29/8/07

σχόλια γιοκ :-(

στο «ιδρυτικό» κειμενάκι αυτού του μπλογκ, έγραφα και τα εξής:

«Απόπειρα λοιπόν για μπλογκ [ενν. αντί για σάιτ], για λόγους κυρίως πρακτικούς, ευκολίας δηλαδή, ενώ φοβούμαι ότι δε θα μπορέσω να ανταποκριθώ στους άγραφους έστω κανόνες του είδους. Θα ήθελα δηλαδή, για πρακτικούς και πάλι, ή κυρίως, λόγους το μπλογκ αυτό να ήταν κατά βάση ενημερωτικό. Όσο κι αν δύσκολα, δυσκολότατα, αντιστέκομαι σε τέτοιους πειρασμούς, φοβούμαι πως δε θα τα καταφέρνω να απαντώ σε τυχόν σχόλια, που οπωσδήποτε είναι πάντοτε καλόδεχτα. [...]

διαβάστε τη συνέχεια...

»ευπρόσδεκτα, ξαναλέω, όλα τα σχόλια και πολύτιμες όλες οι παρατηρήσεις, αλλά έπειτα από τα ολοσέλιδα κατεβατά μου στην εφημερίδα, θα μου επιτραπεί, ελπίζω, να απολαύσω έναν διάλογο, μακάρι, ανάμεσα στους αναγνώστες, χωρίς την ψυχαναγκαστική και καπελωτική παρέμβαση τη δική μου».

Πολύ σύντομα είδα τη χρονοπαγίδα, αλλά και κάποιες επιμέρους παγίδες του μπλογκ: από τις επιμέρους είναι η ευκολία να γράψεις ό,τι σου κατέβει και όποτε σου κατέβει: έχει τα καλά του αυτό, την αμεσότητα, έχει και τα κακά του, ότι δεν είναι δυνατόν πάντα να ελέγξεις τη θερμοκρασία του κειμένου. Το κύριο όμως είναι η χρονοπαγίδα, που φτάνει κάποτε να γίνει αδιέξοδο, με τα σχόλια: γιατί π.χ. το κείμενό σου στην εφημερίδα αλλά ακόμα και το ποστ στο μπλογκ απαιτούν και έχουν το χρόνο που ζητούν· το σχόλιο σου επιβάλλει το χρόνο τον δικό του: δε γίνεται εντέλει να μην απαντήσεις, αν όχι αμέσως, πάντως σε εύλογο χρονικό διάστημα. Γιατί, το βασικότερο, οφείλεις κατά κανόνα να απαντήσεις, και στο καλό και στο κακό, ακόμα και στο «κολλημένο» σχόλιο.

Ούτε την «ψυχαναγκαστική και καπελωτική παρέμβαση τη δική μου» απέφυγα, με συνέλαβα δηλαδή να κάνω κάτι που με είχε ενοχλήσει σε άλλα ποστ, και κυρίως –αυτό το έχω σημειώσει εδώ πολλές φορές– βρέθηκα να ξαναγράφω με άλλα λόγια τις… επιφυλλίδες μου, κάποτε και να παρασύρομαι σε δρόμους που δεν ήθελα, όταν ξεστράτιζε η συζήτηση, ή να αποφεύγω, άλλο σπαστικό, συζητήσεις που πολύ θα ήθελα να κάνω αλλά δεν ήταν εφικτό, ή απλώς της ώρας: πρόσφατο παράδειγμα οι ενδιαφέρουσες παρεμβάσεις του gazaka στο θέμα του βιβλίου της Ιστορίας, το μείζον θέμα της θρησκείας που επίσης πρόσφατα έθεσε ο Τιπούκειτος κ.ά.

Χρόνος δυστυχώς δεν υπάρχει, ούτε να ανταποκριθώ στα στοιχειώδη που επιβάλλουν, ας πούμε, οι «καλοί τρόποι» -πόσο μάλλον για παρανοήσεις, παρεξηγήσεις κτλ., που δεν έλειψαν εσχάτως, αν και βεβαίως στο πρόγραμμα είναι. Περιορίζομαι λοιπόν στον ενημερωτικό χαρακτήρα του μπλογκ, θα χάσω δυστυχώς κάποιες ωραίες παρεμβάσεις, γνώρισα –έμμεσα– κόσμο ωραίο και αξιόλογο εδώ μέσα, αλλά δε γίνεται αλλιώς, τουλάχιστον για την ώρα. Διαφορετικά, χρειάζεσαι κανονικά μεροκάματα. Ιδού, αμέσως αμέσως, μόλις άνοιξα να γράψω αυτό το «αγγελτήριο κηδείας», υπήρξε σχόλιο στο ποστ για τις μεταφράσεις του Ροΐδη, μπορεί να ακολουθήσει κι άλλο, κι άλλο: δεν οφείλω να απαντήσω; Όμως εγώ ανέβασα αυτό το ποστ-ξεπέταγμα ενός μεγάλου θέματος, επειδή δεν αξιώθηκα ώς τώρα να καταπιαστώ ιδιαίτερα μ’ αυτό, και τώρα θα βρεθώ πιθανότατα υποχρεωμένος, λίγο λίγο, σχόλιο το σχόλιο και απάντηση την απάντηση, να το ανοίξω –όχι, μοιραία, με τον τρόπο που θα ’θελα!

Αυτά λοιπόν από ένα μπλογκ που θα ’θελε να ’ναι σάιτ, αλλά δεν ήταν, και δυστυχώς, παρόλο που προσπάθησε δεν μπόρεσε, δε θα μπορέσει εντέλει να είναι μπλογκ κανονικό.

buzz it!

25/8/07

Δύο συν μία ερωτήσεις για τη μετάφραση του Ροΐδη

Τα Νέα, 26 Νοεμβρίου 2005

Στην ερώτηση αν πρέπει να μεταφραστεί ενδογλωσσικά ο Ροΐδης, θα απαντήσω με δύο άλλες, σκόπιμα ρητορικές ερωτήσεις:

1. Είναι ενεργή σήμερα η γλωσσική μορφή στην οποία έγραψε ο Ροΐδης;

2. Θέλουμε / Πρέπει να μπορεί να διαβάζει Ροΐδη ο καθένας;

διαβάστε τη συνέχεια...

Είναι γενικής εφαρμογής αυτές οι ερωτήσεις, και ενδεικτικό το όνομα του Ροΐδη εδώ, και με ένα «όχι» στην πρώτη και ένα «ναι» στη δεύτερη εξασφαλίζεται η απάντηση στο ζήτημα που τίθεται με την ενδογλωσσική μετάφραση –του Ροΐδη, του Παπαδιαμάντη, του Βιζυηνού κτλ.

Και η τρίτη, συμπληρωματική ερώτηση:

3. Μπορούμε να έρθουμε σε επαφή με τη λογοτεχνία μέσα από το λεξικό;

Όχι, είναι καταρχήν η απάντηση.

Η απόπειρα να έρθει κανείς σε επαφή με τη λογοτεχνία μέσα από το λεξικό μπορεί κάποιες φορές να είναι ένα ταξίδι συναρπαστικό, μια γοητευτική ιδιωτική άσκηση πάνω σ’ ένα κείμενο, μπορεί όντως να αποτελέσει πηγή γνώσης, απόλαυσης και συγκίνησης, αλλά ουσιαστική, άμεση επαφή με τη λογοτεχνία καθαυτήν δεν θα είναι.

Και άμεση επαφή δεν είχε ούτε καν η δική μου γενιά, λ.χ. με τον Παπαδιαμάντη, που μόνο με γλωσσάρι τον παρακολουθούσαμε, ίσα για να ανταποκριθούμε στις σχολικές απαιτήσεις. Κι απ’ τον Ροΐδη, πολύ περισσότερο, ίσα την πλοκή με τα πικάντικα για την ηλικία μας εξοικονομούσαμε. Η λογοτεχνία κάθε φορά ήταν απ’ έξω. Να την ανακαλύψει αργότερα όποιος ήθελε και μπορούσε.

Γι’ αυτό, πλάι στο πρωτότυπο κείμενο –αρχαίο, αρχαΐζον, καθαρεύον– για τον επαρκή γνώστη της πάντα άλλης γλωσσικής μορφής, ή για τον απλώς φιλέρευνο, που θα κινήσει για το δικό του το ταξίδι με το λεξικό, θα έπρεπε να υπάρχει και η μετάφραση. Για όλους τους άλλους, για τον καθένα μας. Για να μπορεί ο καθένας να κοινωνήσει το όποιο ποσοστό αφήνει κάθε φορά η μετάφραση να φτάσει ώς αυτόν. Και ίσως ίσως να αναζητήσει έπειτα, ένας έστω στους εκατό, και το πρωτότυπο.

Υστερόγραφο
Ώσπου να συνεννοηθούμε γι’ αυτά τα εντέλει εξαιρετικά απλά, ιδανική είναι η αρχή με τον Ροΐδη, τον δημοτικιστή και πολέμιο της καθαρεύουσας και των γλωσσικών μύθων, που μόνο από ανάγκη έγραφε, όπως τονίζει ο ίδιος, στην αρχαΐζουσα της εποχής του, και όχι από κάποιο λογοτεχνικό σχέδιο, όπως λ.χ. αργότερα ο Εμπειρίκος.

buzz it!

43. Μαγική εικόνα

Τα Νέα, 21 Οκτωβρίου 2000

Καλοί οι καινούργιοι εκφραστικοί τρόποι που εμπλουτίζουν τον λόγο μας, ας ακούμε όμως λιγάκι και τη γλώσσα τη δική μας, μάλλον τη γλώσσα της κοινής λογικής

το πλήρες κείμενο:


«Μεγαλωμένη σε αυστηρό οικογενειακό περιβάλλον με αυστηρές θρησκευτικές αρχές, όπου ακολουθούσαν σχολαστικά τις νηστείες και τις διάφορες επιταγές του δόγματός τους, κι από κει περνώντας κατευθείαν στην εξουσία ενός δεσποτικού συζύγου αφέντη, που την κρατούσε ζηλόφθονα στο σπίτι και μόνο τις Κυριακές έβγαιναν μαζί, και τότε για να παν στη λειτουργία, η Μέγκαν έβλεπε τη ζωή της να χάνεται μέσα απ’ τα χέρια της...»

Σκληρή η μοίρα τής Μέγκαν, που βλέπει τη ζωή της να χάνεται, αλλά σκληρή η μοίρα και του αναγνώστη, που βλέπει να χάνεται η υπομονή του, καθώς διαβάζει, αρχή αρχή του διηγήματος, για κάποια «μεγαλωμένη»... αλλά «μεγαλωμένη» δεν βλέπει: πρέπει να περάσουν έξι ολόκληρες προτάσεις για να τη βρει, να δει για ποια διάβαζε τόση ώρα.

Ξεκίνησα μ’ ένα από τα ομαλότερα παραδείγματα αυτού του είδους, με απλές φράσεις που κυλούν αβίαστα, με σύνταξη βατή και αρκετά συνηθισμένη. Kι ωστόσο η ανάγνωση μοιάζει με αστυνομική αναζήτηση. Η «διόρθωση» είναι εξαιρετικά απλή: βάζουμε τη Μέγκαν, για την οποία αρχίζουμε να μιλούμε, τότε ακριβώς που αρχίζουμε να μιλούμε γι’ αυτήν, δηλαδή στην αρχή, κι έπειτα κόμμα, κι ακολουθούν οι παρενθετικές προτάσεις: Η Μέγκαν, μεγαλωμένη σε αυστηρό οικογενειακό περιβάλλον..., έβλεπε τη ζωή της να χάνεται...

Έχουμε και πάλι σύνταξη ξενική –στοιχειώδη στα γαλλικά και τα αγγλικά, λόγου χάρη–, όπου προτάσσονται οι παρενθετικές προτάσεις και ακολουθεί η κύρια με το υποκείμενο, προτάσσονται δηλαδή τα επίθετα ή οι μετοχές που αναφέρονται σε κάποιο πρόσωπο, το οποίο όμως δεν είδαμε ακόμα. Κανένα λάθος, αλλά και κανένα «κέρδος». Αντίθετα, όπως θα δείξω στο τέλος, κάποτε οδηγούμαστε σε παρανόηση.

Πρώτα, μερικά απλά παραδείγματα:

«Τρέχοντας σαν τρελός, ο οδηγός του κόκκινου Φίατ έπεσε πάνω στο δέντρο»: σωστά και πάλι, άλλος ένας τρόπος πλάι στα:
(α) Ο οδηγός του κόκκινου Φίατ έτρεχε σαν τρελός κι έπεσε πάνω σ’ ένα δέντρο· ή
(β) Ο οδηγός..., που έτρεχε σαν τρελός, έπεσε πάνω σ’ ένα δέντρο· ή
(γ) Ο οδηγός, έτσι όπως / καθώς / επειδή έτρεχε σαν τρελός, έπεσε πάνω σ’ ένα δέντρο κτλ.

Πάντως, στις περιπτώσεις α, β, γ αποφεύγουμε τη μετοχή, που χαρακτηρίζει περισσότερο τον γραπτό και σύνθετο λόγο, και γενικώς συμφραζόμενα περισσότερο σύνθετα από ό,τι στο παράδειγμά μας. Η άσκοπη, αν μη τι άλλο, χρήση της μετοχής είναι ίσως πιο χαρακτηριστική σ’ ένα εξίσου απλό παράδειγμα:

«Πατώντας την άκρη της μακριάς τουαλέτας της, η Νάνσυ ξαπλώθηκε φαρδιά πλατιά στο χαλί»: όμως η Νάνσυ δεν έπεσε καθώς πατούσε, την ώρα που πατούσε την άκρη της τουαλέτας της, αλλά επειδή πάτησε την άκρη της τουαλέτας της· η Νάνσυ πρώτα πάτησε κι έπειτα έπεσε: η Νάνσυ πάτησε την άκρη της τουαλέτας της και ξαπλώθηκε φαρδιά πλατιά στο χαλί.

Και άλλα:

«Σφραγισμένη από τις ιδιαίτερες συνθήκες που τη γέννησαν, από τις νέες πολιτικές συνθήκες και από την έντονη προσωπικότητα, από τον ιδιαίτερο τρόπο που σκεφτόταν και τον ιδιαίτερο τρόπο που βρήκε για να εκφραστεί η καινούρια φυλή, η λατινική λογοτεχνία έδωσε στην ανθρωπότητα...»: Εδώ, αρχή αρχή μιας μακροσκελούς περιόδου, έχουμε αντωνυμία τη γέννησαν») χωρίς να έχει προηγηθεί το όνομα, που αντίθετα ακολουθεί σε απόσταση μεγάλη. Και

«την έσυραν στην πίσω αυλή [...] κι ενώ εκείνη έπεφτε κατάχαμα, ακούγοντας τις κραυγές ικεσίας της γυναίκας εμφανίστηκε ένας Ρώσος αξιωματικός»: εδώ η μετοχή ακούγοντας, και η δευτερεύουσα πρόταση την οποία εισάγει (ακούγοντας τις κραυγές ικεσίας…), θα έπρεπε συντακτικά να αναφέρεται στο προηγούμενο ρήμα (έπεφτε), να μας δείχνει δηλαδή με ποιον τρόπο έπεφτε η γυναίκα, το έως τότε υποκείμενο, και όχι κάποιο που έρχεται κατόπιν: την έσυραν λοιπόν στην πίσω αυλή [...] κι ενώ εκείνη έπεφτε κατάχαμα, εμφανίστηκε ένας Ρώσος αξιωματικός ακούγοντας τις κραυγές ικεσίας της γυναίκας –και καλύτερα χωρίς καθόλου μετοχή, ούτε και τώρα: εμφανίστηκε ένας Ρώσος αξιωματικός που άκουσε τις κραυγές…

Έστω ότι τέτοια παραδείγματα ανήκουν στις συμβάσεις του γραπτού λόγου: τα έχουμε εξάλλου συνηθίσει αρκετά και δεν μας προξενούν εντύπωση. Κι ας δεχτούμε άλλο ένα δάνειο, μια εναλλακτική διατύπωση πλάι στις δόκιμες δικές μας. Δεν νοείται όμως να παραιτηθούμε από το αίτημα για ομαλή ανάγνωση, δηλαδή για άμεση κατανόηση. Και η γενίκευση της σύνταξης αυτής απλώς μας δυσκολεύει τη ζωή:

«Βλέποντάς την ξαφνικά μπροστά του, να κάθεται μεθυσμένη στο απέναντι τραπεζάκι του μπαρ, κάτω από ένα ψυχρό, απάνθρωπο φως, ενώ γύρω τους λιγοστά ζευγάρια χόρευαν νωχελικά στους ήχους ενός χιλιογρατζουνισμένου δίσκου, ο Μαρκό συνειδητοποίησε πως η Ανναμπέλ είναι η γυναίκα της ζωής του...»:

Εδώ, υπομονή: τα βάσανά μας είναι πολλά. Ο εντοπισμός του ήρωα, πρώτα πρώτα, που τον συναντούμε έπειτα από αλλεπάλληλες παρενθετικές· μα προπαντός διαβάζουμε για κάποια γυναίκα (βλέποντάς την..., μεθυσμένη), που δεν έχει κατονομαστεί και δεν κατονομάζεται ακόμα, κι όταν πια φτάνουμε σε κάποιο όνομα, δεν είμαστε σε θέση να καταλάβουμε αν πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο ή για κάποιο καινούριο, αν δηλαδή η μεθυσμένη είναι η Ανναμπέλ ή όχι. Οπότε ο Μαρκό:

(α) βλέπει άραγε κάποια μεθυσμένη (άγνωστή του; παλιά του ερωμένη;) και συνειδητοποιεί πως η δικιά του, η Ανναμπέλ, είναι η καλύτερη, είναι η γυναίκα της ζωής του; ή

(β) βλέπει την Ανναμπέλ, έπειτα από καιρό, μπροστά του και, μολονότι τη βλέπει μεθυσμένη, καταλαβαίνει πως, πάει τέλειωσε, αυτή είναι η γυναίκα της ζωής του;

Εδώ πάλι έχουμε αντωνυμία («βλέποντάς την») χωρίς να έχει προηγηθεί το όνομα. Εν πάση περιπτώσει, ακόμα κι αν μας αρέσει σαν ύφος η σύνταξη αυτή και τη διατηρήσουμε, μ’ όλες τις παρενθετικές μπροστά, θα έπρεπε οπωσδήποτε –γιατί, στο συγκεκριμένο παράδειγμα, αυτό είναι λάθος– να μπει απ’ την αρχή το όνομα της Ανναμπέλ: Βλέποντας την Ανναμπέλ μπροστά του... ο Μαρκό συνειδητοποίησε πως είναι η γυναίκα της ζωής του.

Κι ακόμα: «Ήταν τώρα φοβερή να τη βλέπεις, και μοναχά βουβές, σηκώνοντας το βλέμμα από το πιάτο, αφού άκουσαν τα όσα με τόση σοβαρότητα είπε για τον Χ, οι θυγατέρες της [...] μπόρεσαν να παίξουν...»:

Αν, λέω αν –και εκλιπαρώ την προσοχή του αναγνώστη–, αν αυτή η «φοβερή να τη βλέπεις» είχε μόνο μία θυγατέρα, θα διαβάζαμε το εξής: «Ήταν τώρα φοβερή να τη βλέπεις, και μοναχά βουβή, σηκώνοντας το βλέμμα από το πιάτο, αφού άκουσε τα όσα με τόση σοβαρότητα είπε για τον Χ...» Και τι θα καταλαβαίναμε; Απολύτως τίποτα, ή μάλλον απολύτως λάθος.

Υπερβολές; και τέχνασμα δικό μου; Ιδού λοιπόν:

«Ο κ. Γουίλαρντ βρισκόταν κιόλας στην κορυφή του τραπεζιού όταν ο Τζιμ μπήκε στην τραπεζαρία. Μικροκαμωμένος, αδύνατος, με το γκρίζο χρώμα του...» Ποιος; Ο Τζιμ, φυσικά, θα απαντήσουμε, αλλά μας γέλασαν. Ξαναδιαβάζουμε, με τη συνέχεια: «Μικροκαμωμένος, αδύνατος, με το γκρίζο χρώμα του, ο κ. Γουίλαρντ προσπαθούσε να φανεί ψηλός...» Εδώ, δηλαδή, έχουμε υποκείμενο πρώτα τον κ. Γουίλαρντ κι αμέσως έπειτα ένα άλλο, τον Τζιμ. Όταν λοιπόν συνεχίζουμε την ανάγνωση: «μικροκαμωμένος, αδύνατος, με το γκρίζο χρώμα του», είναι αυτονόητο ότι διαβάζουμε γι’ αυτό το καινούριο πρόσωπο, τον Τζιμ, και όχι για το προηγούμενο, εφόσον δεν δηλώνεται ξανά, αμέσως!

Καλά λοιπόν και τ’ αγγλικά μας και τα γαλλικά μας, κι όλες οι ξένες γλώσσες που τις ξεσκολίσαμε, και οι καινούριοι εκφραστικοί τρόποι που εμπλουτίζουν τον λόγο μας και τα λοιπά, ας ακούγαμε όμως λιγάκι, πλάι στις άλλες, και τη γλώσσα τη δική μας, μάλλον τη γλώσσα της κοινής λογικής –να καταλαβαινόμαστε εντέλει.

buzz it!

44. Οι επισκέπτες της σελίδας

Τα Νέα, 4 Νοεμβρίου 2000

Η λογοτεχνία δεν είναι σκέτες λέξεις, δεν είναι σκέτα φραστικά σχήματα· το πώς τα μεταφέρει όλα αυτά η μετάφραση, είναι ο σταυρός τού μεταφραστή

το πλήρες κείμενο:


Λέει κι η σελίδα αυτή να δίνει κάπου κάπου τον λόγο και στον αναγνώστη, και αφού δεν έχει πια και τόσες επιστολές, ο λόγος στα τηλεφωνήματα:

1. Η μετάφραση, τα «καλά ελληνικά» και η λογοτεχνία: Στο προηγούμενο κείμενό μου ο Άρης Μπερλής αναγνώρισε παράθεμα από παλιά μετάφρασή του (Βιρτζίνια Γουλφ, Στο φάρο, 1982), το οποίο έδινα, όπως πάντα, ανωνύμως, εφόσον σχολιάζεται ένα γραμματικό ή συντακτικό φαινόμενο και όχι ο συγγραφέας ή ο μεταφραστής. Ο κ. Μπερλής όμως απαίτησε να αναφέρομαι πάντοτε επωνύμως σ’ αυτόν, κι έτσι μου δίνεται η ευκαιρία να επανέλθω σε πράγματα που μας ενδιαφέρουν γενικότερα.

Το μήνυμα του κ. Μπερλή: «Ο μεταφραστής δεν επιτρέπεται να κάνει τη Γουλφ να μιλάει τα καθαρά και σαφή εκείνα ελληνικά που αρέσουνε σ’ εμάς». Δύσκολα θα διαφωνήσει κανείς με την άποψη αυτή. Αλλά, δυστυχώς, στη συγκεκριμένη περίπτωση αναφερόμουν σε φράση της Γουλφ η οποία είναι ακριβώς τα δικά της «καθαρά και σαφή» αγγλικά –αυτά που, όταν μεταφέρονται κατά λέξη, μας δίνουν, φυσικά, «μη καθαρά και μη σαφή» ελληνικά.

Η επίμαχη φράση: «Ήταν τώρα φοβερή να τη βλέπεις, και μοναχά βουβές, σηκώνοντας το βλέμμα από το πιάτο, αφού άκουσαν τα όσα με τόση σοβαρότητα είπε για τον Τσαρλς Τάνζλυ, οι θυγατέρες της –η Προύντενς, η Νάνσυ, η Ρόουζ– μπόρεσαν να παίξουν με άπιστες ιδέες που είχαν κάνει για τον εαυτό τους...»* Έλεγα πόσο στοιχειώδης, πόσο χαρακτηριστική είναι στα αγγλικά και στα γαλλικά η σύνταξη αυτή, όπου προηγούνται οι δευτερεύουσες προτάσεις και ακολουθεί η κύρια με το υποκείμενο, με αποτέλεσμα να οδηγούμαστε κάποιες φορές σε παρανόηση, όταν αλλάζει το πρόσωπο αλλά εμείς νομίζουμε ότι διαβάζουμε ακόμα για το προηγούμενο. Δικαίωμα, τώρα, κάθε μεταφραστή να πιστεύει ότι δημιουργεί ύφος μεταφέροντας πιστά αυτό το συντακτικό σχήμα. Στα ελληνικά όμως θα πρόκειται πάντοτε για «ύφος» του μεταφραστή, και όχι του πρωτότυπου κειμένου, αφού εκεί, είπαμε, αποτελεί κοινό τόπο.

Το ύφος λοιπόν της Γουλφ, το ύφος κάθε συγγραφέα, δεν είναι η καταρχήν βασική, στοιχειώδης, η πλέον κοινότοπη σύνταξη της γλώσσας στην οποία γράφει: το ύφος, που μπορεί να συνίσταται και στην παραβίαση της παραδεδεγμένης σύνταξης έως και την πλήρη ανατροπή της, αρχίζει από κει και πέρα. Εδώ θα μπορούσε να τελειώνει η συζήτηση με τον κ. Μπερλή, που θα κριθεί από αρμοδιότερους για ό,τι άλλο έκανε ώστε να αποδώσει το ύφος της Γουλφ, και όχι για την απλή, μηχανική μεταφορά των αγγλισμών, γιατί λέξη προς λέξη μετάφραση –όπως στο συγκεκριμένο τουλάχιστον παράδειγμα–, απλώς δεν είναι μετάφραση.

Ωστόσο, η γενικότερη ένσταση του κ. Μπερλή είναι ότι δεν κρίνεται έτσι η λογοτεχνία, που συχνά μπορεί να καταφεύγει σε «κακά ελληνικά». Σ’ αυτό το άλλο πια θέμα με βρίσκει βεβαίως σύμφωνο· έχω άλλωστε ήδη εκφραστεί σχετικά, απρόκλητος: σε όχι πολύ παλιό κείμενό μου εδώ (κεφ. 34) σημείωνα πως η λογοτεχνία μπορεί κάποτε «να δικαιώνει τις προθέσεις της, παρά τις όποιες παραβάσεις του τυπικού της γλώσσας –και δεν αναφέρομαι στον Τζόυς ή τον Σελίν, όπου η παράβαση αποτελεί συστατικό στοιχείο του έργου. Μπορεί δηλαδή να υπάρχει λογοτεχνία και με ξενισμούς και με ασυνταξίες, χωρίς πάντως αυτό να σημαίνει ότι οι ασυνταξίες υπηρετούν πάντοτε τη λογοτεχνική πρόθεση ή, πολύ περισσότερο, το ύφος και τη γλώσσα».

Θα επανέλθω: σκόπιμα στον Ελύτη· και σκόπιμα στην ποίησή του:

Σαν μέσ’ από τη σάρκα μου ιδωμένα θα φανερωθούν
ιχθείς του αιθέρος, αίγες με το λιγνό κορμί κατακυμάτων, κωδωνοκρουσίες του Μυροβλήτη,


μεγαλύνει τον κόσμο ο ποιητής στα Ελεγεία της Οξώπετρας, και κάθομαι εγώ και του ζητάω να διορθώσει το «ιχθείς» σε ιχθύες!

Αντίθετα, τη θέλει την παραπανίσια συλλαβή, στην ίδια συλλογή, στο στίχο: πάλι βγήκα εκεί που το κολύμπι μ’ έβγαζε απ’ ανέκαθεν –και ενώ στα πεζά του έχει παντού δεχτεί τη διόρθωση: ανέκαθεν.

Περνώ και σε αναντίλεκτο ξενισμό: Είναι πριν τον γνωρίσεις που αλλοιώνει ο θάνατος (Μαρία Νεφέλη): αλίμονο όμως στον μικρόνου που θα σταθεί εδώ στον ξενισμό.

Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αναφερθώ, σκόπιμα πάλι, και για πολλούς λόγους, στον Μένη Κουμανταρέα, έναν από τους σημαντικότερους πεζογράφους, από τους πιο σημαντικούς για μένα τον ίδιο, και παράλληλα από τους πλέον διακριτικούς στην πνευματική μας ζωή, που δοκίμασε τις δυνάμεις του και στη μετάφραση. Την οφείλω αυτή την παρέκβαση, γιατί έχω ασχοληθεί παλιά με κάποια μετάφρασή του, χωρίς να βρω τρόπο εκεί να μιλήσω για τον συγγραφέα, ενώ εδώ αντλώ πολλές φορές παραδείγματα από το πρωτότυπο έργο του. Ο Μένης Κουμανταρέας, λοιπόν, είναι κατά τη γνώμη μου το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα συγγραφέα που χρησιμοποιεί στην πεζογραφία του (όχι μόνο στις μεταφράσεις του, κάτι που θα ήταν κατανοητό) ξενισμούς κάθε λογής, από αυτούς που μ’ ένα κόκκινο θα τους διόρθωνε ίσως αλλού κι ο ίδιος. Κι όμως, δεν κάνει ύφος με αυτούς: το ύφος του, το προσωπικό του ύφος, η υψηλή πνοή του έργου του υπάρχει –πλάι; πέρα; παρά; δεν ξέρω το σωστό επίρρημα, πάντως υπάρχει μ’ όλους τους ξενισμούς (χωρίς, θα επέμενα, και να τους δικαιώνει).

Γιατί, ως γνωστόν, η λογοτεχνία, η πραγματική λογοτεχνία, πολλές φορές δεν είναι σκέτες λέξεις, δεν είναι σκέτα φραστικά σχήματα. Το πώς τα μεταφέρει όλα αυτά πια η μετάφραση, είναι ο σταυρός του μεταφραστή –σίγουρα, όμως, όχι με τη μία λέξη πλάι στην άλλη. Γιατί τότε, καλοί, μπορεί και καλύτεροι, είναι κι οι κομπιούτερ.

2. Ο Εμμανουήλ Ροΐδης και η εκδοτική λογιστική: η ανταπόκριση στο αφιέρωμα των Προσώπων της 16ης Σεπτεμβρίου «Γλωσσική μυθολογία: 10 μύθοι για τη νεοελληνική γλώσσα» υπήρξε, όπως λέγεται, θερμή.** Με περισσότερα τηλεφωνήματα και λιγότερες επιστολές, πλάι στα καλά λόγια, που πρέπει να τα μεταφέρω και από εδώ στους συγγραφείς των κειμένων, σχολιάστηκαν με θαυμασμό και απορία τα αποσπάσματα από τα Είδωλα του Ροΐδη. Ελάχιστοι τη γνώριζαν αυτή την εμπεριστατωμένη γλωσσολογική μελέτη (που κι εγώ, ομολογώ, τη γνώρισα πολύ όψιμα, χάρη στον Παντελή Μπουκάλα, ο οποίος καταφεύγει συχνά στο ευρύτατου φάσματος δοκιμιογραφικό και χρονογραφικό έργο του Ροΐδη), μια μελέτη του 1893, όπου ο γνωστός σχεδόν αποκλειστικά ως συγγραφέας της Πάπισσας Ιωάννας «τα έχει πει όλα», κυριολεκτικά, και με το ευθύβολο χιούμορ του οργανώνει πανήγυρη τρανή, που θα έπρεπε να αποτελεί –κι ας με σιχτιρίσει από τον τάφο του– «εθνικό ανάγνωσμα».

Γι’ αυτό όμως θα ’πρεπε πρώτα να μεταφραστεί, χωρίς κανένα δισταγμό: άλλωστε, επιστημονική μελέτη είναι, γραμμένη και αυτή σε αυστηρή καθαρεύουσα, από αδυναμία του συγγραφέα να χειριστεί τη δημοτική, όπως μας εξομολογείται ο ίδιος. Αλλά ούτως ή άλλως –μεταφέρω και των αναγνωστών παράκληση– θα ’πρεπε οπωσδήποτε να υπάρξει και μεμονωμένα, αυτοτελής έκδοση, κι όχι χωμένη στους πέντε τόμους των Απάντων (εκδ. Ερμής, Αθήνα 1978, τόμ. δ΄, σ. 93-363). Δεν νοείται γενικότερα να αγοράζει κανείς ολόκληρη σειρά, έτοιμη τάχα για το σύνθετο στο σαλόνι, αν θέλει να αποκτήσει ένα ή και δύο κείμενα, μυθιστορήματα, συλλογές κτλ. ενός συγγραφέα: φανταστείτε να πουλιόταν όλο μαζί το πολύτομο έργο του Ρίτσου ή του Καζαντζάκη. Ο λόγιος Ερμής πιστεύω να το καταλάβει.

3. Ούτε τηλεφώνημα ούτε επιστολή: ο κύριος Γιανναράς. Επιμένει ο κ. Γιανναράς, και αναγκαζόμαστε να επιμείνουμε κι εμείς: σε άρθρο του για τον «αρχιεπισκοπικό λόγο» (Καθημερινή 1 Οκτ.) βρήκε τρόπο να ξαναπεί τα δικά του: «Η τραγική μειονεξία έναντι των ψευδώνυμων “προοδευτικών δυνάμεων” οδήγησε και στο ανεπανόρθωτο ιστορικό έγκλημα της γλωσσικής μεταρρύθμισης Ράλλη». Και έγκλημα, και ιστορικό, και ανεπανόρθωτο, ποιο; Ώσπου να μας πει απερίφραστα ο κ. Γιανναράς τι εννοεί, καταφεύγουμε σε εικασίες.

Καταρχήν, να το πούμε και πάλι: η γλωσσική μεταρρύθμιση Ράλλη είναι η καθιέρωση της δημοτικής, και δευτερευόντως η κατάργηση της διδασκαλίας των αρχαίων από το πρωτότυπο στις τρεις τάξεις του γυμνασίου. Επειδή ο κ. Γιανναράς είναι δημοτικιστής, και μάλιστα όχι όψιμος, θα αναφέρεται μάλλον στο δευτερεύον, την κατάργηση των αρχαίων, την οποία έχει ειδικότερα καταδικάσει πολλές φορές στο παρελθόν. Δεν είναι όμως δυνατόν να αγνοεί ο κ. Γιανναράς ότι σε ελάχιστα χρόνια τα αρχαία επέστρεψαν στα σχολεία, σ’ όλες τις τάξεις. Άρα, αυτό το ιστορικό (;) έγκλημα δεν υπήρξε πάντως ανεπανόρθωτο!

Ο κ. Γιανναράς, που για να αναφέρει πλέον κάποιος το όνομά του πρέπει να συμβουλευτεί δικηγόρο, μη βρεθεί με καμιά αγωγή στο κατόπι του όπου θα του ζητείται διψήφιος αριθμός εκατομμυρίων, θα όφειλε να συμβουλεύεται και ο ίδιος τους δικούς του δικηγόρους: θα του εξηγήσουν τα περί παραποίησης της αλήθειας, που συνιστά, αν μη τι άλλο, συκοφαντική δυσφήμηση, και ό,τι άλλο νομικό ή νομικίστικο μπορεί μονάχα πια να καταλάβει: γιατί τη γλώσσα πάντως του διανοουμένου, του στοχαστή, του πανεπιστημιακού δασκάλου επιμένει να μας αποδεικνύει πως την κατάργησε εντελώς.


* Και για να φανεί η κατά λέξη μετάφραση: She was now formidable to behold, and it was only in silence, looking up from their plates, after she had spoken so severely about Charles Tansley, that her daughters, Prue, Nancy, Rose--could sport with infidel ideas which they had brewed for themselves…

** Κείμενα Δ. Ν. Μαρωνίτη, Ευ. Β. Πετρούνια, Α.-Φ. Χριστίδη, Άννας Φραγκουδάκη, Δήμητρας Θεοφανοπούλου-Κοντού, Άννας Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Γιάννη Βελούδη, Ελένης Καραντζόλα, Σπ. Μοσχονά, Μαρίας Κακριδή-Φερράρι, που συνοδεύονταν από αποσπάσματα από τα Είδωλα του Ροΐδη· τώρα, με τίτλο Δέκα μύθοι για την ελληνική γλώσσα, στις εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2001.

buzz it!

20/8/07

Ο Μεσαίωνας, τα ψηφαλάκια -και η απειλή

Ο Χριστόδουλος έφυγε, ως γνωστόν, για μεταμόσχευση ήπατος στην Αμερική. Στο κρίσιμο αυτό ταξίδι του τον συνοδεύουν ευχές για αίσιο τέλος στο θέμα της υγείας του, άλλες ειλικρινείς, άλλες "επιβεβλημένες" ή απλώς υποκριτικές, άλλες χρησιμοθηρικές (αν και δεν είναι και τόσο ξέχωρη αυτή η "κατηγορία" από την προηγούμενη). Μαζί με τις ευχές τον ξεπροβόδισαν στο αεροδρόμιο άνθρωποι από όλες αυτές τις "κατηγορίες", ιεράρχες (αυτονόητο), ο Καρατζαφέρης (αυτονόητο), όχι λίγοι υπουργοί της κυβέρνησης (αυτονόητο; άντε πέρα από τον υπουργό, ας πούμε, υγείας, που είναι άλλωστε και Αβραμόπουλος, μάλλον ο Αβραμόπουλος;), ενώ στρατιωτικό άγημα απέδωσε τιμές (ε όχι δα κι αυτό αυτονόητο! μόνο τα κανόνια του Λυκαβηττού δεν βρόντησαν, όπως στις εθνικές γιορτές -αλλά αυτά σε λίγο θα βαράν στο σόου του επιταφίου στην πλατεία Συντάγματος...)

διαβάστε τη συνέχεια...

Το θέμα μου δεν είναι, προφανώς, τώρα ο Χριστόδουλος, το θέμα είναι αν ζούμε τον Μεσαίωνα ή απλώς τον σκηνοθετούμε για λίγα (σχήμα λόγου το "λίγα") ψηφαλάκια...

Γιατί δεν ανάφερα το κερασάκι στην τούρτα: ότι ο Χρ. ευχαρίστησε ιδιαίτερα τον πρωθυπουργό, που του χάρισε το προσωπικό του φυλαχτό!

Δεν χρειάζεται να το προχωρήσουμε, αν ο πρωθυπουργός, ο Καραμανλής συγκεκριμένα (όχι π.χ. ο Παπαθεμελής, αν ήτανε πρωθυπουργός, ή ο Σαρτζετάκης: μα τι εφιάλτες γράφω τώρα δα, άσε την ύβρη, κοτζάμ Σαρτζετάκης απλώς πρωθυπουργός!), δεν χρειάζεται λέω να προχωρήσουμε σε ερωτήσεις, αν το προσωπικό φυλαχτό του Κ. ήταν λόγου χάρη από τη μάνα του, κι έπιασε και το χάρισε, σε οποιονδήποτε, ή αν ήταν κάποιο γούρι-φυλαχτό, να μην τον πιάνει το μάτι, και άλλα τέτοια...

Η είδηση-θέμα είναι ότι ο Κ. έχει, είχε, προσωπικό φυλαχτό, και το χάρισε στον Χριστόδουλο.

Ενδεχομένως τυχαίο, πάντως παραμονές (βεβιασμένων μάλιστα) εκλογών.

Και το "καθαυτό" θέμα-ερώτηση είναι: ο Μεσαίωνας, έτσι κι αλλιώς, και τα ψηφαλάκια, ή ο Μεσαίωνας για τα ψηφαλάκια. Ή, ακόμα χειρότερα, θα μου πείτε, τα δυο μαζί;

ΥΓ, αυτό τώρα για τον Χριστόδουλο, με το συμπάθιο, δεν αντέχω, άνθρωπος είμαι κι εγώ: Σε δηλώσεις του στο αεροδρόμιο, αποχαιρετώτας, είπε ότι "φεύγομε για... κτλ. και θα επιστρέψομε... [ναι, έτσι, στο πρώτο πληθυντικό]... κτλ., με διπλάσιες δυνάμεις, σύμφωνα με τις διαβεβαιώσεις των ιατρών...": ε, μ' αυτή την απειλή, για τις διπλάσιες, έχασα τον ύπνο μου!

buzz it!

18/8/07

Η Βίκυ Μοσχολιού και πάντα το σαλόνι

Τα Νέα, 20 Αυγούστου 2005


Θερινή ραστώνη, και Αύγουστος, λέει, χωρίς ειδήσεις, σαν να μην είναι είδηση οι εθιμικοί πλέον εμπρησμοί των δασών (και η εξίσου εθιμική κρατική αδιαφορία), πλάι μας, και νά, αμέσως αμέσως, ένα πολύνεκρο αεροπορικό δυστύχημα, πάλι πλάι μας, και, τη μέρα μόλις που κάθισα να γράψω για τη σελίδα αυτή, ο θάνατος της Βίκυς Μοσχολιού, όχι απλώς πλάι μας, αλλά μέσα-κατάμεσα στην καρδιά μας.

διαβάστε τη συνέχεια...

Ακούω, γράφοντας, το ίδιο βράδυ τις δηλώσεις της πολιτικής ηγεσίας: μέσα στις αναμενόμενες κοινοτοπίες για τη μεγάλη φωνή, κυρίαρχη θέση έχει η αναφορά στη γενναιότητα με την οποία αντιμετώπισε τον καρκίνο. Σκέφτομαι ότι δεν την είχε έμπρακτα και ουσιαστικά αυτή την αναγνώριση η Βίκυ Μοσχολιού. Εξαιτίας ακριβώς της γενικότερης, συστατικής γενναιότητάς της. Της γενναιότητας να είναι πάντα αυτό που ήταν, αυτό που ήθελε να είναι, χωρίς να βάζει τα καλά της για την πάρτη μας. Πολύ πριν δηλαδή από την αρρώστια της, τη ζωή της τη χαρακτήριζε κατεξοχήν η γενναιότητα. Γενναιότητα που την πλήρωσε, εννοείται, βρίσκοντας ευγενικά, ω, και πάντα με φραστικά γενναιόδωρες αποτιμήσεις τής μεγάλης της φωνής, βρίσκοντας, λέω, ουσιαστικά κλειστές τις πόρτες στα σαλόνια μας, εκεί όπου κατά τα άλλα μπάσαμε σηκωτούς στα χέρια καν και καν, από αυτούς που ούτε να τους φτύσουμε δεχόμασταν παλιά, από καλλιτεχνική ή ιδεολογική άποψη. Γενναιότητα ήταν να παραμένει αυθεντικά λαϊκός τύπος, κι ας αλώνιζε και στο έντεχνο ρεπερτόριο όσο ελάχιστοι/ες, γενναιότητα ήταν να υπερασπίζει την ταυτότητά της, από τη δεξιά πολιτική της ταυτότητα ώς τη θρησκευτική. Πέρα δηλαδή από την κοινά αναγνωρισμένη μεγάλη της προσφορά, αυτά τα βασικά χαρακτηριστικά την έκαναν περίπου αποσυνάγωγη των ευγενών τετραγώνων του καλλιτεχνικού-πνευματικού μικρόκοσμού μας.

Αναφέρομαι σε παλαιότερη επιφυλλίδα μου, για το φαινόμενο ακριβώς της «σαλονοποίησης» (μ’ αρέσει εδώ ο ελεεινός νεολογισμός για μια ελεεινή διαδικασία), και χρησιμοποιούσα παραδειγματικά «ζεύγη», έτσι όπως είχαν υπάρξει κάποια εποχή στην κοινή συνείδηση, η Βουγιουκλάκη με την Καρέζη, η Μαρινέλλα με τη Μοσχολιού κ.ά. Ας μου επιτραπεί να μεταφέρω τη σχετική παράγραφο για το δεύτερο «ζεύγος», που θεωρούσα πως είναι «το πιο χαρακτηριστικό ως προς το σαλόνι παράδειγμά μου»:

«Η Μαρινέλλα» έγραφα, «μεγάλη αναμφισβήτητα φωνή, με ελάχιστες δυστυχώς εξαιρέσεις σημαντικών τραγουδιών, ταυτίστηκε κατά καιρούς με το ευτελέστερο μέρος του λαϊκού τραγουδιού (σήμα ολόκληρης εποχής είχε γίνει π.χ. η Κυρα-Γιώργαινα). Από ένα σημείο μάλιστα και έπειτα, με απόσταση πλέον και από το όποιο, ώς τότε, πάντως λαϊκό ρεπερτόριό της, μια κινησεολογική φλυαρία και προπαντός μια ανάλογη ερμηνευτική επιδειξιομανία επιχειρούν να υπερκαλύψουν την απουσία ουσιαστικά ρεπερτορίου. Η Μαρινέλλα, σόουγούμαν πια, πλημμύρισε με τον κυματισμό των χεριών της και τα αραχνοΰφαντα μανίκια της το σαλόνι μας. Έξω, όμως, από το σαλόνι παραμένει η άλλη μεγάλη λαϊκή φωνή, η Μοσχολιού, με ρεπερτόριο σταθερά, σ’ όλη της τη διαδρομή, μοναδικό, από λαϊκό έως “έντεχνο”. Όμως η Μοσχολιού είναι χύμα λαϊκός τύπος (σπάνια έχω ακούσει αυθεντικότερο λόγο σε συνεντεύξεις, πάντα στέκομαι και την ακούω), δηλωμένη δεξιά, είναι και θρησκόληπτη, παλαιοημερολογίτισσα, ώς και στους δρόμους κατέβηκε για το 666 -–πού να τη βάλεις στο σαλόνι σου ή στο Μέγαρο αυτήν!»

Γιατί η Βίκυ Μοσχολιού «κράτησε τη ζωή της» -–αυτή κι αν κράτησε τη ζωή της! Και φαίνεται αυτό προπάντων στις συνεντεύξεις της, όπως σημείωνα παρενθετικά. Αλλιώς, ούτε παράδοξη ούτε ασυνήθιστη είναι η απόσταση ή και η πλήρης διάσταση ανάμεσα σε έργο και ζωή, καλύτερα σε έργο και ιδιοσυγκρασία. Στις συνεντεύξεις τής Μοσχολιού προβάλλει ένας εκπληκτικά αυθεντικός τύπος, ακούγεται ένας εκπληκτικά αυθεντικός λόγος: «Δίνει τις ωραιότερες συνεντεύξεις» είχε πει γι’ αυτήν η αρμοδιότερη στο είδος Μαρία Ρεζάν, και δεν ξέρω τίνος τμήματος ΜΜΕ μπορεί να γίνει έργο η συγκέντρωσή τους.

Αλλά ιδού, για αντικείμενο και θέμα μελέτης μιλάω κι εγώ, σαν να βγαίνει, σαν να έβγαινε πάντα έξω από τις νόρμες μας η Βίκυ Μοσχολιού, συνολικά και στις πραγματικές της διαστάσεις. Μοναδική φωνή, μοναδικό ρεπερτόριο, μα νά, η Μοσχολιού ήταν η θεία απ’ το χωριό, που ντρέπεσαι να την κυκλοφορήσεις, η Μοσχολιού ήταν η λαϊκιά γκόμενα, που νιώθεις άβολα να την παρουσιάσεις στους κουλτουριάρηδες φίλους σου, κι ας μεγαλούργησε επιτέλους στους πιο οικείους σας χώρους, από τον πρώιμο, ιδιοφυή Ξαρχάκο ώς τον πρωτοεμφανιζόμενο Κραουνάκη. Κι ενώ καμία/κανένας από τον καθαυτό λαϊκό χώρο και σχεδόν καμία/κανένας από τον λεγόμενο έντεχνο δεν έχει το ρεπερτόριό της, με τόσες και προπάντων τέτοιες επιτυχίες. Αν όχι από τίποτ’ άλλο, σίγουρα από ένστικτο, η Βίκυ Μοσχολιού κράτησε τη σταδιοδρομία και το ρεπερτόριό της στο ίδιο πάντα υψηλό επίπεδο απ’ το οποίο ξεκίνησε, χωρίς ουσιαστικά «κοιλιές» και εκπτώσεις. Αλλά τι ήθελε κι αυτή η ευλογημένη να τρέχει, όπως είπαμε, στους δρόμους για το 666 του Αντίχριστου! Τι ήθελε, πιο πριν ακόμα, να μιλάει στις συνεντεύξεις για καντηλάκια και για πίστη, πολύ πριν γίνει τελευταία λέξη της μόδας η επιδεικτική θρησκευτικότητα! Και τι ήθελε πάλι και κατέβαινε να πανηγυρίσει τη νίκη της Νέας Δημοκρατίας, στις προ-προηγούμενες εκλογές, τότε που έσφαλαν τα exit-polls κι η νίκη τελικά δεν ήρθε, και μείναν οι γαλάζιοι με τη σημαία στο χέρι -–«μαζί τους και η γνωστή τραγουδίστρια Βίκυ Μοσχολιού».

Διασκεδαστές των βασιλέων αστών

Πώς να την οικειοποιηθούν έτσι τα ευγενή τετράγωνα τη Βίκυ Μοσχολιού; Που δεν τους έκανε πουθενά το χατίρι. Και που τους ξέφευγε κι από τις δυο μεριές: ούτε τη διανοούμενη παράστησε ποτέ, ώστε να διεκδικήσει εφ’ όλης της ύλης το στέμμα του έντεχνου, ούτε λαϊκή-με-τους-όρους-όμως-ακριβώς-των-ευγενών-τετραγώνων υπήρξε, έστω φιγούρα «καλτ», σε όλη την γκάμα, από ΛεΠα έως Φλωρινιώτη, ή τον εσχάτως επανακάμψαντα Κοινούση. Δεν τον θυμήθηκα τυχαία εδώ τον Κοινούση: που άνθησε, σαν καταγέλαστο απλώς φυτό πριν από δύο δεκαετίες, εξαφανίστηκε μετά και βρήκε τον Χριστό του, και νά τος, τελευταία, λίπασμα πολύτιμο για τις μεσημεριάτικες εκπομπές, να εμφανίζεται και να μιλάει ακριβώς για τον Χριστό του, και να γρατζουνάει και κάτι θείας αφέλειας και ανύπαρκτης μουσικής «μπαλάντες», που μπροστά τους οι άλλοι ανάλογοι, οι παπαροκάδες, είναι Μπαχ. Και ολοκληρώθηκε το comeback του Κοινούση με εμφάνισή του και σε μαγαζί· και γιατί όχι, ώς εδώ, αφού σε μαγαζιά τραβάει κόσμο και η Στέλλα Μπεζαντάκου ή ο Ταμπάκης. Το θέμα, το θέμα μας, κατά τα ανωτέρω, είναι ότι βρέθηκε εβδομαδιαίο περιοδικό, που δίνει μάλιστα γραμμή στα πολιτιστικά, να παρουσιάσει σε δύο του σελίδες το «Κοινούσης comeback αλά Νέο Κύμα», που «μας πήγε πίσω όχι μόνο στην ιστορία του αλλά στις μπουάτ της παλιάς Πλάκας». Πόσα χρόνια, να πάρει η ευχή, άρκεσαν για να ξεχάσουμε τι ήταν, τι εξέφραζαν: οι μπουάτ από τη μια, ο -–έτσι κι αλλιώς μεταγενέστερος, άρα και πιο πρόσφατος στη μνήμη μας–- Κοινούσης απ’ την άλλη. Αλλά, θέμα επετηρίδας δεν είναι η καθιέρωση εντέλει του οποιουδήποτε, του καθενός, του κάθε είδους, έτσι όπως έλεγε λ.χ. για το σκυλάδικο ο Σαββόπουλος;

Έτσι λοιπόν, πλάι στην κοινή αναγνώριση της φωνής, του ρεπερτορίου, των επιτυχιών, πλάι δηλαδή στα επιτέλους μετρήσιμα, θαρρείς ένα μισό χαμόγελο, μια αδιόρατη ειρωνεία, πάντως μια μισερή αν όχι πάντοτε κλειστή αγκαλιά χαρακτήριζε ώς έναν μεγάλο βαθμό τη στάση απέναντι στη Βίκυ Μοσχολιού. Που έμεινε έξω απ’ το σαλόνι. Αλλά τι να ζηλέψει, που είναι η ίδια, μόνη της, ένα απέραντο σαλόνι; Όπου χωρούσαμε και χωρούμε πάντα οι πάντες, αρκεί ν’ αφήσουμε απ’ έξω τα μικρά, μικρούτσικα και λερωμένα μας παπούτσια.

buzz it!

Εθνοσωτήρια ψεύδη

Τα Νέα, 2 Απριλίου 2005

«Πάντως η Εκκλησία διέσωσε την εθνική συνείδηση επί 400 χρόνια και ηγήθηκε στον αγώνα για την ανεξαρτησία» κτλ., κάπως έτσι τα είπε ο θεολόγος καθηγητής, και ο συνομιλητής του συμφώνησε, για να προχωρήσει όμως στην κριτική του απέναντι στα όσα συμβαίνουν σήμερα στην Εκκλησία.

διαβάστε τη συνέχεια...

Ο θεολόγος καθηγητής ήταν ο Χρ. Γιανναράς, πολέμιος ωστόσο και αυτός του Χριστόδουλου, και ο συνομιλητής του, ο οποίος δέχτηκε την παρατήρηση, ήταν ο τέως πρόεδρος του Συνασπισμού Νίκος Κωνσταντόπουλος, από τους ελάχιστους πάντως πολιτικούς με ξεκάθαρη συνολικά στάση απέναντι στο εκκλησιαστικό. Από τη σκηνή αυτή, σε τηλεοπτική συζήτηση, έμεινα με την αίσθηση, ή με το φόβο, πως δεν ήταν απλώς «διπλωματική» η συγκατάνευση, έτσι όπως εκφράστηκε από τον τέως πρόεδρο του Συνασπισμού.

Σύμπτωση ευτυχής, τις ίδιες περίπου μέρες, και με αφορμή την επέτειο της 25ης Μαρτίου, στην ίδια εδώ εφημερίδα υπήρξαν δύο εμπεριστατωμένα άρθρα: του καθηγητή Βασίλη Κρεμμυδά («Η Εκκλησία στο Εικοσιένα: Μύθοι και ιδεολογήματα», 22/3), και του εκπαιδευτικού Χρήστου Κάτσικα («Από το Κρυφό Σχολειό… στην Αγία Λαύρα: Μύθοι και σύμβολα μιας εθνικής επετείου», 24/3). Ας μου επιτραπεί να προσθέσω και δύο σχετικά δικά μου, κατά την περσινή επέτειο («Εθνική παλιγγενεσία και εθνική μυθολογία», 20/3/2004· «Το Κρυφό Σχολειό και η κρυφή του αλήθεια», 3/4/2004), και ενώ ακόμα πιο παλιά είχα ασχοληθεί ειδικά με τη «σωτηρία της γλώσσας» από την Εκκλησία («Οι αναθυμιάσεις των ημερών και το οστεοφυλάκιο της γλώσσας», 1/7/2000).

Το άρθρο του κ. Κρεμμυδά αναφέρεται γενικά στον συμβιβαστικό ρόλο της Εκκλησίας στα χρόνια της οθωμανικής κυριαρχίας, που φτάνει στον «αφορισμό» των Φιλικών και των αγωνιστών από τον πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄. Επίσης εξετάζονται οι δύο βασικοί μύθοι με τους οποίους επιχειρεί η Εκκλησία να αναδειχτεί σωτήρας του έθνους: το λάβαρο που τάχα ύψωσε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, κηρύσσοντας την έναρξη του Αγώνα, κάτι που ούτε ο ίδιος δεν αναφέρει στα απομνημονεύματά του· και το περιβόητο Κρυφό Σχολειό, όπου μάθαιναν τάχα τα ελληνόπουλα γράμματα, την ίδια ώρα που σε πλείστες πόλεις ανθούσαν σχολειά και σχολές, και γενικά ελεύθερη και ανεμπόδιστη ήταν η όποια, στοιχειώδης και μη, εκπαίδευση. Στους ίδιους μύθους, της Λαύρας και του Κρυφού Σχολειού, αναφέρεται και το άρθρο του Χρ. Κάτσικα, με παραπομπές σε έλληνες και ξένους ιστοριογράφους.

Έτσι κι αλλιώς, ομόφωνη είναι η επίσημη Ιστορία και δύστροπες οι ημερομηνίες όσον αφορά το λάβαρο και τον Παλαιών Πατρών –που πάντως υπήρξε από τους ελάχιστους ιερωμένους του ανώτερου κλήρου που βοήθησαν στον Αγώνα. Και επίσης ομόφωνη είναι ως προς το Κρυφό Σχολειό. Θα υπενθυμίσω την εκτενή μελέτη του Παναγιώτη Στάθη («Το κρυφό σχολειό: διαδρομές του μύθου, διαδρομές της ιστορίας»), ο οποίος μετράει και εξετάζει «κρυφά σχολειά»: 10 όλα κι όλα «μαρτυρούνταν» τη δεκαετία του ’60, πάνω από 100 πλέον αυτά που σκαρφίστηκε στο μεταξύ ο ζήλος των κατά τόπους συλλόγων και φορέων: κρυφά σχολειά σε πόλεις όπου λειτουργούσαν ελεύθερα ιερατικές ή ανώτερες σχολές, κρυφά σχολειά σε μέρη ακατοίκητα, κρυφά σχολειά ακόμα και μέσα σε οθωμανικά κάστρα!

Πάντα όμως η Ιστορία, γενικά η επιστήμη, δυσκολεύεται ή και αδυνατεί να αντιστρατευτεί τη μυθολογία, πολύ περισσότερο όταν έχουμε να κάνουμε με εκκλησιαστικούς και εθνικούς μύθους, τους οποίους δηλαδή υποστηρίζει και επιβάλλει ένα ολόκληρο σύστημα με κάθε τρόπο, λογοκρισία, έμμεση έως και άμεση βία.

Πάνε κι έρχονται λοιπόν γενικά τέτοιοι μύθοι, πάνε κι έρχονται ειδικά αυτό το διάστημα οι συγκεκριμένοι μύθοι: η Εκκλησία-κιβωτός της εθνικής συνείδησης, αυτή ίσα ίσα που έκανε ό,τι μπορούσε για να μη διασαλευτεί η τάξη της οθωμανικής κατοχής και να μη χαθούν τα κεκτημένα της· η Εκκλησία-κιβωτός της γλώσσας, αυτή που δεν έκανε απολύτως τίποτα από τα όσα μυθολογούνται, με τα κρυφά σχολειά, ενώ έκανε ό,τι μπορούσε για να καθηλωθεί, μάλλον να ακυρωθεί η ζωντανή γλώσσα και να επιστρέψει στα κλέη του αττικισμού.

Γιατί πάντοτε η Εκκλησία πορεύτηκε ταυτισμένη με την εκάστοτε εξουσία, οθωμανική ή άλλη, «εθνική» πια, για να φτάσουμε στη νεότερη ιστορία, τη μεταξική δηλαδή περίοδο, και την αμέσως επόμενη, του εμφυλίου, ώς τη νεότατη, την επτάχρονη δικτατορία των συνταγματαρχών. Και καθώς δεν επιδέχεται συγκάλυψη η στάση της Εκκλησίας σ’ αυτή την πιο σύγχρονη περίοδο, με τη δύναμη που της εξασφαλίζει ακριβώς η συμπόρευσή της με την εξουσία επιβάλλεται η μυθευτική εκδοχή της δράσης της κατά την παλαιότερη ιστορική περίοδο, του Αγώνα για την Ανεξαρτησία! Θαυμαστή, αλήθεια, διαλεκτική της Ιστορίας.

Αλλά, από τη δημιουργία της κιόλας, γράφει ο καθηγητής Ν. Ε. Καραπιδάκης («Εκκλησιαστικά σκάνδαλα ή κοινωνική υποκρισία;», Καθημερινή 27/2· ας διαβαστεί μαζί με ένα επόμενό του, «Ο διαχωρισμός Κράτους-Εκκλησίας», 27/3), η Εκκλησία συμμάχησε «με την ισχυρότερη ιδεολογία της εποχής της, την αυτοκρατορία· δηλαδή την εξουσία. Μια συμμαχία που δεν θα εγκαταλείψει ποτέ έκτοτε, ανεξαρτήτως των μορφών που θα ενδύεται η κοσμική εξουσία. Ξανάγραψε, στη συνέχεια, την αρχαία ιστορία· [...] μονοπώλησε, ή σχεδόν, τη θρησκευτικότητα των ανθρώπων· ερμήνευσε την αρχαία φιλοσοφία· προσδιόρισε τους οικονομικούς όρους· πρότεινε τους δικούς της όρους στην πολιτική κοινωνία. Έγινε η ίδια κοινωνία, καθορίζοντας τη ζωή των ανθρώπων από τη γέννησή τους ώς τον θάνατό τους, παρακολουθώντας ταυτόχρονα τις φοβίες τους και ρυθμίζοντας τις ανισότητές τους. Οι στοχαστές της επικαιροποίησαν, για κάθε εποχή, τη διδασκαλία της, δανείζοντας το λεξιλόγιό τους για να μιληθούν τα κοινωνικά και τα πνευματικά προβλήματα».

Και παρακάτω: «Οι νεοτερικές κοινωνίες, γνωρίζοντας τη δύναμή της και εν πολλοίς επειδή τη χρειάζονταν, προσπάθησαν να οροθετήσουν τον ρόλο της, περιορίζοντάς την στην ιδιωτική σφαίρα. Η νέα ελληνική κοινωνία δεν υπήρξε ποτέ σαφής ως προς αυτό το σημείο· στάση που επέτρεψε στην Εκκλησία να διατηρήσει ευρύτατο χώρο παρέμβασης και διευρυμένη κοινωνική ηγεμονία».

Το πραγματικό πρόβλημα λοιπόν είναι «η αμφιλεγόμενη και επαμφοτερίζουσα στάση της κοινωνίας μας απέναντι στην Εκκλησία». Το πρόβλημα δηλαδή είναι όταν ο πρόεδρος σοσιαλιστικού κόμματος πάει και κοινωνάει σε λειτουργία στο ολυμπιακό χωριό, και την Κυριακή της Ορθοδοξίας απαγγέλλει το «Πιστεύω», χωρίς να του το επιβάλλει καμία παράδοση και κανένα τυπικό!

Θα ήταν επιπόλαιο να πιστέψει κανείς ότι αυτή η θέση της Εκκλησίας στη σημερινή κοινωνία και στη συνείδηση των ανθρώπων μπορεί να κλονιστεί από την ανασκευή π.χ. των κάθε λογής μύθων της. Οφείλουμε παραταύτα να επιμείνουμε. Και πολύ περισσότερο οφείλουμε να επιμείνουμε σε κάτι που μοιάζει από ανέφικτο έως ανεδαφικό: στη διάκριση της Εκκλησίας από την ενδιάθετη ίσως θρησκευτικότητα που επενδύεται σ’ αυτήν, ή που βρίσκει την έκφρασή της μέσα από αυτήν. Και ως προς τούτο είναι απαραίτητη μια άλλη διάκριση: των προσώπων από την Εκκλησία σαν σώμα. Σε πρόσωπα, είτε λίγα, φωτεινές εξαιρέσεις, είτε πολύ περισσότερα, μπορεί να χρωστούμε πολλά· δεν ισχύει όμως το ίδιο με την Εκκλησία σαν σώμα. Γιατί, σαν σώμα, επιμένω, με την εκάστοτε εκπροσώπησή του, ακόμα κι αν αυτή δεν εκφράζει το σύνολο (όπως λ.χ. πολύ συχνά σε έναν διεθνή οργανισμό η εκπροσώπηση ενός δικτατορικού καθεστώτος δεν εκφράζει την πλειοψηφία του λαού της χώρας), σαν σώμα λοιπόν η Εκκλησία ελάχιστα βοήθησε τα πραγματικά συμφέροντα του έθνους.

Αν όμως επιτέλους όλα αυτά αφορούν το παρελθόν, δεν είναι ανακουφιστικότερα τα όσα γενικότερα ορίζουν το παρόν, ακόμα και αν φύγουμε από τα τάχα μεμονωμένα, όπως τα νυν σκάνδαλα και οι ραδιουργίες, και εστιάσουμε στη γενικότερη υπηρεσία στην κοινωνία και στο περιβάλλον, στα πιο απτά δηλαδή και καθημερινά: από το όργιο της ναοδομίας ανά την επικράτεια έως τα ποθούμενα, για την ώρα: νέο συνοδικό μέγαρο στον Καρέα, πολυτελές ξενοδοχείο στο κέντρο της Αθήνας, νέα μητρόπολη. Τι μένει; Ίσως το φιλανθρωπικό της έργο; Επιδοτούμενο όμως κι αυτό, με 8,5 εκατομμύρια ευρώ από την Πολιτεία μέσα σε 3 μόλις χρόνια (2002-2004, μόνο για την οργάνωση «Αλληλεγγύη»). Δηλαδή από εμάς για μας. Άξιος ο μισθός μας; Για τον δικό τους, υπερμισθό βεβαίως, ούτε λόγος.

buzz it!

17/8/07

45. «Κανονικά» ελληνικά και νεανική αργκό

Τα Νέα, 18 Νοεμβρίου 2000

Σε κάθε περίπτωση, με το «ρε μαλάκα» ή με «κανονικά» ελληνικά, οι νέοι ανταποκρίνονται ενστικτωδώς σε διαφορετικές εκφραστικές ανάγκες, σε διαφορετικά επίπεδα επικοινωνίας

το πλήρες κείμενο:


Η τελευταία επιφυλλίδα μου, με τίτλο «Οι επισκέπτες της σελίδας», θέλησε να παραστήσει το διάλογο με τους αναγνώστες, σπάζοντας για μια φορά τον καταστατικό μονόλογο τον οποίο συνεπάγεται η κατοχή μιας μόνιμης στήλης, μιας σελίδας: λέω «να παραστήσει το διάλογο», γιατί, κακά τα ψέματα, με αυτό τον τρόπο ο διάλογος σκηνοθετείται, ενώ ουσιαστικά παραμένει μονόλογος. Σ’ αυτόν λοιπόν το διάλογο-μονόλογο δεν χώρεσαν κάποια σχόλια στο κείμενό μου για τους φαντάρους που πρωτοστάτησαν στη διάσωση ναυαγών του «Εξπρές Σάμινα»). Θυμίζω ότι μετέφερα απλώς τον λόγο των φαντάρων, απέναντι στις ιερεμιάδες για την αφασία και την αγλωσσία των νέων. Τελικά, φαίνεται πως η αντιδιαστολή αυτή, ανάμεσα λόγου χάρη στη φράση τους: «δεν σώσαμε εμείς το μωρό, το μωρό έσωσε εμάς» («εύρημα που θα το ζήλευε κάθε λόγιος», σχολίασε φίλος συγγραφέας) και στον απαξιωτικό λόγο ότι οι νέοι μιλούν «με 50 όλες κι όλες λέξεις», και μαζί η συγκίνηση από το πολύνεκρο ναυάγιο και από τη στάση των παιδιών γέννησαν μια αναπάντεχη ανταπόκριση, που εκφράστηκε τη φορά αυτή με πλήθος τηλεφωνήματα και γράμματα.

Άνθρωποι κυρίως μέσης και μεγάλης ηλικίας, της δικής μου γενιάς και πάνω, δηλαδή από τις γενιές από τις οποίες εκπορεύεται πάντα η υποτίμηση της γλώσσας (και της γενικότερης συμπεριφοράς) των νέων, διάβασαν στο κείμενο αυτό και είδαν στα δεκαεννιάχρονα αυτά παιδιά τα δικά τους ίσως παιδιά, τα παιδιά κάποιου φίλου, αυτά που πάντοτε θεωρούμε ότι αποτελούν εξαίρεση ανάμεσα στα άλλα. Χαρακτηριστικά, φίλος επιστήμονας που ζει στο Λονδίνο μού έγραψε πως συγκινήθηκε με τους φαντάρους, όμως ο ίδιος άκουσε με τ’ αφτιά του έλληνες φοιτητές να συζητούν με την περίφημη «γλώσσα των νέων», δηλαδή με το «ρε μαλάκα» και όλα τα σχετικά. Κατάλαβα ότι στο κείμενό μου είχε χωρέσει η μισή μόνο αλήθεια, πως τάχα δεν μιλούν όλοι οι νέοι με το «ρε μαλάκα», και πως μπορεί απλοί φαντάροι να μιλούν «κανονικά», ενώ απ’ την άλλη μορφωμένοι φοιτητές αλληλοπροσφωνούνται «ρε μαλάκα» –πως πρόκειται δηλαδή για εξαιρέσεις και από τις δύο μεριές.

Θέλω να το τονίσω αμέσως ότι θεωρώ απολύτως πιθανό, για να μην πω και «κανονικό», να μιλούν και οι συγκεκριμένοι φαντάροι του ναυαγίου με το «ρε μαλάκα». Να μιλούν δηλαδή και με το «ρε μαλάκα», όταν βρίσκονται με «κολλητούς», φίλους και συναδέλφους. Κι όταν ξαναβρεθούν με δημοσιογράφους, να μιλήσουν έτσι όπως ήδη μίλησαν. Όχι για να θαμπώσουν εμάς ή να μας συγκινήσουν –όπως, πάλι, δεν επιζητούν σώνει και καλά να μας σκανδαλίσουν όταν μιλούν «διαφορετικά». Σε κάθε περίπτωση δηλαδή, με το «ρε μαλάκα» ή με «κανονικά» ελληνικά, ανταποκρίνονται ενστικτωδώς σε διαφορετικές εκφραστικές ανάγκες, σε διαφορετικά επίπεδα επικοινωνίας. Το ίδιο ισχύει και με τους φοιτητές, και με οποιαδήποτε άλλη, περιστασιακή ή μονιμότερη, ομάδα: θα μιλήσουν με το «ρε μαλάκα» μεταξύ τους, αλλά ούτε στον καθηγητή τους θα απευθυνθούν μ’ αυτήν τη «γλώσσα», ούτε στον εργοδότη τους, ούτε στον πατέρα τους –ακόμα κι όταν δεν είναι να του ζητήσουν χαρτζιλίκι.

Δείγματα έχουμε άπειρα, μόνο που πάντοτε σταθμεύουμε σ’ αυτά που υπηρετούν βολικές ταξινομήσεις και εμπεδωμένα στερεότυπα, παραμερίζοντας οτιδήποτε άλλο σαν εξαίρεση. Κυριαρχεί η επιφανειακή και αποσπασματική ανάγνωση του λόγου των νέων, εγκλωβισμένη και αυτή στη γενικότερη εξίσωση που καθετί νεότερο το βλέπει εκφυλισμένο.

Ας σταθούμε και τώρα στον λόγο των νέων, τη «γλώσσα των νέων», όπως άλλωστε την ονομάζουμε συμβατικά, λες και οι νέοι αποτελούν ομοιογενή ομάδα ή κοινωνική κατηγορία. Αυτά που ακούμε στις πολύωρες «ζωντανές» μεταδόσεις των καναλιών από το «μέτωπο της φωτιάς», τις μέρες λόγου χάρη του Πολυτεχνείου, από τους χούλιγκαν που τα σπάνε έξω απ’ το γήπεδο, προσβάλλουν βάναυσα τα ήθη μας. Μα τους ακούμε και με τα ίδια μας τ’ αφτιά, καθώς περνούμε δίπλα τους εκεί που παίζουν: «Πιάσ’ την μπάλα, μωρέ μαλάκα», ή «Πάλι την έκανες τη χοντρομαλακία σου». Ενώ τάχα εμείς, όταν παίζουμε, φωνάζουμε: «Έλα αγαπητέ μου, νά η μπάλα», ή «Αχ, βρε ευλογημένε, τι αδεξιότητα κι αυτή»!

Εννοώ, παραπέμποντας σε όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου και του ιδιωτικού μας βίου, σε όλες τις άλλες «ζωντανές» επίσης μεταδόσεις, από τη Βουλή των Ελλήνων έως μέσα σε ιδιωτικούς χώρους, ότι, αν επιμένουμε να μιλούμε για αφασία και για αγλωσσία, ας μετρήσουμε καλύτερα σωστά, σε όλη την κλίμακα, σε όλες τις ηλικίες.

Τι είναι όμως αυτό που μοιάζει να συνιστά ιδιαίτερη κατηγορία, ιδιαίτερη γλώσσα, και άρα να γεννά ιδιαίτερη στάση εκ μέρους μας; Τι είναι αυτό που μας κάνει να ξεχνούμε ότι κάθε γενιά, γενικότερα κάθε ομάδα, ανεξάρτητα από ηλικία, ακόμα και δυο ερωτευμένοι, δημιουργούν τα δικά τους γλωσσικά αναγνωριστικά, ορίζουν για εσωτερική κυρίως χρήση τους δικούς τους κώδικες; Είτε τους ονομάσουμε παιδικά κορακίστικα είτε ιδιόλεκτο, αλλόλεκτο, γλώσσα, αργκό ή ό,τι άλλο, πρόκειται για κώδικες επικοινωνίας που, ανάλογα με τη δυναμική κάθε ομάδας, μπορεί να προβάλλονται και προς τα έξω, και ορισμένες φορές να υιοθετούνται από ευρύτερες ομάδες ή στρώματα πληθυσμού, οπότε και ενσωματώνονται στην κοινή γλώσσα. Αυτός είναι άλλωστε ο πλούτος της γλώσσας, οι ιδιωματικές εκφράσεις και η αργκό.

Εμείς όμως ζούμε με τον τρόμο της παρέκκλισης, πρώτα από τον γραπτό λόγο, κι έπειτα από τη νόρμα. Τονίζω το «εμείς», και εννοώ στη χώρα μας, όχι βεβαίως επειδή η απόρριψη της γλώσσας των νέων είναι τάχα εγχώριο φαινόμενο, αλλά επειδή εμείς ειδικότερα, με τη βιωματική πια περιπλοκή του γλωσσικού ζητήματος και τον γενικότερο γλωσσικό μεγαλοϊδεατισμό, θεωρούμε παρέκκλιση την ίδια τη σημερινή γλώσσα, πόσο μάλλον τον προφορικό λόγο, πόσο μάλλον τις καθημερινές και τις ιδιωματικές εκφράσεις ή την αργκό. Γενικότερα, οτιδήποτε ξεφεύγει, που σημαίνει οτιδήποτε ξεφεύγει από το βιβλίο, άρα από τον έλεγχό μας, τρόμο μας προκαλεί και μόνο. Και εν προκειμένω την αργκό δεν τη δημιουργούμε εμείς· ποτέ η αργκό δεν δημιουργείται στο γραφείο και με τα σοφά μας λεξικά· άρα, μας είναι ξένη, και εχθρική –αυτή και μαζί οι φορείς ή οι δημιουργοί της. Πώς να συμφιλιωθούμε με την ιδέα ότι η σοφία μας στέκει εντεύθεν μιας δημιουργίας, καλής ή κακής (κακής, βεβαίως, ωρυόμαστε), ότι η γνώση μας γίνεται απλώς αμηχανία και απορία μπροστά στα καινοφανή και αδιαφανή για μας: τα πήρα στο κρανίο και γαμάτο τραγούδι; Πώς να δεχτούμε ότι δεν ορίζουμε εντέλει τα παιδιά που δημιουργήσαμε εμείς οι ίδιοι; Ακόμα χειρότερα: πώς να δεχτούμε ότι τα παιδιά που τα απαξιώνουμε εμείς μπορεί να μας απαξιώνουν και αυτά με τη σειρά τους· ότι δημιουργούν δικό τους ιδίωμα, ιδίωμα αντίθετο με τις δικές μας συμβάσεις, ιδίωμα που μας αποκλείει, και συχνά μοιάζει να μας επιτίθεται απροκάλυπτα.

Από κει και πέρα, τα άλλα είναι λεπτομέρειες: αν και γιατί το χτεσινό σπασίκλας, αναντικατάστατο βεβαίως στην εκφραστική του ισχύ, είναι δήθεν καλύτερο από το σημερινό φύτουλας. Γεμάτος ο προφορικός μας λόγος: τον κάνω τ’ αλατιού, μου ήρθε κουτί, μιλάω στα κουτουρού / στο βρόντο, είμαι πτώμα, τα κάνω μούσκεμα, μου τη δίνει, μου τη σπάει, εκφράσεις περισσότερο ή λιγότερο παλιές. Τις νεότερες όμως, των νέων, τις αποσπούμε από τον προφορικό, τον καθημερινό λόγο, τις ονομάζουμε γενικώς και αορίστως γλώσσα, και έτσι πιστοποιούμε τάχα γλωσσική ένδεια και αφασία. Καμαρώνουμε τα παιδιά μας όταν είναι μικρά και περνούν τη γλωσσοπλαστική φάση τους: φίλου παιδιά λογομαχούσαν διεκδικώντας την καλή τη θέση στον καναπέ: «είσαι ξαπλουριάρης» είπε η μικρή, κι ο μικρός δεν της χαρίστηκε: «κι εσύ αναγκαζιάρα»! Τα ίδια έφτιαξαν τον καταλαβεστή=«αυτός που καταλαβαίνει», το ξενυχτώνει=«ξημερώνει» και το τρυφεράω (βλ. εδώ). Και άλλοι γονείς θα ’χουν να μας πουν άλλα, επίσης υπέροχα. Όταν όμως μεγαλώσουν τα παιδιά, αυτή την ικανότητα δεν τους την αναγνωρίζουμε, γιατί τότε δεν τη βλέπουμε (και δεν είναι) ουδέτερη και αθώα: θεωρούμε πως μας αμφισβητεί ευθέως, πως είναι εχθρική απέναντί μας, οπότε εχθρικά την αντιμετωπίζουμε κι εμείς.

Ο πόλεμος είναι δεδομένος. Ποιος τον έχει κηρύξει, χωράει ίσως συζήτηση. Καθώς και το αν η γλώσσα των νέων είναι όντως επιθετική ή ουσιαστικά αμυντική. Στο μεταξύ, «εμείς οι μεγάλοι», «που καταλαβαίνουμε», οφείλουμε να διακρίνουμε γλώσσα από ιδιόλεκτο και αργκό, μεγέθη συμπληρωματικά και όχι ανταγωνιστικά, και προπαντός διαφορετικά επίπεδα επικοινωνίας, ούτε περισσότερα ούτε λιγότερα ούτε διαφορετικά από τα δικά μας.

buzz it!

46. Ναι - Όχι, σημειώσατε Χ

Τα Νέα, 2 Δεκεμβρίου 2000

Οι ξενισμοί δεν αποτελούν τυπικά λάθος, δημιουργούν ωστόσο πρόβλημα όσο επεκτείνεται η χρήση τους χωρίς να γίνονται κοινό κτήμα, οπότε με δυσκολία αποκρυπτογραφούμε κάθε φορά το νόημα

το πλήρες κείμενο:


Επιστροφή στους ξενισμούς, με το «πολύ... για να...», που μεταφράζει κυρίως το γαλλικό trop… pour... Ξεκινώ ωστόσο με τον αντίστοιχο αγγλισμό, την κοινότατη φράση too good to be true, που τη χρησιμοποιούμε συχνά, ακόμα και στον προφορικό λόγο: πολύ καλό για να ’ναι αλήθεια. Εδώ ο ξενισμός σχεδόν δεν γίνεται αντιληπτός, και μπορούμε να πούμε ότι στέκει ισότιμα πλάι στη φράση: είναι τόσο καλό, που δεν μπορεί να είναι αλήθεια. Το ίδιο συμβαίνει και μ’ ένα άλλο στερεότυπο, μια ρήση του Ντε Γκωλ, που είναι από τα πιο αγαπημένα ευφυολογήματα των τηλεοπτικών παραθύρων και των «τοκ σόου»: Η πολιτική είναι πολύ σοβαρή υπόθεση για να την αφήσουμε στους πολιτικούς. Και εδώ το νόημα, μέσα από την κοινή χρήση, είναι σαφές. Και εδώ η πιστή μετάφραση διεκδικεί τους ίδιους τίτλους με την «κλασικότερη», ελληνική σύνταξη: Η πολιτική είναι πολύ σοβαρή υπόθεση, και [γι’ αυτό] δεν γίνεται / δεν νοείται / δεν είναι δυνατόν να την αφήσουμε στους πολιτικούς.

Δεν μπορεί όμως να ισχυριστεί κανείς ότι, επειδή υπάρχουν δυο-τρία στερεότυπα, ο ξενισμός έπαψε να είναι ξενισμός, ότι το συντακτικό αυτό σχήμα έχει αφομοιωθεί απολύτως και αποδίδει πάντοτε αβίαστα το νόημα που θέλει να εκφράσει. Αντίθετα, σε κάθε καινούρια εφαρμογή του σχήματος αυτού, σε κάθε πρόταση που την ακούμε ή τη διαβάζουμε πρώτη φορά, καθυστερούμε λίγο, γιατί δεν λειτουργούν τα αντανακλαστικά μας. Η προσπάθεια είναι συχνά απλή· ορισμένες όμως φορές χρειάζεται πραγματικά να μοχθήσουμε για να αποκαταστήσουμε το νόημα. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να εφησυχάζουμε με τέτοια «απλά» παραδείγματα: μπορεί όντως, ας το ξαναπούμε, οι ξενισμοί να μην αποτελούν τυπικά λάθος, δημιουργούν ωστόσο πρόβλημα όσο επεκτείνεται η χρήση τους χωρίς να γίνονται κοινό κτήμα, οπότε με δυσκολία αποκρυπτογραφούμε κάθε φορά το νόημα.

Θα κλιμακώσω και πάλι τα παραδείγματά μου, από τα πιο απλά και διάφανα στο νόημά τους ώς τα πιο περίπλοκα:

«Η ζωή είναι πολύ σκληρή κι άδικη για ν’ αξίζει να τη ζήσει κανείς»: και δεν αξίζει να τη ζει κανείς·

«το μονοπάτι ήταν πολύ στενό για να μπορούμε να πηγαίνουμε πλάι πλάι»: και δεν γινόταν / δεν μπορούσαμε...

«εγώ έζησα πολύν καιρό στα δάση για να με φοβίζουν οι κουκουβάγιες»: και δεν με φοβίζουν οι κουκουβάγιες...

Τελικά, με το σχήμα αυτό επιδιώκουμε να εκφράσουμε με το ζόρι μια άρνηση, ένα δεν (δεν αξίζει..., δεν γινόταν..., δεν μπορούσαμε...), χρησιμοποιώντας απλώς το για να, που όμως δεν μαρτυρεί από μόνο του άρνηση: «διαβάζει πολύ, για να περάσει τη χρονιά του», αλλά «διαβάζει πολύ, για να μη χάσει τη χρονιά του». Κι επειδή είναι αυτονόητη αυτή η σύνταξη στα ελληνικά, τα αντανακλαστικά μας παραλύουν προς στιγμήν, μόλις βρεθούμε μπροστά στο «παράδοξο», στο σόλοικο εντέλει, να εκβιάζεται το ίδιο πάντοτε «για να», ώστε να εκφράσει ξαφνικά και το «για να μην»! Έρχεται από πάνω κι η γραμματική με το συντακτικό μας, που λένε ότι το «για να» ή το «ώστε να» εισάγει τελική πρόταση και χρειάζεται κόμμα πριν, κοτσάρουμε λοιπόν κι εμείς, ή ο τυπογράφος ή ο διορθωτής, ένα κόμμα, και επιτείνουμε τη σύγχυση:

«ήταν πολύ σκοτεινά στην άμαξα, ώστε να διακρίνεις την έκφραση του προσώπου του»: και δεν διακρινόταν η έκφραση / δεν μπορούσες να διακρίνεις την έκφραση... Γιατί η αρχική πρόταση του παραδείγματός μας στέκει μόνο στην αντίθετη περίπτωση, αν λόγου χάρη το «σκοτεινά» ήταν «φωτεινά»: «ήταν πολύ φωτεινά στην άμαξα, ώστε να διακρίνεις την έκφραση του προσώπου του»!

Άλλα –και όλα με λάθος κόμμα πριν από το «ώστε να»:

«ήταν πολύ απασχολημένος με τις περιγραφές του, ώστε να δίνει σημασία στην αποτυχία: και δεν έδινε σημασία...

«οι πιο ηλικιωμένοι ήταν αρκετά έντιμοι, ώστε να αφήσουν να τους γυρίσουν το κεφάλι»: και δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσουν…, και δεν θα άφηναν

«το θέμα όλων αυτών των αλλοιώσεων είναι, βέβαια, πολύ εκτεταμένο, ώστε να μπορεί να εξεταστεί από τη θέση αυτή»: και δεν μπορεί..., δεν είναι δυνατόν να εξεταστεί...

Σ’ όλα τα παραδείγματα, αν δεχτούμε τον ξενισμό, αν νομίζει δηλαδή ο συντάκτης ή ο μεταφραστής ότι το απαιτεί το ύφος του, το κόμμα είναι οπωσδήποτε λάθος, γιατί, όπως είδαμε, μας ετοιμάζει να διαβάσουμε: για να γίνει κάτι, και όχι για να μη γίνει. Θα μείνει όμως τότε ένα κόμμα όλο κι όλο να ορίζει τη διάκριση ανάμεσα στο ναι και στο όχι;

Η ουσία είναι ότι δεν νοείται να αποδίδονται δύο εντελώς διαφορετικές έννοιες με μία, την ίδια πάντοτε, έκφραση, το για να ή το ώστε να:

«φάτε κάτι πολύ ελαφρύ –ίσως τσάι και μία φρυγανιά– ώστε το στομάχι να είναι σχεδόν κενό για να δράσει το φάρμακο, αλλά όχι και εντελώς άδειο ώστε να προκληθεί ναυτία ή αίσθημα αδυναμίας». Εδώ το πρώτο ώστε σημαίνει αυτό ακριβώς που λέει: «για να είναι το στομάχι κενό», ενώ το δεύτερο θέλει να πει το αντίθετο από ό,τι λέει τώρα, δηλαδή: «για να μην προκληθεί ναυτία»!

Και το τελευταίο σκαλί:

«η άτυχη Χ ήταν πολύ ερωτευμένη με τον δράστη για να μη φανταστεί, ακόμη και όταν τον είδε οπλισμένο μπροστά της, τις διαθέσεις του»: εδώ ενώνεται σε γάμο παρδαλό η γαλλική σύνταξη με το πραγματικό, το αρνητικό νόημα που έχει στο μυαλό του ο αστυνομικός συντάκτης: το ότι η ερωτευμένη δεν φαντάστηκε την πρόθεση του δράστη. Και πρέπει γρήγορα εμείς, μες στο μυαλό μας, να αφαιρέσουμε το μην, ώστε να αποκαταστήσουμε πλέον τον γαλλισμό: «ήταν πολύ ερωτευμένη... για να φανταστεί τις διαθέσεις του», και τώρα πια να μεταφράσουμε τον γαλλισμό στα ελληνικά: ήταν πολύ ερωτευμένη..., και δεν φαντάστηκε / δεν μπόρεσε να φανταστεί / τόσο που δεν μπόρεσε να φανταστεί... Τραγέλαφος.

Ένα αντίστοιχο παράδειγμα, από μετάφραση, δίνει ο Ελισαίος Γιανίδης στα Γλωσσικά πάρεργα (1932, επανέκδ. Κάλβος, 1970, σ. 48): «Ήμουν πάρα πολύ ενθουσιασμένη από τα πρώτα βήματά μου στο Γιλδίζ διά να μη αντιληφθώ το περιβάλλον της φυλακής»: ώστε δεν μπορούσα να αντιληφθώ, υποδεικνύει ο Γιανίδης, με τη συμβουλή: «Όταν γράφουμε ρωμέικα, καλό είναι να λησμονούμε τις ξένες γλώσσες». Από εκεί αντιγράφω και άλλα δύο παραδείγματα: «Ήτο λίαν επιεικής (ο Λουδοβίκος) ώστε να μη δύναται να την καταστείλη (την επανάσταση)»· και «η βασίλισσα Μαρία έχει περισσοτέραν απ’ ό,τι φαντάζεται κανείς πείραν διά να μην κλαίη τόσον γοερώς».

«Σκότος βαθύ» σχολιάζει αμέσως μετά ο Γιανίδης. Συνυπογράφουμε, ελπίζω, όλοι.

buzz it!

16/8/07

παραπλάνηση του κοινού; σιγά τώρα! πάντως δημοσιογραφική αλητεία

αφιερωμένο εξαιρετικά στον άγνωστό μου σχολιογράφο εδώ Τυφωέα, που χάνει την ηρεμία του με την «εκπεφρασμένη μου εμπάθεια» απέναντι στην… Διαβάστε όμως το ποστάκι, έτσι, σαν θερινό ανάγνωσμα, μάλλον εκτόνωση δική μου από τον διάλογο κάτω από τις «επάλξεις 6», που έπεσε βαρύς αυγουστιάτικα…


Μεσήλιξ κύριος εξεπροβόδιζε τις προάλλες φίλον στο ΕλΒενιζέλος, είχαν φτάσει αρκετά νωρίς, τούτες τις μέρες με τους άδειους δρόμους, ήπιανε και ξανάπιανε καφέδες, αρχίσανε το χάζεμα πια στα μαγαζιά, και στο περίπτερο με τον Τύπο, ανάμεσα στα διάφορα κοινά, ποικίλης ύλης περιοδικά, ξάφνου, ω θαύμα, είδαν εδέσποζε στο πάνω πάνω ράφι περιοδικό με τη φωτογραφία ανδρός ολοτσιτσίδου, που εκάλυπτε ολόκληρο το εξώφυλλο! Οποία ντροπή, αλλά και το θαύμα θαύμα: το θαύμα της φύσεως εννοώ, ο άνδρας ο εύμορφος, εννοώ, γυμναστηρίου εννοείται τώρα πλέον, και ξαναλέω, ολόγυμνος, απλώς με τον έναν μηρό ελαφρώς γυρισμένο προς τα μέσα, ξέρετε, ίσα ίσα να καλύπτει το επίμαχο σημείο.

Ω, πού είναι ο γκέι Εμπειρίκος να επιτύχει να αποτυπώσει τη σκηνή, τον μεσήλικα να πιάνει με χέρια τρεμάμενα το άνομο περιοδικό, γκέι ήτανε, το Πλεϊγκέρλ ήταν, ούτε που πρόσεξε, τι να προσέξει μπρος στα κάλλη του παιδάρου, πήρε μόνο το μάτι του μια μόνο λέξη, τον τίτλο, που εχαρακτήριζε το όλον, τη φωτογραφία του παιδάρου εννοώ και την κατάσταση της στιγμής: "Καύσων"! Πήρε λέγω στα άτολμα χέρια του το τολμηρό περιοδικό, που Κύριος οίδε πώς ξεφύτρωσε ανάμεσα στα άλλα, προς κολασμόν και μόνο, μέρες Δεκαπενταυγούστου, παραμονές μάλιστα της μεγάλης εορτής, ήτοι μέρες νηστείας, και άρχισε όλο λαχτάρα να το ξεφυλλίζει…

Ξεφύλλιζε βιαστικά, και στα κλεφτά, και βέβαια είχε κοκκινίσει, από ντροπή, μην τον τσακώσουν στην αισχυντηλή στιγμή, μα κι απ’ τον πυρετό του άνομου πόθου, ξεφύλλιζε κι όλο ξεφύλλιζε, πλην παίδαρος άλλος σ' όλο το περιοδικό, ή ο ίδιος έστω, πού! Μπα, δεν μπορεί, είπε, ξανάρχισε, από μπροστά προς τα πίσω, και τούμπαλιν, τίποτα πάλι, αλί! Τι στο καλό, δεν είναι γκέι το περιοδικό αυτό, μήτε το Πλεϊγκέρλ; Και πάλι αλί, ή μάλλον πλέον τρισαλί, μηδένα γκέι ήτανε, μηδέ και Πλεϊγκέρλ: συγχώρησε, σχολαστικέ αναγνώστα, το "μηδένα", αλλά έλειπε συλλαβή... Όμως τι συλλαβή μου λες, έλειπε όλο το ψητό που έταζε ο τίτλος! Α, είπε να τρέξει στην Ένωση Καταναλωτών, σε ποιο άραγε υπουργείο; να καταγγείλει όμως πώς, αφού δεν είχε αγοράσει, από εντροπή βεβαίως, το απατηλό περιοδικό;

Ποιο περιοδικό; Γυρίζει, επιτέλους ντε, να δει την ονομασία: ΝΕΜΕCIS, διάβασε, ναι, με αυτά τα ελληνοβυζαντινολατινικά, που άρα και προφέρονται ΝέμεΣάις, μ' αυτό το Σι Άι Ες (CIS), στο τέλος, να του θυμίζει, άκου τώρα συνειρμό, τη Σι Άι Έι (CIA)... Αλλά, γιά στάσου, Νεμεσάις, έστω Νέμεσις, είναι και το γνωστό μαχητικό, ελληνορθόδοξο και ακριβέστερα χριστιανοκομμουνιστικό, της Λιάνας! Ω, προβοκάτσια, εσκέφθη, ιταμή! Αλήτες πισωγλέντηδες είπαν να σκανδαλίσουν, μέρες που 'ναι, το χριστομαρξεπώνυμο κοινό της Λιάνας, υποκλέπτοντας την ονομασία του περιοδικού και παραπλανώντας το κοινό. Πλην πάλι εσκέφθη, αφού εντέλει μάπα το καρπούζι, ούτε μισή γυμνή φωτογραφία γυμνού αστραγάλου, τι στο καλό; Α, μα το βρήκε ο Πουαρό: όχι αλήτες πισωγλέντηδες, αλλά μάλλον χάκερ πισωγλέντηδες μπήκαν στης Λιάνας το ιερό, κι έβαλαν τον γυμνό κι έταξαν κι αποπάνω "Καύσων", που να τους καεί, μην πω εγώ τώρα, θα το πει έτσι κι αλλιώς ο παπα-Τσάκαλος... Είναι όμως της Λιάνας;

Ο μεσήλιξ κύριος, με ανάμεικτα πλέον αισθήματα, στερήσεως, ματαιώσεως, ου μην και εξαπατήσεως, άνοιξε παραμέσα για να δει, ζήτησε μάλιστα τη συνδρομή του φίλου του, καθότι είχε λησμονήσει τα πρεσβυωπικά γυαλιά του, και ω ναι, στη θέση με το όνομα του εκδότη, το όνομα το σεπτό: Λιάνα Κανέλλη. Έψαξε και στα περιεχόμενα το θέμα "Καύσων": σελίδα, έλεγε, 3: γύρισε με τρεμάμενα πάλι χέρια, με ανάμεικτες τώρα ελπίδες, από τη μια να δει επιτέλους τη φωτογραφία του παιδάρου που θα του είχε ξεφύγει, ως φαίνεται, στο επίμονο παραταύτα ξεφύλλισμα, από την άλλη να διαψευστεί πως το όλο άνομο εγχείρημα είχε την όποια σχέση με τη Λιάνα.

Τώρα δε φτάνουν όλα τα αλί του κόσμου: στη σελίδα 3, με τίτλο "Καύσων", ήταν το εντιτόριαλ, το κείμενο του εκδότου, της εκδοτρίας εν προκειμένω, με "χειρόγραφη" την υπογραφή: Λιάνα Κανέλλη.

Καύσων; Ψυχρολουσία!

Όχι, ας μη γελοιοποιούμαστε μιλώντας τάχα σοβαρά για πρόσωπα γελοία, μα την επόμενη φορά που η εν λόγω θα αστράψει και θα βροντήξει απ’ το γυαλί, χτυπώντας και το χέρι στο τραπέζι, μιλώντας για «δημοσιογραφική αλητεία», θα βρεθεί άραγε κανείς να της το τρίψει το περιοδικό αυτό στη μούρη;

buzz it!

12/8/07

στις επάλξεις [6], η περισχοίνισις

Την εξαιρετική, βελούδινη πλην απελπιστικά ωραιοπαθή φωνή του εθνικού εκφωνητή (και δεν κάνω λόγο για την επιδειξιομανή προφορά των ξένων κυρίων ονομάτων, μη μετανιώσω για τα λίγα καλά που έγραψα στην αρχή), τον εθνικό εκφωνητή λοιπόν, τώρα με το καινούριο φεστιβάλ, τον γλιτώσαμε· αυτή τη ρημάδα την «περισχοίνιση» εν Επιδαύρω, ακόμα;

διαβάστε τη συνέχεια...

Πήγα προχτές στην Επίδαυρο για την Ηλέκτρα του Στάιν (δε θα αναφερθώ στην παράσταση: η ιδιότητα του «μη κανονικού μπλόγκερ», όπως με δικαιολογεί ο φίλος thas, με απαλλάσσει, αλλά και με προφυλάσσει από κακοτοπιές), και μου τρύπησε τ’ αφτιά για πολλοστή φορά (τα τελευταία πάντως χρόνια, να εξηγούμαστε: καινούριο φρούτο, εννοώ, είναι αυτό, κάτι σαν τους όμβρους που λέγαμε της ΕΜΥ και τα παρόμοια νεοαρχαϊστικά) αυτή η περισχοίνιση.

Λέει -για όποιον δεν το πρόσεξε- στην αρχή της παράστασης το ηχογραφημένο μήνυμα, πέρα απ’ τα γνωστά για απενεργοποίηση κινητών, απαγόρευση φωτογράφισης κτλ., να γίνεται με προσοχή η μετακίνηση «για την αποφυγή πρόκλησης φθορών του μνημείου», ή κάπως έτσι, πάντως μ’ αυτή τη γνωστή άκαμπτη ονοματική σύνταξη αντί για τη ρηματική, και προπαντός να μην περνάμε στο χώρο που ορίζεται από την «περισχοίνιση»!

Το άκουσα την πρώτη φορά, εδώ και μερικά χρόνια, «τι στο καλό είναι πάλι αυτό» είπα στην παρέα μου· «μυστήριο, πράγματι»: μπήκε εξίσου απορημένη στη συζήτηση και κάποια κυρία από την μπροστινή σειρά· «ας περιμένουμε» είπα εγώ «τα αγγλικά, να καταλάβουμε!» Όντως, με τα αγγλικά καταλάβαμε: να μην περνάμε στις restricted areas, στις απαγορευμένες δηλαδή περιοχές –α, άστραψε φως και καταλάβαμε: το χώρο που έχει γύρω γύρω του σκοινιά· μα τι μπανάλ που ακούγεται όμως αυτό: περισχοίνισις λοιπόν!

Σαν κάτι άλλα που με δαιμόνιζαν ανέκαθεν στις ακατάληπτες λεζάντες σε βιβλία ή στα μουσεία, όπου έπρεπε να διαβάσεις πάλι την αγγλική μετάφραση, να καταλάβεις –κι είναι και φτωχά τα αγγλικά μου, που να πάρει… Τα έγραψε όμως έξοχα αυτά εδώ πρόσφατα ο Κώστας Κουρεμένος, για τα ψέλια, τα ενώτια, τα περίαπτα κτλ. στα μουσεία, όπου ακριβώς πρέπει «να κοιτάς την αγγλική μετάφραση παραδίπλα για να καταλάβεις περί τίνος πρόκειται... bracelet, earring, pendant... ώστε μετά να εξηγήσεις στους αμύητους φίλους σου ότι πρόκειται πολύ απλά για βραχιόλια, σκουλαρίκια, μενταγιόν…»

και με την ευκαιρία, κάτι άσχετο εδώ

Συναυλία βήχα και γαϊδουρόβηχα καθώς και ξεμυξιάσματος έδινε το μισό θέατρο προχτές, ντάλα καλοκαίρι, χωρίς π.χ. να φυσήξει κάποιο ψυχρό, άντε έστω δροσερό αεράκι… Oύτε καταχείμωνο να ήτανε, με τις άλλες τέτοιες συναυλίες στο Μέγαρο, εκεί επίσης όπου όλοι, ανάμεσα στα μέρη ενός έργου, καθαρίζουν το λαιμό τους, θαρρείς και πρόκειται να τραγουδήσουν έπειτα οι ίδιοι…, αλλά είπαμε, χειμώνας καιρός, πάει στα κομμάτια. Τώρα, κατακαλόκαιρο;

«Είναι απ’ τα ερκοντίσιον» του ’ρθε σοφή η ιδέα του φίλου μου.

Ναι, είναι πια γνωστό, έχει ήδη επισημανθεί, πως είμαστε στην Εποχή της Τηλεόρασης, όπου όλοι σχολιάζουν με τον διπλανό τους τα τεκταινόμενα (ένας από τους βασικούς λόγους που έκοψα σχεδόν το σινεμά), ακόμα και στην ευαίσθητη σιωπή του θεάτρου (μου ’τυχε μάλιστα τελευταία, σε παράσταση του φεστιβάλ, να ’χω μπροστά μου τρία νέα παιδιά, του θεάτρου, όπως αποδείχτηκε μετά, που αυτά μιλούσαν αναμεταξύ τους απολύτως προσεχτικά και ψιθυριστά, τίποτα δε σε αποσπούσε ηχητικά, αλλά τρία κεφάλια έσμιγαν, χώριζαν και ξανάσμιγαν συνεχώς μπροστά σου, θέαμα μες στο θέαμα: μια ολόκληρη μιμική, ανάλογα με το τι σχολίαζαν, τίναγμα κεφαλιού σε έκπληξη, τράνταγμα των ώμων στο βουβό, πάλι ευτυχώς, γέλιο κτλ. –δε θα σχολιάσω τι τάχα ή πόσο παρακολουθούσαν!). Εποχή λοιπόν της Τηλεόρασης, νά όμως και του Ερκοντίσιον, των Κλιματιστικών, που στην (δεδομένη σχεδόν) κατάχρησή τους, όπως και με τα τζιπ και τις τζιπάρες, θα προσθέσω το φαινομενικά άσχετο εδώ, συνιστούν εντέλει αντικοινωνική συμπεριφορά!

[Το ’πα και ξαλάφρωσα, ειδικά με τα τζιπ θέλω από καιρό να το γράψω αυτό, άντε να φτιάξω μερικούς... εχθρούς ακόμα δηλαδή, τόσοι και τόσοι φίλοι και γνωστοί με το τζιπ τους πια, το είπα όμως τώρα, ελπίζω σύντομα να το επεξεργαστώ και να το αναπτύξω.]

buzz it!

8/8/07

«Προτάσεις για τα μελλοντικά βιβλία της Ιστορίας»

Τα Νέα, 4 Αυγούστου 2007

Μεγαλύτερο μάθημα για τα παιδιά, προκειμένου να ετοιμαστούν για τις καινούριες, πολυφυλετικές κοινωνίες, πριν απ’ τα αίματα και τις σφαγές, είναι να μάθουν λ.χ. το πώς υποδεχτήκαμε όχι τίποτα λαθρομετανάστες αλλά τους αδερφούς μας Μικρασιάτες

Άλλος ευλογημένος αναγνώστης μού έστειλε στο ίντερνετ το θαύμα που δεν είχα τη χαρά να το αποθαυμάσω μόνος μου: το μοιράζομαι τώρα με τους αναγνώστες, που μπορούν να μπουν στο σάιτ της εφημερίδας και εκεί να θαυμάσουν τουλάχιστον τις υπογραφές

το πλήρες κείμενο

«Η δικτατορία της 21ης Απριλίου αιφνιδίασε την ηγεσία και του ΚΚΕ και της ΕΔΑ [...]. Κατά την περίοδο που ακολούθησε –και ενώ χιλιάδες κομμουνιστές και άλλοι αριστεροί συνωστίζονταν στις φυλακές και στις εξορίες– άρχισαν οι προσπάθειες...»

Όχι, δεν το ’κανε κι αυτό το έγκλημα η Ρεπούση, κι άλλωστε ο στόχος τώρα του σατανικού ρήματος «συνωστίζομαι» δεν είναι οι Έλληνες εν γένει, παρά οι αριστεροί αποκλειστικά. Άρα, ας μην περιμένουμε αντίδραση από Χριστόδουλο και Παπαθεμελή, όμως ομπρός Λαζόπουλε και Λιάνα, Θέμο και Στάθη και Καραμπελιά, ομπρός για την τρωθείσα τιμή της Αριστεράς, χτυπάτε αλύπητα την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (ΙΕΕ) της Εκδοτικής Αθηνών, που τέτοια αφυδατωμένα φιλοδοξεί να διδάξει όχι απλώς σε εντεκάχρονα παιδιά παρά σ’ ολόκληρο το έθνος, αφού πρόκειται για μνημειώδες έργο, κι όχι με καμιά Ρεπούση ξαναλέω από πίσω, αλλά με τεράστιο επιτελείο καθηγητών και ακαδημαϊκών.

Ώστε εξεπουλήθημεν ολοσούμπιτοι εντέλει; Όμως, τι λέω τώρα; Εδώ, ίσα ίσα, το ανόμημα είναι άλλο, και σαφές: υπονόμευση του ρόλου και της δράσης της Αριστεράς, από αυτόχρημα συντηρητικούς κύκλους. Αν δεν το κάνανε αυτό οι ακαδημαϊκοί, ποιος εντέλει;

Πήγε να γελάσει το χειλάκι μου με το εύρημα αυτό από την ΙΕΕ, τόμο ΙΣΤ΄, σελ. 168, όταν μου το επισήμανε στο μπλογκ μου κάποιος ευλογημένος άνθρωπος με το ψευδώνυμο lkouf, βρήκα ωραία την ιδέα ν’ αρχίσω μ’ αυτό τη σημερινή επιφυλλίδα, με διαβάζω καθώς γράφω, κι όχι χαμόγελο παρά θλίψη με κυριεύει.

Το τι ειπώθηκε μ’ αυτή την ιστορία, κι άσ’ τους Χριστόδουλους και τους Καρατζαφέρηδες: «μεταξύ μας» πια, αλλά όταν απέναντί μας είχαμε ακριβώς τους Χριστόδουλους και τους Καρατζαφέρηδες! Το πώς μετριόνταν οι εδώθε κι οι εκείθε αριστεροί: όχι, η Αριστερά το υποστήριξε το βιβλίο· όχι, η Αριστερά δεν το υποστήριξε το βιβλίο, αφού μετρούσε ο καθένας καταπώς ήθελε την Αριστερά του και τους αριστερούς –και αφού πρωτίστως έμπλεξαν στην αριθμητική ιστορικούς επιστήμονες με κάθε λογής αναρμόδιους, κι έτσι στον Βασίλη Παναγιωτόπουλο, τον Β. Κρεμμυδά, τον Γ. Γιαννουλόπουλο ή τον Αντώνη Λιάκο αντιστοιχούσε συνομιλητής π.χ. ο κάθε Ψωμιάδης ή ο παπα-Τσάκαλος.

Κάποτε όμως να τελειώνουμε μ’ αυτή την ιστορία, τη σουρεαλιστική εντέλει, αφού έφτασαν να συρθούν άνθρωποι όντως σοβαροί, και επιστήμονες σοβαροί, να καταγγείλουν τα όποια λάθη του βιβλίου σε συζήτηση που την ξεκίνησε το θρησκευτικό-πατριωτικό λόμπι, συχνά και με τους όρους που έθεσε το λόμπι αυτό –ή ακόμα ακόμα να κάνουν τη συζήτηση, έστω τη δική τους, την ώρα που διεξαγόταν η συζήτηση των άλλων, αυτή που έδινε και γενικότερα τον τόνο, αυτή που θα οδηγήσει ίσως στην απόσυρση του βιβλίου, που οδήγησε στη συλλογή υπογραφών, στη συγκρότηση συλλόγων με ενδεικτικές ονομασίες («Νοιάζομαι» λ.χ.!), που παροτρύνουν τους γονείς να απαιτήσουν να εξαιρεθούν τα παιδιά τους από το μάθημα της Ιστορίας κτλ.

Κι από κοντά η θλιβερή ουρά της ιστορίας αυτής, διανοούμενοι «ουδέτεροι» και «αντικειμενικοί», πέρα από τα μικροϊδεολογικά πάθη των πτωχών και ταπεινών, που σπεύδουν πάντα να παρέμβουν, εξ ουρανού εννοείται, πάντα υπεράνω και αφ’ υψηλού, και να σκορπίσουνε απλόχερα τη σοφία τους –ή το χιούμορ τους. Έτσι και τώρα, που, όπως είδαμε, η συνωστισμολογία πήρε κι έδωσε.

Θέλετε όμως όντως χιούμορ; Αντιδραστικό, πλην όμως χιούμορ, κάπως σαν τα ρατσιστικά ή σεξιστικά ανέκδοτα με μαύρους, εβραίους, ξανθιές κτλ., που απ’ τη μια ανατριχιάζεις, από την άλλη όμως οφείλεις να παραδεχτείς πως κάποια διαθέτουν όντως χιούμορ.

Πριν σοβαρέψουμε λοιπόν, δίνω ένα δείγμα –κοινώς βάζω τα χέρια μου και βγάζω τα μάτια μου– από ένα ιμέιλ που κυκλοφόρησε ευρύτατα, με τίτλο «Ιδού μερικές ακόμα προτάσεις για τα μελλοντικά βιβλία της Ιστορίας»:

«Ένα εορταστικό τριήμερο του 1826 συνέβη ένα τρομερό δυστύχημα όταν κατά τη μαζική έξοδο από την πόλη του Μεσολογγίου πολλοί κάτοικοι ποδοπατήθηκαν στο μεγάλο μποτιλιάρισμα, όταν ένας Τούρκος υπάλληλος αμέλησε να ανοίξει το ένα φύλλο της θύρας της εξόδου της πόλης. Ανάλογο περιστατικό έγινε το 1981 με τη θύρα 7 του Ολυμπιακού».

Όντως γελάσαμε, και ωραία γελάσαμε, δε λέω. Μπορούμε όμως και να είμαστε για λίγο σοβαροί;

Ιδού λοιπόν κι άλλες ακόμα προτάσεις για τα μελλοντικά βιβλία της Ιστορίας, βιβλία που θα προετοιμάσουν τα παιδιά –οφείλουμε τώρα να μιλήσουμε οι αριστεροί μεταξύ μας, ούτε με τον Παπαθεμελή δηλαδή ούτε με τον Γεωργιάδη– να ζήσουν στον καινούριο κόσμο με τις πολυφυλετικές και πολυπολιτισμικές κοινωνίες.

Να μάθουμε λοιπόν στα παιδιά πως οι μακρινοί πρόγονοί τους δημιούργησαν πράγματι κάποια στιγμή ανώτερο πολιτισμό και κυριάρχησαν στον τότε κόσμο, χωρίς αυτό να σημαίνει πως ήταν περιούσιος λαός: «νά, παιδιά μου» θα λέει ο δάσκαλος, «όπως καληώρα σήμερα η κοσμοκράτειρα Αμερική, με τα μεγάλα επιτεύγματά της αλλά και τα εγκλήματά της». Δεν ήταν λοιπόν περιούσιος λαός εκ DNA: μεγαλούργησαν, αλλά μαζί και πατρίδα πρόδωσαν, με το χρυσό ασυζητητί στον Αλκιβιάδη, και κατέσφαξαν, από τον διά μαχαίρας τάχα εκπολιτιστή Μεγαλέξανδρο, αλλά και πυρπολητή (έτσι, πάνω σ’ ένα μεθύσι απλώς, με μιαν εταίρα, για πλάκα δηλαδή) της Περσέπολης, ώς τον εξίσου αιμοσταγή μα και άγιο της εκκλησίας μας Μεγάλο Κωνσταντίνο!

Αλλά μην πάμε τόσο πίσω και δεν έχουμε τελειωμό: νά, με τα Μικρασιατικά, που ήταν τώρα η αφορμή, όπου οφείλουμε, όπως είπαμε, να μάθουμε στα παιδιά πως πήγαμε να προσαρτήσουμε εδάφη όπου πλειοψηφούσε ο τουρκικός πληθυσμός, και σφάξαμε και βιάσαμε και κάψαμε και αφανίσαμε χωριά ολόκληρα, οπότε μας πήραν έπειτα φαλάγγι οι Τούρκοι και μας «συνώστισαν» στης Σμύρνης το λιμάνι –επειδή συν τοις άλλοις τα ελληνικά πλοία την κοπάνησαν, και ως συνήθως μας φταίγαν έπειτα οι ξένες δυνάμεις.

Οι «κωλοσμυρνιές» οι παστρικές

Μα πιο πολύ να μάθουμε έπειτα στα παιδιά μας, αυτά τα οποία ενοχοποιούμε επειδή [τα βάζουν κατά κανόνα οι πατεράδες τους να] αντιδρούν στο κάθε Αλβανόπουλο που είναι να κρατήσει τη σημαία, να μάθουμε λοιπόν στα παιδιά πώς υποδέχτηκαν τότε οι παππούδες τους όχι τίποτα «λαθρομετανάστες», αλλά τους ομοαίματους αδερφούς τους, αυτούς ντε τους οποίους είχαν πάει να τους σώσουν απ’ τους Τούρκους, κι όταν βρέθηκαν ανέστιοι ικέτες στη γη των πατέρων τους και των αδερφών τους, αυτοί οι πατέρες και αδερφοί μόνο που δεν τους ξανασυνώστισαν, έτσι όπως σήμερα «επαναπροωθούν» τους όντως ξένους. Να τους πούμε λοιπόν τι υποδοχή επιφυλάξαμε στο αίμα μας, το τι πουτάνες τις ανεβάζαμε, τι παστρικές τις κατεβάζαμε τις «κωλοσμυρνιές», που το «Σμυρνιά» ήταν έτσι κι αλλιώς βρισιά, κι η λέξη «πρόσφυγας» φοβέρα για τα παιδιά, να τρώνε το φαΐ τους: «άντε, γιατί θα ’ρθει η πρόσφυγα να σε πάρει»!

Και να τους πούμε έπειτα για την πιο πρόσφατη ιστορία, πώς πάλι προκαλέσαμε την επίθεση των Τούρκων στην Κύπρο, έπειτα από τη δική μας επίθεση το 1897, και το 1912, και το 1922, ή και το 1974, όπου τότε πια τα πράγματα ήταν απείρως πολυπλοκότερα από «επίθεση», με τον πραξικοπηματία Σαμψών, αφού ώς τότε είχαμε τους Τουρκοκύπριους να ζουν κυριολεκτικά σε γκέτο, μόνο αστέρι κίτρινο στο πέτο δεν τους βάζαμε να φορούν, να τους ξεχωρίζουμε όταν τους σφάζαμε στο σωρό!

Δεν έχει νόημα να συνεχίσω. Τα θέματα, ανεξάντλητα. Από τη μοναδική σε έκταση σφαγή της Εικονομαχίας ώς το ασύλληπτο μακελειό της Τριπολιτσάς, ώς την ανατίναξη πλοίων ελληνικών από τον περίφημο μπουρλοτιέρη Μιαούλη το 1831, και με τον μονίμως εθνοπροδοτικό ρόλο της Εκκλησίας αφού μονίμως στήριζε επίορκους αξιωματικούς, που από αυτούς δα, άμμος της θαλάσσης, με τα πραξικοπήματα να τρέχουνε σαν τα μονά-ζυγά του δακτυλίου.

Μακάρι να τα πιάσει με χιούμορ κάποιος πάλι σε ιμέιλ, γιατί σε σχολική Ιστορία δε θα δουν το φως ποτέ.

buzz it!

στις επάλξεις [5α], δηλαδή συμπληρωματικά: και βέβαια και αφικνούνται

μεγάλη μπουκιά να φας, μεγάλο λόγο να μην πεις -ιδίως όταν έχει αρχίσει η άνοια: αυτοκριτικό είναι αυτό

διαβάστε τη συνέχεια...

τρελαίνομαι κανονικά, που λένε, όταν καμιά φορά γράφω για κάποια νεοκαθαρευουσιανιά και λέω, δηλαδή θα φτάσουμε και στο τάδε; στο ακόμα πιο ακραίο δηλαδή τάδε, ανάλογα με το εκάστοτε παράδειγμα; και τσουπ, δεν περνάει πολύς καιρός και το βλέπουνε τα μάτια μας κι αυτό το πιο "προχωρημένο" ακόμα τάδε!
τρελαίνομαι και γελάω μαζί, με τον όλο και πιο αθώρητο πάτο τού -βλαχομπαρόκ, εννοείται- νεολογιοτατισμού

τα πράγματα είναι ακόμα πιο κωμικοτραγικά, με τον εαυτό μου όμως πια και με την άνοιά μου, όταν αυτό που, ας πούμε, απεύχομαι, ή θεωρώ καταρχήν αδιανόητο, έχει ήδη γραφτεί, και το 'χω ήδη αποδελτιώσει, αλλά, είπαμε, η άνοια...

μακρύς, φλύαρος πρόλογος, για ένα συμπληρωματικό ποστάκι στο υπ' αρ. 5 των "επάλξεων", κι εκεί συγκεκριμένα στην παράγραφο 8, όπου έγραφα για το "αφίχθησαν" και έκανα και χιουμοράκι, κούνια που με κούναγε, να 'βλεπα τάχα τον ερίφη τον ρεπόρτερ σε ζωντανή σύνδεση να χρησιμοποιεί, κατά συνέπεια, τον τύπο του ενεστώτα: "αφικνούνται"

αμ το 'χαν ήδη δει κι ετούτο τα ματάκια μου: ψάχνοντας στο σωρό με τα κωλοχαρτάκια μου για κάτι άλλο, ιδού:

"[από την απεργία στα λιμάνια υποφέρουν] και τα περιοδικά που βλέπουν αφενός το [...] πολυτελές χαρτί να μην φθάνει και τόσο εύκολα στα εκτυπωτήρια και αφετέρου τα [...] δώρα και δωράκια να μην αφικνούνται από τις χώρες παραγωγής. Διά ταύτα; Κινδυνεύουν να φθάσουν στα περίπτερα χωρίς προσφορές..." κτλ. [Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία 10.12.06]

Έδωσα μεγάλο μέρος από τα συμφραζόμενα για να σχολιάσω απροπό και το εξής: ο συντάκτης χρειάστηκε 3 φορές κοντά κοντά το ρήμα "φτάνω" [με φΘ- βεβαίως, αυτό δεν το σχολιάζουμε πια], μια επανάληψη απαραίτητη, αφού μιλάει για το ίδιο ακριβώς πράγμα. Εδώ λειτουργεί ο τρόμος της επανάληψης, όπως έχω γράψει επανειλημμένα, ένας τρόμος που ξεκινάει από τις γνωστού είδους και επιπέδου γλωσσικές, υφολογικές ειδικότερα εδώ, οδηγίες, που ξορκίζουν την επανάληψη συλλήβδην, με έτοιμο το φάρμακο: αφού Εμείς -οι της Μητέρας των γλωσσών εννοείται- έχουμε τέτοιο πλούτο συνωνύμων -από την Ενιαία εννοείται...

"φτάνει - φτάνουν - φτάσουν" χρειαζόταν ο συντάκτης, έσπασε με γενναιότητα την αλυσίδα, αντλώντας για το μεσαίο από την Ενιαία, και ιδού: "αφικνούνται"

και εις κατώτερα!

buzz it!

7/8/07

Η διεθνοποίηση της ελληνικής γλώσσας και η παγκοσμιοποίηση της βλακείας

Τα καλά νέα; «Πάνω από 3.000 αλλοδαποί μαθητές διαγωνίστηκαν στα αρχαία ελληνικά. Οι καλύτεροι βραβεύτηκαν με φόντο την Ακρόπολη» μαθαίνουμε από τον υπέρτιτλο ενός ρεπορτάζ στο «Ε» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας, 5.8.07. Ο τίτλος: «Ομιλείτε αρχαία ελληνικά; Yes I do!», και η υπογραφή: Απόστολος Διαμαντής.

διαβάστε τη συνέχεια...

Αρχίζει το κείμενο:

«Το να βαδίζεις βράδυ στα δρομάκια του Πικιώνη, μέσα στον Ιούλιο, είναι οπωσδήποτε υπέροχο. Και λες: ωραίο μέρος διάλεξα να ζήσω. Κάτι τουρίστες κοιτάνε αποσβολωμένοι τη φωτισμένη Ακρόπολη, το Ηρώδειο είναι ευτυχώς άδειο, αφού απόψε δεν έχει έρθει κάποιος ασιάτης καλλιτέχνης του φεστιβάλ Αθηνών…», αλλά παρασύρθηκα, εδώ δεν πρόκειται για την «Ενιαία που αντιστέκεται, την Ενιαία που επιμένει», σύμφωνα με την ενότητα αυτή του μπλογκ, αλλά για τη Βλακεία που αντιστέκεται, τη Βλακεία που επιμένει –και φευ θριαμβεύει!

Ας μείνουμε στα καλά νέα λοιπόν. Που είναι η διαρκώς αυξανόμενη συμμετοχή στον «ετήσιο διεθνή μαθητικό διαγωνισμό για την ελληνική γλώσσα και τον πολιτισμό», που ξεκίνησε το 2001 με συμμετοχή 49 ατόμων, ενώ «σήμερα φτάσαμε αισίως στα 3.750!»

«Καθόλου άσχημα» συνεχίζει ο συντάκτης, και μας λύνει και την απορία: «Έξι οργανισμοί όμως συνεργάζονται γι’ αυτή τη δουλειά: Το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο. Η Εταιρεία Ελλήνων Φιλολόγων. Η Ελληνική Γλωσσική Κληρονομιά. Το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών. Η Πανελλήνια Ένωση Φιλολόγων. Και ο Οργανισμός για τη Διεθνοποίηση της Ελληνικής Γλώσσας. Ό,τι έχουμε και δεν έχουμε δηλαδή…» κλείνει ο ενθουσιώδης πλην ακατατόπιστος συντάκτης.

Γιατί έχουμε ακόμα: την Ελληνική Αγωγή του Άδωνη Γεωργιάδη, μαζί με την κυρία Τζιροπούλου-Ευσταθίου, έχουμε τον Λιακόπουλο, απ’ τους πρωτοκλασάτους, κι ακολουθούν δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες σύλλογοι κι οργανώσεις αναλόγων ενδιαφερόντων: μια ματιά να έριχνε στο ίντερνετ ο συντάκτης του κειμένου θα είχε αποφύγει τις κακοτοπιές.

Εν πάση περιπτώσει, συνεχίζουμε: «Και όλα αυτά οργανωμένα από το υπουργείο Παιδείας και υπό την αιγίδα του προέδρου της Δημοκρατίας, που δείχνει πάντα μεγάλο ενδιαφέρον για τη γλώσσα και τον πολιτισμό μας…»

(Παρένθεση για τυχόν ασχέτους: ο Πρόεδρος υπήρξε από τα ιδρυτικά μέλη της Ελληνικής Γλωσσικής Κληρονομιάς, που τον έκανε πρόσφατα επίτιμο πρόεδρό της, αυτά είναι μεγαλεία, τύφλα να ’χει η προεδρία της Δημοκρατίας, χώρια που τον τίμησε και η Ένωση Ελλήνων Φιλολόγων της περίφημης κυρίας Ξανθάκη-Καραμάνου! Συνεχίζουμε την ανάγνωση:)

«Τώρα βεβαίως θα αναρωτηθείτε, είναι δυνατόν σήμερα να διεθνοποιηθεί η ελληνική γλώσσα; Γιατί όχι; Εδώ διεθνοποιείται η τουρκική και έχουμε γεμίσει, σε ένα σωρό πανεπιστήμια, από τμήματα Τουρκικών Σπουδών…» αλλά πάλι ξεφεύγουμε από την ενότητά μας, πάμε στην άλλη… Γιά να μαζευτούμε, και να τελειώνουμε:

Έγινε λοιπόν η εκδήλωση στην Πνύκα, «στο βήμα [...] ο Βασίλης Φίλιας από την Ελληνική Γλωσσική Κληρονομιά, ο οποίος κατακεραυνώνει την παγκοσμιοποίηση που πάει να ισοπεδώσει τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες», επιτέλους, κάποιος έπρεπε να τα πει αυτά τώρα που ασθενεί ο Μακαριότατος, και όσο να ’ναι χρειαζόταν πάντως κάποιος πιο μεγαλόσχημος απ’ την Κανέλλη λόγου χάρη ή τον Καραμπελιά, οπότε Φίλιας, κτλ., ώς τον «κ. Καρκανιά του Οργανισμού για τη Διεθνοποίηση της Ελληνικής Γλώσσας».

Και ο καημός που διατρέχει το κείμενο;

«Στέλνει ο Γάλλος ή ο Ιταλός το παιδάκι του στο γυμνάσιο και αυτό μαθαίνει αρχαία ελληνικά! Γιατί τα μαθαίνει; Διότι σ’ αυτές τις χώρες, αλλά και σε αρκετές άλλες, υπάρχουν κλασικά λύκεια. Τα οποία δεν υπάρχουν σ’ εμάς! Γιατί δεν υπάρχουν; Διότι τα καταργήσαμε κι αυτά…»

Ίδιος ο καημός προφανώς και της προέδρου της Ένωσης Ελλήνων Φιλολόγων, της κ. Ξανθάκη-Καραμάνου, που εξέφρασε όμως και τον ενθουσιασμό της στον συντάκτη:

«Σκεφτείτε πως 600 σχολεία από όλο τον κόσμο συμμετείχαν, κ. Διαμαντή!»

Κι αυτός μελαγχολεί:

«Εξακόσια ξένα και ούτε ένα κλασικό δικό μας! Καλά πάμε» λέει πικρά και συνεχίζει: «Ανηφορίζω προς του Φιλοπάππου, ενώ ακόμη οι ξένοι μαθητές έχουν τα ακουστικά στα αυτιά τους. Τα καημένα τα παιδιά… Θα είναι σίγουρα πως ήρθανε στο σωστό μέρος να πάρουνε το βραβείο τους. Αλλά αυτό δεν είναι καθόλου βέβαιο. Διότι είμαστε γενικώς σε πρόβλημα, όσον αφορά την εκπαίδευσή μας…»

Αλλά αυτό δεν το εξήγησε στα καημένα τα παιδιά ο κ. Διαμαντής, πως φταίει που «η γλώσσα έγινε δημοτική» κ.ά., ενώ στην εκπαίδευση ειδικότερα πήγαμε κατά διαόλου, επειδή τα τελευταία 30 χρόνια εφαρμόζονται οι ιδέες της αριστεράς, από όλες, άκουσον, τις κυβερνήσεις, που δρούσαν «ως νέοι Δελμούζοι και Γληνοί», όπως λόγου χάρη έγραφε παλιά στο Lifo.

Άντε να δούμε προκοπή μετά και θεού πρόσωπο… Ας είναι καλά οι ξένοι, που πάλι αυτοί θα μας σώσουν -αρκεί να μην είναι βέβαια τίποτα Ασιάτες, και δη καλλιτέχνες!

buzz it!

5/8/07

στις επάλξεις [5], το σάκχαρο, οι πυρκαΪές, και άλλη μία απ' τα ίδια

Καιρό είχε να πέσει τόση γκρίνια μαζεμένη, και πάλι μικρή μόνο δόση από τη στοίβα τα χαρτάκια και τα παραχαρτάκια:

1. Αφορμή, πρωινό ξύπνημα με το ΒΗΜagazino (κι αν δε με τρελαίνει αυτός ο τίτλος, που ξέρετε, ξεκίνησε ΒΗΜΑgazino, και πρόσφατα, με τη γενικότερη ανανέωση του περιοδικού έγινε ΒΗΜagazino, μας το επισήμαναν κιόλα, μπας και δεν την προσέξουμε τη βαθυνούστατη αλλαγή· προτείνω, απροπό, για την επόμενη ανακαίνιση: ΒηΜagazino, να ταιριάζει και με την ορθογραφική άποψη της εφημερίδας που γράφει «ΠαΣοΚ», όχι όμως και «ΛαΟΣ» και «ΥΠεΧωΔΕ», όπως σημείωνα πρόσφατα

διαβάστε τη συνέχεια...

πρωινό ξύπνημα λοιπόν με το οπωσδήποτε ενδιαφέρον περιοδικό, ώσπου έφτασα στις τελευταίες σελίδες, στήλη ΥΓΕΙΑ, δεν είμαι –ακόμα– υποχόνδριος να διαβάζω ιατρικά θέματα στις εφημερίδες, προτού γυρίσω όμως σελίδα έπεσε το μάτι μου στον τίτλο: «Γιατί πρέπει να μετράω το σάκχαρο»: ώστε το σάκχαρο λοιπόν; Γιά να δούμε, μήπως στον τίτλο μόνο; Μπα, σ’ ολόκληρο το άρθρο. Που αρχίζει μάλιστα με τα εξής σε εισαγωγικά: «“Αυτά κάνεις και θα του ανέβει πάλι το σάκχαρο του πατέρα σου” ήταν η μόνιμη φράση που συνόδευε τα εφηβικά σας χρόνια».

Ουδέν ψευδέστερον. Ακόμα κι αν η μητέρα ήταν γιατρός, και μάλιστα… στρατιωτικός γιατρός επί χούντας, «σάκχαρο» δε θα το έλεγε το ζάχαρο, σίγουρα δεν το είπε!

Το ’χα προσέξει τελευταία, «σάκχαρο» από δω, «σάκχαρο» από κει, είπα ωχ αμάν, αλλά δεν το αποδελτίωσα· τώρα όμως, σελίδα ολόκληρη, είπα να συνεχίσω έτσι ανάποδα την Κυριακή μου, έτσι στο ίδιο βιολί, υπάρχουν-δεν υπάρχουν αρχαϊστικές τάσεις, είναι απλώς η ανάγκη για μια νέα, επίσημη γλώσσα, η αυξανόμενη νοσταλγία για την καθαρεύουσα όσο απομακρυνόμαστε από αυτήν και το μαστίγιό της, το οποίο, σημειωτέον, δεν το γνώρισαν οι νεότεροι και χάφτουν ότι καθαρεύουσα ήταν μονάχα ο υψηλής πνοής Βιζυηνός και ο Ροΐδης, είναι αλλού η ειρωνική χρήση της καθαρεύουσας κτλ. κτλ.

Δευτερεύουσες σκέψεις παρατηρήσεις: το άρθρο υπογράφεται από συντάκτρια που την είχα αποδελτιώσει πρόσφατα, κι είπα πως θα ’χει φαίνεται και γλωσσικές ανησυχίες, στη στήλη «Μ’ αρέσει – Δε μ’ αρέσει», 1.7.07, όπου δεν της άρεσαν «τα βαρβαρικά σύ-d-αγμα, πα-d-ού, Αμύ-d-αιο, που εξακολουθούν να εκφέρουν οι αγράμματοι», αλλά το αποδελτίωσα απλώς για προσωπική χρήση: η παρατήρηση αυτή είναι κοινή, κοινότατη, και καταρχήν σωστή· λέω καταρχήν, γιατί υπάρχουν και ιδιώματα όπου έτσι, με d, και αντίστοιχα με b: α-b-έλι δηλαδή κτλ., προφέρονται αυτά –και ούτε βάρβαροι ούτε αγράμματοι είναι όσοι μιλούν κάποιο τοπικό ιδίωμα, διάλεκτο κτλ. Αυτά όμως είναι λεπτές παρατηρήσεις, γι’ αυτό και δε θα έδινα ποτέ έμφαση σε τέτοιο σχόλιο. Απλώς κάνω τη σύνδεση τώρα.

Μπορεί όμως και να είναι χειρότερα τα πράγματα: οι διορθωτές, όπως έχω κατά κόρον γράψει, αυτοί που όντως μπορούν να «συστήσουν» τάσεις, ή μεμονωμένα κάποιος εγκέφαλος-σύμβουλος σε μια εφημερίδα. Κι αυτή είναι τώρα η περίπτωσή μας, όπως έμαθα απ’ το δικό μου… ρεπορτάζ. Το Βήμα δηλαδή διαθέτει σύμβουλο, κάποιον παλιό του συνεργάτη δηλαδή, που βγάζει κάθε τόσο ένα φετφά. Νά πώς ξεκίνησα το ρεπορτάζ μου:

2. Στο κυριακάτικο Βήμα της 15/7 ο Γιάννης Μαρίνος στην επιφυλλίδα του όλο για «πυρκαϊές» και κόντρα «πυρκαϊές» έγραφε. Μαρίνος είπα, λογικόν. Επειδή και στο επόμενο κυριακάτικο της 22/7, σε σχολιογραφική τώρα στήλη, πάλι για «αντίκτυπο των πυρκαϊών» διάβασα, αναρωτήθηκα μήπως είναι κάποια επίσημη γραμμή. Γύρισα δυο σελίδες ακόμα, «πυρκαϊές» είδα και στον υπεράνω υποψίας Διόδωρο, και βεβαιώθηκα πως έτσι θα ’ναι. Πήγα και στα σχετικά ολοσέλιδα ρεπορτάζ, εποχή πυρκαΓιών βλέπεις, κι εκεί παντού «-ϊές»: δεν είχα πια την παραμικρή αμφιβολία. Ε, έτσι ρώτησα και έμαθα. Σύμβουλος, όπως μου είπαν, ο εκλεκτός παλιός μεταφραστής και δημοσιογράφος Λεωνίδας Ζενάκος.

Τι να πω… Λυπηρό, από τη μια, αν ο Λεωνίδας Ζενάκος μάς βγήκε όψιμος λογιότατος· από την άλλη όμως είναι εξωφρενικό που η εξουσία ενός ανθρώπου εδώ, περισσότερων αλλού –μιλάω πάντοτε για τους διαμεσολαβητές διορθωτές, περισσότερο κι από τους δημοσιογράφους– μπορεί να επιβάλει τύπους άλλοτε προ πολλού νεκρούς, άλλοτε κραυγαλέα λάθος κτλ., χωρίς ν’ ανοίγουν όλοι αυτοί ένα λεξικό, έστω του Μπαμπινιώτη τους –βαρέθηκα να το λέω.

Το ακόμα χειρότερο είναι ότι στο φύλλο της 29/7 σχολιάζεται ότι το ΠΑΣΟΚ (φυσικά και το γράφει «ΠαΣοΚ»: η άλλη απρέπεια, ξαναματαλέω, να γράφεις το όνομα του αλλουνού κατά τα κέφια τα δικά σου) συνέστησε αυγουστιάτικα δύο επιτροπές για τις πυρκαγιές: «Η πρώτη με τίτλο “Επιτροπή Κινητοποιήσεων κατά των ΠυρκαΪών” [...] και η δεύτερη με τίτλο “Επιτροπή Κινητοποιήσεων Εθελοντών και Διαδικτύου για την πρόληψη των ΠυρκαΪών”…»

Γελοίο από τη μια, απρεπέστατο από την άλλη να κόβεις και να ράβεις στα μέτρα σου τα ονόματα των άλλων (ΠαΣοΚ και οι ονομασίες τώρα των Επιτροπών του)· βλ. και παρακάτω, στο 4), τα λόγια των άλλων (βλ. 6) -αλλά εδώ θα μου πεις, όπως έχουμε χιλιοματαπεί, διορθώνουμε Εγγονόπουλο και Καβάφη… ή και λαϊκές, παροιμιακές εκφράσεις· νά ένα καινούριο:

3. Στου κωφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα (On off της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας 1.7.07)

4. Κατά τα άλλα, τα γνωστά-πασίγνωστά μας: θα είδατε πως η υπουργός Παιδείας έλυσε το πρόβλημα με το περιλάλητο βιβλίο της Ιστορίας μίλησε μοιράζοντας συμπληρωματικά τα Ματωμένα Χώματα της «ΔιδΟΥΣ Σωτηρίου». Σου λέει, εδώ πια λέμε της «Γωγούς» Μαστροκώστα, δε θα πούμε «Διδούς» για κοτζάμ συγγραφέα; Ψιλά γράμματα τώρα αν η συγγραφέας αυτή, δημοτικίστρια και αριστερή, ετελεύτησε της μέρες της σαν Διδώ – της Διδώς, όπως π.χ. η αξέχαστη κωμικός Σαπφώ – της Σαπφώς Νοταρά. Δηλαδή, για χιλιοστή φορά το λέω, αν είναι δικαίωμα του καθενός να λογιοτατίζει και να γράφει, όπως στο χτεσινό ntv, το ένθετο των Νέων, «της Μυρτούς Κοντοβά», δεν μπορεί να μεταποιεί ανάλογα και ονόματα άλλων, παλαιότερων μάλιστα (αυτό κι αν είν’ το φαιδρό, αφού η γενική σε –ώς επικρατούσε ήδη σε εποχή υπερκαθαρεύουσας!). Άντε να κάνουμε και τον Κωστή Παλαμά, εθνικός ποιητής γαρ, Κωνσταντίνο: άκου «Κωστής», ντροπής –μαλλιαρά– πράματα!

5. Κι άλλα από τα γνωστά μας, που εγώ επιμένω πως αυξάνονται και πληθύνονται, το εύμορφον ρήμα εξέρχομαι:

– πρώτος εξήλθε από τα αποδυτήρια ο Δέλλας (Νέα 5.7.07), και
– ο Σαρκοζί εξήλθε από το προεδρικό μέγαρο με αθλητική περιβολή (πάλι Νέα 5.7.07, δηλ. δύο «εξήλθε» στο ίδιο φύλλο, σ’ ένα τελείως πρόχειρο ξεφύλλισμα)
– θα εξέλθει από το νοσοκομείο· αλλά και: θα εξέλθει του νοσοκομείου (μέσα στο ίδιο άρθρο, Βήμα 22.7.07, όπου, παρεμπιπτόντως και: «εις εκ των θεραπόντων ιατρών»)
– ο Γούντι Άλλεν εξήλθε του αυτοκινήτου που τον μετέφερε… (Βημαγκαζίνο 22.7.07, κι εδώ δικαίως θα μου πείτε ότι κι εγώ γράφω το όνομα του άλλου, του περιοδικού εν προκειμένω, κατά τα γούστα μου!)
– ένας ακοντιστής λάθεψε [...], με αποτέλεσμα το ακόντιο [...] να εξέλθει της καθορισμένης περιοχής (Κ. Παπαγιώργης, Αθηνόραμα 19-26.7.07)

6. Όταν όμως κάποιος εξέρχεται, π.χ. του νοσοκομείου, σημαίνει ότι κάποτε εισήχθη:

– «Τη Δευτέρα το πρωί, όταν ο αδελφός μου εισήχθη στο νοσοκομείο για να χειρουργηθεί, τα κλιματιστικά δεν λειτουργούσαν καθόλου [...]» λέει στα Νέα η κ. τάδε: έτσι γράφτηκε στα Νέα 23.6.07, πως έτσι ακριβώς το είπε, εξού και τα εισαγωγικά, η αδελφή του αδελφού. Καμιά αμφιβολία; Πως κι ο χειρουργημένος αδελφός, όταν με το καλό εξέλθει (αν και μάλλον ήδη θα εξήλθε) του νοσοκομείου, θα αφηγείται την περιπέτειά του, πως «όταν εισήχθην στο νοσοκομείο…»; (Καλά που δεν ήταν άρρωστη π.χ. κι η αδελφή του, να «εισήρχοντο» μαζί στο νοσοκομείο και να αφηγούνταν έπειτα: «όταν εισήχθημεν…»

Ή γενικώς εισέρχεται –πού; Δεν έχει σημασία, αρκεί να πούμε την ελληνικούρα μας εμείς:
– [οι αστυνομικοί] έριχναν βλοσυρά βλέμματα [...] σε όποιον εισερχόταν στη συγκέντρωση («Ε» της Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας 1.7.07): βεβαίως ούτε εισέρχεται ούτε και μπαίνει κανείς στη συγκέντρωση: πρόκειται για τη χρήση πασπαρτού (από τις πιο ανώδυνες πάντως εδώ) που επιφυλάσσεται σ’ όλα τα νεολογιοτατίστικα, όπως έγραφα με αφορμή τη χρήση τού λαμβάνω ("Λαμβάνω, ένα ρήμα πασπαρτού", Νέα 27.10.2006).

7. Είπα λαμβάνω; Νά το, στο καλυτερότερό του, το λαμβάνω χώρα:

– Δεν υπάρχει κάποια προειδοποίηση ότι λαμβάνει χώρα δολοφονία ή βιασμός επάνω στη σκηνή (Βημαγκαζίνο 17.6.07)

8. Κι άλλο ωραίο λόγιο, που θα ’θελα να το δω και σε άλλα πρόσωπα ή χρόνους του, όπως με το εισήχθη κτλ. παραπάνω (στο 6):

– Χαμόγελα από τον Ραούλ Μπράβο και τη σύζυγό του που αφίχθησαν μετά τα μεσάνυχτα στην Αθήνα (Νέα 17.7.07): να ’τανε, λέω, «ζωντανή» μετάδοση απ’ το αεροδρόμιο, να τον ακούσω τον ερίφη τον ρεπόρτερ να λέει: «αυτή τη στιγμή αφικνούνται ο Ραούλ Μπράβο και η σύζυγός του…»

9. Πεθυμήσαμε και λίγες γενικές;

– Οι πολιτικοί μετείχαν της πνευματικής ζωής (Σωτ. Κακίσης, Βημαγκαζίνο 24.6.07)· μαζί με την εξαπανέκαθεν λάθος βεβαίως:
– έχοντας διαφύγει των διώξεων (Νέα 12.7.07)· και με εσάνς καθαρευούσης γενικότερα:
– «Υπάρχει θεός για σας πέραν του Απόλλωνος; Ο Χριστός ομοιάζει του Απόλλωνος;» (ερώτηση του Γ. Χρονά στον Μ. Θεοδωράκη, Lifo 7.6.06)

9. και άκλιτα:

– τα συνεχή φιάσκο (Νέα 17.7.07)

10. να στρογγυλέψει για σήμερα ο αριθμός, πάλι με Βημαγκαζίνο 17.6.07, όπου σε μια συντάκτρια δεν της αρέσει που είδε «τα περιστέρια της πλατείας Κοτζιά να δηλητηριάζονται μαζικά με ψωμί εμποτισμένο με μυοκτόνο»: είναι άραγε αυτό που επί καθαρευούσης το λέγαμε ποντικοφάρμακο;

Καλή Κυριακή να 'χετε –τη δικιά μου, μ’ αυτά και μ’ αυτά, την… εσυνουσίασα. Ας πρόσεχα.

buzz it!

4/8/07

Κουτοπονηριές

Η λύση βρέθηκε: θα μοιραστεί σε όλους τους μαθητές της Στ΄ δημοτικού το κλασικό μυθιστόρημα της Διδώς Σωτηρίου Ματωμένα Χώματα. Σαφώς κουτοπόνηρη η εμβαλωματική λύση: δεν αποσύρουμε το βιβλίο της Ιστορίας μη μας πούνε δα και αντιδραστικούς, μοιράζουμε όμως μαζί και ένα λογοτεχνικό έργο για τα Μικρασιατικά, έργο εγνωσμένης αξίας που δίνει όλη την αγριότητα της εποχής, και γραμμένο από αριστερή συγγραφέα: άρα, όλα τα στόματα κλειστά!

διαβάστε τη συνέχεια...

Πολλές είναι οι παράμετροι αυτής της ιστορίας, ακόμα ακόμα και εμπορικές, θα ’φτανε να πει κανείς.

Σε δυο σημεία μόνο θα σταθώ, χωρίς καν να ρωτήσω γιατί λόγου χάρη να μη μοιραζόταν στα παιδιά, μαζί και με τη Διδώ Σωτηρίου, Η ζωή εν τάφω αίφνης, του (εθνικόφρονα μάλιστα) Στράτη Μυριβήλη, να δούνε τα παιδιά την αγριότητα εντέλει του πολέμου, κάθε πολέμου!

Σκέφτομαι λοιπόν ότι η Διδώ Σωτηρίου θα ’ναι από ψηλά πανευτυχής, όπως κάθε συγγραφέας που βλέπει το έργο του να φτάνει σε τόσα χέρια.

Αλλά παράλληλα αναρωτιέμαι πώς θα της φαινόταν, πώς θα ένιωθε η συνεπής αυτή αγωνίστρια, στις πρώτες πάντοτε γραμμές της μαχόμενης Αριστεράς, πώς θα ένιωθε, λέω, που το έργο της γίνεται φτηνό εργαλείο σε πολιτικάντικα παιχνίδια, και μοιράζεται σαν αντίβαρο σε μια υπόθεση που ξεκίνησε από το πατριωτικό-εθνικιστικό και θρησκευτικό λόμπι.

Αλλά αυτά είναι σκέτες εικασίες.

Το μόνο σίγουρο είναι πως θα είχε εκμανεί ακούγοντας από παντού κακοποιημένο το όνομά της, σύμφωνα με τις λογιοτατίζουσες μόδες της εποχής, μια και η Διδώ Σωτηρίου υπήρξε πάντοτε Διδώ - της Διδώς, και όχι «της Διδούς», όπως την ανάγγειλε η υπουργός Παιδείας και την αναπαρήγαγαν τα Μέσα.

Τα Νέα, 3 Αυγούστου 2007

buzz it!

2/8/07

47. Ό πότε δή ποτέ!

Τα Νέα, 16 Δεκεμβρίου 2000

Ο σημερινός τίτλος επιχειρεί να ανταποκριθεί στο πνεύμα της εποχής, την πορεία «όπισθεν ολοταχώς», που φαίνεται ότι δεν τη διακηρύσσει τυχαία ο Αθηνών και πάσης Ελλάδος. Εδώ πρόκειται για την πορεία προς τα πίσω στην ορθογραφία: από το οποτεδήποτε όλων των λεξικών, παλιών και νέων, νεότερων και νεότατων (με όμικρον κι αυτά τα παραθετικά, όπως ομοφωνούν όλα τα νεότερα λεξικά), στο «όποτε δήποτε», με δύο λέξεις, πολλών σημερινών εφημερίδων. Προσφορά λοιπόν της σελίδας αυτής, ένα παράθυρο στο μέλλον, ο απόλυτος κατατεμαχισμός της λέξης στα εξ ων συνετέθη: «ό πότε δή ποτέ» –να αποτυπωθεί ολόκληρη η ανάστροφη πορεία της λέξης, σύμφωνα με τον κρυφό πόθο των έτσι «ορθογραφούντων»!

διαβάστε τη συνέχεια...

Βάζω τη λέξη «ορθογραφούντες» σε εισαγωγικά, γιατί πώς στο καλό ορθογραφεί κανείς ερήμην των λεξικών; Και το οποτεδήποτε, όπως έγραψα, από τον Σταματάκο και τον Δημητράκο ώς τα τέσσερα νεότερα, Μείζον (Τεγόπουλου-Φυτράκη), Κριαρά, Μπαμπινιώτη και Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη, γράφεται με μία λέξη. Έτσι λοιπόν, ερήμην των λεξικών όλων των εποχών και όλων των «σχολών», η τάση την οποία θα παρακολουθήσουμε σήμερα ξεκινά από τη συστηματική ανατροπή της νεότερης (πάνω από μισό αιώνα πάντως!) ορθογραφίας, φτάνει στο «όποτε δήποτε», και προχωρεί ακόμα παραπίσω, σε τύπους αρχαίους που γράφονταν ανέκαθεν με μία λέξη, ενώ σήμερα εμείς, αρχαιότεροι των αρχαίων, τους γράφουμε με δύο.

Δεν ξέρω πώς να την ονομάσω αυτή την τάση: αναπαλαίωση; όχι· παλαίωση; ούτε. Είναι ένας άλλου τύπου καθαρισμός; Δεν ξέρω καν αν εκφράζει συγκεκριμένη ιδεολογική τοποθέτηση, επί του γλωσσικού εννοείται, ή απλώς άγνοια και σύγχυση, ή όλα μαζί. Γεγονός είναι ότι η γνωστή νεογλωσσαμυντορική κίνηση, η κίνηση που εκδηλώθηκε σαν αντίδραση στη λαϊκιστική δημοτική των πρώτων πασοκικών χρόνων, εδραιώθηκε ευρύτερα, με μια καταρχήν δυσπιστία προς ό,τι ήταν –ή έμοιαζε έστω– νέος τύπος, νέα γραφή. Το έδαφος ήταν έτοιμο: ξέρουμε, το ’χουμε δει πολλές φορές, το ’χουμε πει άλλες τόσες, πως η μεγαλύτερη και πιο γενικευμένη αντίδραση εκδηλώνεται ανέκαθεν μπροστά σε οποιαδήποτε αλλαγή ή αλλοίωση της οπτικής εικόνας, της μόνης δηλαδή «απτής» εικόνας της γλώσσας, καθώς μάλιστα ταυτίζει γλώσσα και γραφή, δηλαδή ορθογραφία. Ήρθε λοιπόν η κίνηση αυτή να λυτρώσει, υποτίθεται, όσους βασανίζονται κι αναρωτιούνται κάθε φορά «πώς γράφεται πια, “κυττάζω” ή “κοιτάζω”», αυτούς που τα αντιμετωπίζουν όλα αδιακρίτως σαν απλουστευτική τακτική, η οποία ενοχλεί τα «καλώς κείμενα».

Με την έλευση του λεξικού Μπαμπινιώτη, όπως έχω ξαναπεί, και την «υπερετυμολόγηση» που το διακρίνει, δόθηκε, πιστεύω, η χαριστική βολή. Η γραμμή του λεξικού αυτού να αναχθεί, μέσα από αντιδάνεια κτλ., στην παλαιότερη δυνατή γραφή των λέξεων επέτεινε τη σύγχυση. Κανένας δεν επισήμανε την καθοριστική αντίφαση πως ένα σύγχρονο λεξικό που δέχεται ότι στη γλώσσα αλλάζει, κάποτε ριζικά, το μείζον, το ουσιώδες, η σημασία δηλαδή των λέξεων –και έτσι τις καταγράφει, με τη νεότερη σημασία τους–, από την άλλη μεριά αποκαθιστά το έλασσον, τη συμβατική μορφή, τη γραφή των λέξεων, και επαναφέρει παλαιότατες, ξεχασμένες, σχεδόν ανύπαρκτες γραφές.

Έτσι, άνθρωποι που πάντως δεν το άνοιξαν το λεξικό θεώρησαν πως σήμανε επισήμως η απαρχή της αποκατάστασης των «κεκτημένων» μας, πως μπορούμε επιτέλους να γράφουμε όπως «τον παλιό καλό καιρό», μ’ ό,τι θυμόμαστε για ορθογραφία από τα σχολικά μας χρόνια. Θεωρήθηκε πως είναι ένας και φαρδύς ο δρόμος τον οποίο υποδεικνύει η γραφή «στρυμώχνω», «ρωδάκινο», «τσηρώτο» και «κουλλούρι». Και αυτό το «κουλλούρι» λ.χ., πλάι στην αποκαταστημένη «μάννα», έδωσε το σύνθημα για την παλινόρθωση των διπλών συμφώνων, που τα φάγανε, τάχα, οι «δημοτικιστές»: ξανά λοιπόν «ψέμμα» και «καμμιά» και «φάκελλος», χωρίς, όπως είπα, να ανοίξουμε αυτό το ίδιο λεξικό, όπου θα βρούμε ίσα ίσα: ψέμα, καμιά και φάκελος (με σχετικό σχόλιο πολλές φορές).

Αυτή η γενική παλινορθωτική τάση είναι ιδιαίτερα έντονη στις παλιές προθετικές κ.ά. εκφράσεις που έχουν γίνει προ πολλού κανονικά επιρρήματα, και άρα γράφονται με μία λέξη: απευθείας, διαμιάς, εντάξει, εξαρχής κτλ. Παρατηρώ την επαναφορά της γραφής με δύο λέξεις, που γίνεται όλο και πιο επίμονη τα τελευταία χρόνια, για να μην πω τους τελευταίους μήνες, και αποδελτιώνω όλο και περισσότερους τέτοιους τύπους. Και έγραφα στις σημειώσεις μου, μήπως φτάσουμε ξανά στο «άλλως τε» και το «εν ω», ή μήπως δούμε και κανένα «με μιας», οπότε θα ψάχνουμε να βρούμε τι σόι γενική πτώση «μιας» είναι αυτή που συντάσσεται με την πρόθεση «με». Ώσπου το είδα και αυτό: «Η προβληματική της νουβέλας γίνεται με μιας πολύ πιο σύνθετη...»! Κι όμως, δεν υπήρξε ποτέ αυτή η κατασκευή: υπήρξε η μεσαιωνική φράση «με μια», που έγινε από τότε επίρρημα «μεμιά», κι αυτό πια το επίρρημα, η μία λέξη, πήρε αναλογικά το -ς τού διαμιάς και έγινε μεμιάς.

Από τις εφημερίδες Αυγή, Βήμα, Ελευθεροτυπία, Καθημερινή, Νέα, αλλά και από άλλα έντυπα και από υπότιτλους στην τηλεόραση μεταφέρω εδώ τύπους που τους είδα γραμμένους με δύο λέξεις, από αυτούς που τα νεότερα λεξικά τούς γράφουν με μία λέξη (σε παρένθεση ορισμένοι που το λεξικό Μπαμπινιώτη τους λημματογραφεί με μία λέξη αλλά σημειώνει και τη γραφή με δύο):

αφενός, απευθείας, καθένας, καταπώς, εντάξει, εξαρχής, παρεκτός, παρότι (+παρ’ ότι), καθότι (+καθ’ ότι), εντούτοις, κατευθείαν (+κατ’ ευθείαν), διαμιάς κ.ά.

Ορισμένους τους έχουμε συνηθίσει με δύο λέξεις από παλιά, άλλους όχι. Ωστόσο (θα το δούμε «ως τόσο»;), από τη στιγμή που οι εκφράσεις αυτές έγιναν επιρρήματα και έχουν δηλαδή («δήλα δη»;), τις περισσότερες φορές, σημασία μόνο σαν μία λέξη, δεν έχει νόημα να γράφονται με δύο. Ακολουθείται κατά κάποιον τρόπο και εδώ η διαδικασία παραγωγής σύνθετων λέξεων: άλλο το Σάββατο, άλλο η Κυριακή, και άλλο το σαββατοκύριακο· άλλο το γκρίζο, άλλο το πράσινο, και άλλο το γκριζοπράσινο. Θα τα χωρίσουμε κι αυτά;

Κι όμως, συνέβη και αυτό. Χωρίστηκε επίθετο στα δυο: «κατ’ επείγουσα αγγειογραφία» διάβασα (εδώ πρέπει να δώσω παραπομπή, για να γίνω πιστευτός: Καθημερινή 26.11.2000, σ. 52), κι αμέσως μετά, μη νομιστεί έργο του δαίμονα τάχα του τυπογραφείου, «κατ’ επείγουσα θεραπεία».*

Θα συνεχίσω όμως στο επόμενο.


* Στο μεταξύ, κι όπως γίνονται όλα τ’ απίστευτα πιστευτά, η Καθημερινή ξαναχτύπησε: «κατ’ επειγόντως» (29.1.02), και ζήλεψαν και τα Νέα: «κατ’ επειγόντως» (26.7.02)… Κι επειδή η σχετική τάση, από τότε που έγραφα την επιφυλλίδα, προχωρεί ραγδαία, σημειώνω και τα ακόλουθα: «προς ώρας», «την παρ’ άλλη μέρα», και συχνότερα «παρ’ εκτός». Αλλά και το αχαρακτήριστο: «κατ’ όπως λεν» (=καταπώς λεν)!

buzz it!