Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2010

Full stop

.
.

Παρασκευή 22 Οκτωβρίου 2010

Δοκιμαστήριο

.
.
.
.
.
Τι
νούμερο
αγάπη
φοράς?
.
.
.
.
.

Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2010

e-post it.

Βρίσκω την ουσία. Τον ορισμό μου. Κάθε πρωί τον αντικρύζω. Τον μυρίζω. Φωνάζει μέσα μου. Ακουμπάω εμένα σε ένα άρωμα αγουροξυπνημένο. Το αφήνω να με γεμίσει. Να νιώθω πιό δική του απο ποτέ. Πως μπορείς να αποδώσεις ακριβώς μία στιγμή με λέξεις? Λες ''αγαπώ'' ''είμαι ερωτευμένος'' ''τον θέλω'' μα δεν υπάρχει καμία λέξη για την κομμένη ανάσα, το αίμα που κοχλάζει, για κάτι εκτός ορίων συναισθήματα που είμαι τόσο ευγνώμων που νιώθω. Τίποτα δεν είναι ροζ. Είναι λάμψεις. Σε μαύρο ή άσπρο φόντο.
Να μου λες, για όσα πήγαν και για αυτά που θα έρθουν. Να γυρνάς να σου χαιδεύω το χέρι που πονάει. Να γυρνάς και να με συγχωρείς όταν σου σκαλίζω την ψυχή. Να μου δείξεις το πιό αδύναμο σημείο σου. Να μου λες πότε πονάει. Να ξέρω στον κόσμο σου πότε πρέπει να τρέχω να σε φτάσω ή πότε να σε περιμένω στο φανάρι. Να φτιάξουμε ένα δρόμο μακρύ με πολλά δέντρα στα πλάγια και λουλούδια χρωματιστά, να φτιάξουμε ένα δρόμο με οξυγόνο και καθαρό νερό, να φτιάξουμε ένα δρόμο απο αυτούς που δεν βαριέσαι ποτέ να ταξιδεύεις πάνω τους, να φτιάξουμε ένα δρόμο δικό μας, μυστικό, και ακολουθώντας τον να καταλήγουμε σε αυτό που μας κρατάει, μας ορίζει, μας τρέφει, να καταλήγουμε σε εμάς.

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2010

Πρόχειρο

Αγαπημένο μου μπλογκ,

Πολλές φορές έχω σκεφτεί να σε κλείσω να ησυχάσουμε και οι δύο. Χρέη ψυχαναλυτή έχεις αναλάβει και δεν ξέρω αν το επέλεξες. Έχεις αποθηκεύσει κακόμοιρο, ότι ψυχοσύμπλεγμα είχα και δεν είχα. Και όχι, ο αόριστος δεν σημαίνει κάτι, μην ανακουφίζεσαι, ακόμα έχω. Αλλά είναι πιό διαχειρίσιμα. Δεν μπορώ να βλέπω το ''νέα ανάρτηση'' όταν είμαι στη δουλειά ή όταν νυστάζω. Μου γαργαλάει τον εγκέφαλο. Χάνω τον ύπνο μου και άμα χάσω και τη δουλειά μου όχι απλά θα σε κλείσω, όχι απλά θα σε εξαφανίσω... θα σε κάνω να μετανιώσεις την ώρα και τη στιγμή που με άφησες να λογαριαστούμε. Μου αρέσεις όμως. Υπήρξα αθεράπευτα ερωτευμένη μαζί σου. Δεν κοιμόμουν τα βράδια για να σε ταίζω στο στόμα λέξεις και ιστορίες. Δεν μπορώ να πω, στάθηκες αντάξιο των προσδοκιών μου. Ούτε ένα γραμματάκι δεν έσβησες, ούτε μία στιγμή δεν αρνήθηκες τη ''δημοσίευση ανάρτησης''. Μα καλύτερα ίσως να το είχες κάνει. Σωτήριο θα ήταν. Και θα σε είχα σε μεγάλη υπόληψη. Θα είχα άγχος, θα του αρέσει η όχι? Θα μου κάνει τη χάρη ή όχι? Θα τα λέγαμε λίγο, θα σου εξέθετα χωρίς υπεκφυγές τα προβλήματα μου. Αφού όμως δεν έχεις αυτή τη δυνατότητα πάλι τα λέω, αλλά λίγο κρυμμένα ξέρεις... Δεν θα καταλάβεις που δεν θα καταλάβεις τουλάχιστον αισθητικά να μου αρέσει. Το πρόβλημα. Να είδες? Μόλις ανακαλύψαμε ότι υπάρχει και πρόβλημα το οποίο μπορεί αισθητικά να είναι ωραίο. Κάτι σαν ''Καταστροφή, έκλεψαν τη συλλογή μου μπαρίλα'' αλλά λίγο πιό του δρόμου. Αυτά μου κάνεις βραδιάτικα. Να σου γράψω τώρα μία μαυρίλα να σε ξαπαστρέψω. Να εκραγεί και ο μπλόγκερ και ο σέρβερ και ο σέρφερ. Και αν μπει κανένας χριστιανός (τυχαίο το θρήσκευμα) να μας ρίξει κανένα ανάθεμα και να πάει να πνίξει τον πόνο του στα ριάλιτι. Αυτά κάνουμε κατάλαβες? Μπαίνει διαβάζει την αυτοκτονία και μετά (και ευτυχώς κιόλας) πάει και βλέπει λίγο Big Brother ή καμιά τσόντα (προτιμήστε το δεύτερο) να συνέλθει ο άνθρωπας. Άρα τους στρέφουμε στο σεξ? Άρα καλά κάνουμε ρε. Ο κόσμος γαμιέται ακόμα. Εννοώ αυτοί που δεν βλέπουν ειδήσεις. Γιατί αυτοί που βλέπουν δεν κάνουν. Και όλο το δίκιο του κόσμου έχουν. Κακό χούι οι ειδήσεις στην εποχή μας. Οδηγούν σε εμπρησμούς, εγκεφαλικά, αρτηριακή πίεση, εμφράγματα άνευ απινιδωτή, σπασμένες οθόνες, μενταλισμούς τύπου ''Να σου σπάσει το κολιέ τώρα'', και με τούτα και με κείνα πιστεύεις ότι ακόμα και η καπότα είναι θηλιά. Και δίκιο έχεις. Άρα ύπνο. Γιατί αύριο έχει ξανά, τα ίδια, και τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια...

πρόχειρο



Εχθές είδα στον ύπνο μου ότι μαζεύαμε τα πράγματα μας. Είμασταν χαρούμενοι και χώρεσαν όλα σε μία κόκκινη βαλίτσα. Πήραμε την Έμιλυ παραμάσχαλα, κλειδώσαμε το σπίτι και οδήγησες μέχρι το αεροδρόμιο. Στο δρόμο κάπνιζα και ακούγαμε clash. Είχαμε δύο εισιτήρια ακουμπισμένα στο παρμπρίζ. Δεν φοβόμουν. Κάναμε check in και πήγα να πάρω περιοδικά. Βόλεψες το ipod στην τσέπη σου και ετοίμασες τα διαβατήρια. Έμοιαζε σαν να κάναμε κάτι που το περιμέναμε καιρό. Διάλειμμα. Μου έλεγες ότι δεν καταλαβαίνεις γιατί δεν μου αρέσει η Guinness και ότι θα φτάσουμε νύχτα και να έχω την ομπρέλα πρόχειρη. Την έβαλα στη μικρή τσάντα και περιμένοντας στην πύλη αποφάσισα ότι κάποτε πρέπει να σταματήσω να φοβάμαι τα αεροπλάνα. Είναι το πιό ασφαλές μέσο, και τώρα ήσουν κι εσύ μαζί μου. Θα το έκανα τώρα. Θα πάταγα pause στον φόβο. Με έπιασες λέει δυνατά απο το χέρι και με τράβηξες στο λεωφορείο. Το αεροπλάνο ήταν πολύ μεγάλο και οι κοπέλες χαμογελούσαν ορεξάτες για δουλειά. Δεν χάζευα τα σύννεφα γιατί ήταν κιόλας βράδυ. Έβγαλα το παιχνίδι μου και άρχισα να σπάω τα ρεκόρ. Που και που σε κοιτούσα που ανησυχούσες μη φοβηθώ. Μα δεν φοβόμουν. Χαιρόμουν. Ήπια πορτοκαλάδα και έφαγα σάντουιτς. Εσύ κοιμήθηκες. Μετά απο λίγο κι εγώ. Ξυπνήσαμε όταν μας είπαν για προσγείωση. Έδεσα σαν καλό κορίτσι τη ζώνη μου και περίμενα. Πάντα μου άρεσε η προσγείωση. Την απογείωση την έτρεμα. Πολλά λέει για μένα αυτό, το ξέρω. Δεν ξέρω τι έγινε όταν βγήκαμε απο το αεροδρόμιο.

.

(συνεχίζεται)

Τρίτη 12 Οκτωβρίου 2010

Μικρές χαρές.

Η Άννα συνοδηγός με σκυλάδικα και δήθεν πόνο.
Τέσσερα τσιγάρα με τον πρώτο καφέ.
Η καλημέρα.
Η καληνύχτα.
Ο ήχος του κινητού.
Η ταπετσαρία του μπαρ στο Παγκράτι.
Αυτό μετά απο πολύ κρασί.
Τα παιδιά γεμάτα χώμα, καταιδρωμένα.
Η μαρίνα του Φλοίσβου.
Να οδηγώ στην παραλιακή, με πολικό ψύχος, νύχτα.
Ένα ''έρχομαι εγώ εκεί''.
Να είμαι συνοδηγός, σπάνια απόλαυση.
Σε ρόλο ''μικρής'' αδερφής με ποπ κορν και τόνο κόκα κόλα, σινεμά.
Το συμιακό γαριδάκι σε χάρτινο κώνο. (λίγοι ξέρουν)
Ένα ζευγάρι αφόρετες μπλε γόβες.
Ένα σουβλάκι με τυροσαλάτα.
Το τσίζκέικ μου.
Οι αδέσποτες γάτες που θέλουν χάδια.
Ο ξεχωριστός τρόπος που λέει ο καθένας τη λέξη ''ψάρι''.
Η μαμά μου όταν με παίρνει να μου πει για τις γλάστρες της.
Ο ήχος απο γνώριμα κλειδιά.
Να βρίσκω πάντα έναν ξύπνιο άνθρωπο όταν γυρνάω και να λέμε τα νέα ψιθυριστά.
Όταν το internet είναι εξαιρετικά γρήγορο.
Τα βιβλία που έχω με τις αφιερώσεις τους.
Οι οδηγοί που λένε ευχαριστώ.

Δευτέρα 11 Οκτωβρίου 2010

Σσσσς

Ίσως και να με απολύσουν αν με πιάσουν να γράφω ποστ τέτοια ώρα. Μα δεν γίνεται αλλιώς... Πάμε. Γκρι. Αθόρυβα παιδιά. Μπορείς να πεις με τα μάτια ένα παράπονο? Και αν μπορείς είναι εκπαιδευμένα τα απέναντι μάτια να το ερμηνεύσουν? Ήθελες να έχει ξημερώσει μία καινούρια μέρα. Μα δεν ξημέρωσε καν. Νύχτα σηκώθηκες. Γέμισες την κουζίνα με δύο τσιγάρα. Φεγγάρι δεν είχες παρέα, όχι. Μόνο σύννεφα. Γκρι σύννεφα. Θυμάσαι το καλοκαίρι. Τον ήλιο που χάιδευε μόνο τους ευτυχισμένους ανθρώπους. Θυμάσαι τα εκατοντάδες χιλιόμετρα ανάμεσα σας. Και σου λείπει και ας είναι εδώ. Ας είναι στα 5 βήματα. Πως γίνεται αυτό... Οδήγησες τυφλή και τα χέρια σου σε αγκάλιαζαν. Έφτασες στο γραφείο. Οι καλημέρες απαραίτητες. Εσύ και εκείνη. Εκείνη χειρότερα. Εσύ θα το παλέψεις. Εκείνη είπε τα δικά της. Εσύ όχι. Δεν υπάρχει κάτι να πεις. Έτσι ήθελες να είναι μαύρα σήμερα. Τυλίχτηκες με τη ζακέτα σου και άρχισες να πληκτρολογείς κωδικούς. Ούτε μία φορά δεν σήκωσες το τηλέφωνο. Γιατί δεν χτύπησε. Δεν άνοιξες το ραδιόφωνο. Δεν γέλασες με τα αστεία τους. Μόνο όταν σε ρώτησε ''τι έγινε κορίτσι μου?'' κρύφτηκες πίσω απο ένα χαμόγελο και είπες τίποτα. Τίποτα ήταν. Σε καταλάβαινε αυτός. Έξυπνος πολύ. Κοιτάς έξω απο το παράθυρο εκείνο το δέντρο που την άνοιξη γεμίζει λουλούδια. Μία αδέσποτη γάτα στέκει ακίνητη στην πόρτα. Ένας βαριεστημένος γείτονας έβγαλε βόλτα το σκύλο. Μία κυρία απλώνει ρούχα και μοσχοβολάει μαλακτικό όλη η γειτονιά. Εκείνη μαύρη μπροστά απο την οθόνη της. Κι εσύ το ίδιο. Σήμερα οι κάτω δεν σας ακούνε να γελάτε. Ούτε σας επιπλήττουν ''σσσσσςςς''. Σήμερα μάλλον όλοι καταλαβαίνουν ότι η σιωπή είναι σωτηρία.

Παρασκευή 8 Οκτωβρίου 2010

Νυχτομέρα

Τι όμορφα που τα περάσαμε το καλοκαίρι που πέρασε. Στα 27 μου θα ήθελα κάποιος να με διατάξει να γράψω έκθεση με θέμα το καλοκαίρι. Να του γράψω ότι ήταν όμορφο. Ότι ένα βράδυ -και μακάρι να θυμόμουν την ώρα- το κινητό μου χτύπησε ενώ εγώ ξημερωνόμουν στον καναπέ, νυχτομέρα ήταν, ανάμεσα σε τασάκια και άδεια μπουκάλια κόκα κόλα, τότε λοιπόν, ένας άνθρωπος, που άρχισε να γίνεται ο δικός μου άνθρωπος, με σκέφτηκε. Όχι μόνο τότε. Αλλά εκείνη τη στιγμή, που για διάφορους λόγους είμασταν μακριά, μου έστειλε ένα μήνυμα-mail. Ένα τραγούδι. Που μιλάει για ανθρώπους που τους λείπουν άλλοι άνθρωποι, που δεν μπορούν να κοιμηθούν μόνοι τους. Without you next to me i toss and turn like the sea. Έτσι λέει. Αυτό το τραγούδι το είχα ακούσει ένα εκατομμύριο φορές στο ραδιόφωνο. Και ίσως άλλαζα και σταθμό, το θεωρούσα βαρετό. Μα ίσως τότε να ήταν όλα βαρετά. Σηκωνόμουν πήγαινα δουλειά, γυρνούσα, έκανα μπάνιο, έτρωγα, κάπνιζα, έβγαινα, όλα είχαν μία βαρετή σειρά. Όλο το ίδιο. Ο έρωτας είχε γίνει μία παλιά κατάσταση. Ίσως και παλιοκατάσταση. Μία ανύπαρκτη κατάσταση. Βολικά τα έβλεπα τα πράγματα. ''Καλύτερα έτσι'' μπορεί να είχα κοροιδέψει τον εαυτό μου. Τώρα λοιπόν, μετά απο τόσες εικόνες που έχω συλλέξει στο κεφάλι μου απο το αγόρι που αγαπώ, τώρα αγαπώ όσο ποτέ αυτό το τραγούΒι. Και πριν λίγο μπήκα στο αυτοκίνητο, σε κατάσταση ''μυαλό ζελε- πάμε για ύπνο'' και πόσο μα πόσο μα πόσο χάρηκα που εκείνη την ώρα έπαιζε ο καλός κύριος αυτό το τραγούΒι. Που εμένα μου θυμίζει κάθε φορά ότι του έχω λείψει στο παρελθόν, ότι με αγαπάει, ότι δεν θέλω να φύγει ποτέ αν δεν με πάρει μαζί του, ότι, ότι, ότι, ότι, ότι..............