ελάχιστοι τη γνώριζαν αυτή την εμπεριστατωμένη γλωσσολογική μελέτη (που κι εγώ, ομολογώ, τη γνώρισα πολύ όψιμα, χάρη στον Παντελή Μπουκάλα, ο οποίος καταφεύγει συχνά στο ευρύτατου φάσματος δοκιμιογραφικό και χρονογραφικό έργο του Ροΐδη), μια μελέτη του 1893, όπου ο γνωστός σχεδόν αποκλειστικά ως συγγραφέας της Πάπισσας Ιωάννας «τα έχει πει όλα», κυριολεκτικά, και με το ευθύβολο χιούμορ του οργανώνει πανήγυρη τρανή, που θα έπρεπε να αποτελεί –κι ας με σιχτιρίσει από τον τάφο του– «εθνικό ανάγνωσμα».
Γι’ αυτό όμως θα ’πρεπε πρώτα να μεταφραστεί, χωρίς κανένα δισταγμό: άλλωστε, επιστημονική μελέτη είναι, γραμμένη και αυτή σε αυστηρή καθαρεύουσα, από αδυναμία του συγγραφέα να χειριστεί τη δημοτική, όπως μας εξομολογείται ο ίδιος. Αλλά ούτως ή άλλως –μεταφέρω και των αναγνωστών παράκληση– θα ’πρεπε οπωσδήποτε να υπάρξει και μεμονωμένα, αυτοτελής έκδοση, κι όχι χωμένη στους πέντε τόμους των Απάντων (εκδ. Ερμής, Αθήνα 1978, τόμ. δ΄, σ. 93-363). Δεν νοείται γενικότερα να αγοράζει κανείς ολόκληρη σειρά, έτοιμη τάχα για το σύνθετο στο σαλόνι, αν θέλει να αποκτήσει ένα ή και δύο κείμενα, μυθιστορήματα, συλλογές κτλ. ενός συγγραφέα: φανταστείτε να πουλιόταν όλο μαζί το πολύτομο έργο του Ρίτσου ή του Καζαντζάκη. Ο λόγιος Ερμής πιστεύω να το καταλάβει.
3. Ούτε τηλεφώνημα ούτε επιστολή: ο κύριος Γιανναράς. Επιμένει ο κ. Γιανναράς, και αναγκαζόμαστε να επιμείνουμε κι εμείς: σε άρθρο του για τον «αρχιεπισκοπικό λόγο» (Καθημερινή 1 Οκτ.) βρήκε τρόπο να ξαναπεί τα δικά του: «Η τραγική μειονεξία έναντι των ψευδώνυμων “προοδευτικών δυνάμεων” οδήγησε και στο ανεπανόρθωτο ιστορικό έγκλημα της γλωσσικής μεταρρύθμισης Ράλλη». Και έγκλημα, και ιστορικό, και ανεπανόρθωτο, ποιο; Ώσπου να μας πει απερίφραστα ο κ. Γιανναράς τι εννοεί, καταφεύγουμε σε εικασίες.
Καταρχήν, να το πούμε και πάλι: η γλωσσική μεταρρύθμιση Ράλλη είναι η καθιέρωση της δημοτικής, και δευτερευόντως η κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων από το πρωτότυπο στις τρεις τάξεις του γυμνασίου. Επειδή ο κ. Γιανναράς είναι δημοτικιστής, και μάλιστα όχι όψιμος, θα αναφέρεται μάλλον στο δευτερεύον, την κατάργηση των αρχαίων, την οποία έχει ειδικότερα καταδικάσει πολλές φορές στο παρελθόν. Δεν είναι όμως δυνατόν να αγνοεί ο κ. Γιανναράς ότι σε ελάχιστα χρόνια τα αρχαία επέστρεψαν στα σχολεία, σ’ όλες τις τάξεις. Άρα, αυτό το ιστορικό (;) έγκλημα δεν υπήρξε πάντως ανεπανόρθωτο!
Ο κ. Γιανναράς, που για να αναφέρει πλέον κάποιος το όνομά του πρέπει να συμβουλευτεί δικηγόρο, μη βρεθεί με καμιά αγωγή στο κατόπι του όπου θα του ζητείται διψήφιος αριθμός εκατομμυρίων, θα όφειλε να συμβουλεύεται και ο ίδιος τους δικούς του δικηγόρους: θα του εξηγήσουν τα περί παραποίησης της αλήθειας, που συνιστά, αν μη τι άλλο, συκοφαντική δυσφήμηση, και ό,τι άλλο νομικό ή νομικίστικο μπορεί μονάχα πια να καταλάβει: γιατί τη γλώσσα πάντως του διανοουμένου, του στοχαστή, του πανεπιστημιακού δασκάλου επιμένει να μας αποδεικνύει πως την κατάργησε εντελώς.
* Και για να φανεί η κατά λέξη μετάφραση: She was now formidable to behold, and it was only in silence, looking up from their plates, after she had spoken so severely about Charles Tansley, that her daughters, Prue, Nancy, Rose--could sport with infidel ideas which they had brewed for themselves…
** Κείμενα Δ. Ν. Μαρωνίτη, Ευ. Β. Πετρούνια, Α.-Φ. Χριστίδη, Άννας Φραγκουδάκη, Δήμητρας Θεοφανοπούλου-Κοντού, Άννας Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Γιάννη Βελούδη, Ελένης Καραντζόλα, Σπ. Μοσχονά, Μαρίας Κακριδή-Φερράρι, που συνοδεύονταν από αποσπάσματα από τα Είδωλα του Ροΐδη· τώρα, με τίτλο Δέκα μύθοι για την ελληνική γλώσσα, στις εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2001.