Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2010

Έλλη

Η Έλλη ερωτεύτηκε έναν ψηλό άντρα με γκρίζα μαλλιά. Όμορφος πολύ ήταν στις φωτογραφίες που μου έδειχνε , εκείνο το απόγευμα που καθόμασταν δίπλα δίπλα στο σαλόνι με το σκύλο στα πόδια μας. Όταν έμεινε έγκυος ήθελε κορίτσι. Πολύ το ήθελε. Ήταν αγόρι όμως. Γέννησε το Φίλιππο. Αποφάσισε να μην πάει στην κρύα εκείνη χώρα με τον άντρα της. Δεν ήθελε παραπάνω λεφτά, μπορούσε και μόνη της να τα βγάλει αν ήθελε. Εκείνος έφυγε. Χώρισαν. Πόνεσε. Περνούσε τους χειμώνες με ένα καλσόν, πλύνε βάλε. Για να φάει το μωρό αγώνας. Είχε όνειρα για αυτόν. Να φύγει μακριά και να γίνει μεγάλος και τρανός. Έδωσε τα πάντα. Δούλεψε 20 ώρες την ημέρα, ζορίστηκε, σαν να πέθανε ένιωσε, έγινε σκληρή, πιο άντρας και απο άντρας. Τον πήγε σε καλό σχολείο, αγόρασε σπίτι και αυτοκίνητο. Έκανε φίλες. Ο Φίλιππος ήταν καλός μαθητής. Τον χαιρόταν. Μάθαινε τα πάντα. Δεν έδειχνε αδυναμία σε εκείνον. Να μην είναι κολλημένος σε εκείνη. Να μάθει μόνος, ανεξάρτητος. Τα καλοκαίρια τον έστελνε στο εξωτερικό να μάθει να ζει μακριά της και να βελτιώνει τις επιδόσεις του στις ξένες γλώσσες. Η δουλειά της πήγαινε απο το καλό στο καλύτερο. Τα χρήματα δεν ήταν πιά πρόβλημα. Είχε ότι ήθελε. Εκτός απο τον άντρα της. Εκείνος τους είχε ξεχάσει απο καιρό. Μόνο ένα φακελάκι έστελνε κάθε Χριστούγεννα με λεφτά για το παιδί. Μάθαινε για εκείνον, για τις επιχειρήσεις του, τις διασυνδέσεις του, το όνομα του που ολο και μεγάλωνε. Μάθαινε να γερνάει χωρίς αυτόν. Έβαψε τα μαλλιά της κόκκινα και αγόρασε ένα εξοχικό. Άρχισε να γνωρίζει άλλους άντρες μα τίποτα που να μπορεί να ακουμπήσει. Ο Φίλιππος μεγάλωνε σε αεροδρόμια, να αποχαιρετάει τη μαμά του και να νιώθει πλήρης. Καμιά φορά ταξίδευε για να δει τον πατέρα του αλλά ποτέ πάνω απο δύο μέρες. Του έμοιαζε πολύ. Είκοσι χρονών και είχε ήδη τις πρώτες άσπρες τρίχες στα μαλλιά του. Της έλειπε όταν έφευγε αλλά ποτέ δεν του το είπε. Το έσπρωχνε να κάνει κι άλλα, κι άλλα... Γύρισε όλο τον κόσμο μόνος του. Πανεπιστήμια, μεταπτυχιακά, διδακτορικά, υποτροφίες, μετεκπαιδεύσεις, Ευρώπη, Ασία, Αμερική. Εκείνη εδώ. Μόνο εδώ. Να χαζεύει το χιόνι το χειμώνα και να κλαδεύει τους κήπους της το καλοκαίρι. Του έμαθε να αγαπάει τις γυναίκες έτσι όπως θέλουν, να τις σέβεται και να είναι ευγενικός. Ένα βράδυ μόνο κοιμήθηκε στην αγκαλιά της. Τότε που είχε φοβηθεί πολύ και έτυχε να βρίσκονται κοντά. Τότε μόνο έστριψαν ένα τσιγάρο και το κάπνισαν μαζί. Της είπε για τη Σοφία που ήταν στο νοσοκομείο εκείνες τις μέρες. Εκείνη έστειλε τα χαιρετίσματα της και τον διαβεβαίωσε ότι όλα θα πάνε καλά. Όλα πήγα καλά. Και μετά ακόμα καλύτερα. Σε κυριακάτικα τραπέζια γύρω απο γιουβέτσι και παιδικά πρόσωπα. Γέμισε το σπίτι για λίγο. Βρεγμένα ποδοβολητά γύρω απο την πισίνα και αγκαλιές καληνύχτας πριν κλείσει η πόρτα του υπνοδωματίου. Ένα χρόνο ήταν εδώ όλοι, μαζί της. Ο Φίλιππος, η Σοφία και όλοι οι φίλοι τους. Μαγείρευε, τους έπαιρνε δώρα, πήγαιναν σινεμά, έκαναν πάρτυ, έπινε καφέ το πρωί χαμογελαστή όταν έβλεπε τη Σοφία να σέρνεται με τις κάλτσες στο σπίτι. Κόρη ήθελε πάντα. Και για λίγο την είχε. Δανεική. Αγαπιόντουσαν αυτές οι δύο. Η Σοφία της μιλούσε στον ενικό και η Έλλη έκλεβε λίγο απο το γέλιο της και θυμόταν τον έρωτα για τον άντρα της. Όπως αυτόν του γιού της. Του λόγου ύπαρξης της. Του δικού της παιδιού.
.
.

Κυριακή 21 Φεβρουαρίου 2010

Τούφες

Δώσε μου λίγο απο αυτό το ντροπαλό βλέμμα. Δώσε μου μία κίνηση των δακτύλων σου τα μεσάνυχτα. Δώσε μου κάτι να τρέξω προς τα κει. Να στρίψω σε μία γωνία και να σε δω μπροστά μου. Αυτό εννοώ όταν σου λέω ότι δεν αντέχω. Δεν αντέχω να βλέπω αστεία πράγματα μόνη μου. Έλα να μοιραστούμε ένα γέλιο τρανταχτό. Έλα να σου εξομολογηθώ μία παλιά αμαρτία. Έλα να σου φυσήξω αυτή την τούφα που πέφτει στα μάτια σου. Δώσε μου λίγο απο το αφρόλουτρο σου. Δώσε μου ένα φιλί. Δώσε μου ένα ακόμα τραγουδάκι να σε σκέφτομαι. Μπορώ και χωρίς αυτό. Αλλά εγώ είμαι η έννοια της υπερβολής. Και τα θέλω όλα. Όχι τα λίγα, όχι εκπτώσεις. Όλα τα θέλω. Όλα τα γράμματα του ονόματος σου, όλα τα χρόνια της ζωής σου, όλες τις χορδές της κιθάρας σου, όλα τα λεπτά της αγρύπνιας, όλες τις λέξεις σου, όλες τις σκέψεις σου, όλα τα θέλω. Τα παλιά σου παντελόνια, τα ξυπόλητα βήματα σου στο σαλόνι, τα άπλυτα σου, τα αποτσίγαρα σου, τις κακές συνήθειες, τα ναι σου και τα όχι, τα μούσια σου που τσιμπάνε, τις μαγειρικές σου απόπειρες, τη μεθυσμένη σου άρθρωση, τις λάθος απόψεις σου, θέλω. Θέλω όλα τα βουνά και τις πεδιάδες του στόματος σου. Να μετράω μήνες στις κορυφές των δακτύλων σου. Και έναν Αύγουστο να κρυφτούμε σε εκείνο το τεράστιο φεγγάρι.
.
.
.

Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2010

.
.

.
.
.
.

Αγάπη =
.
.

.
.
.
.

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2010

Περπατώντας στο στενάκι του σπιτιού παρατηρούσα πάντα τα σεντόνια που ήταν απλωμένα στις γύρω πολυκατοικίες. Άλλα όμορφα, άλλα αδιάφορα, άλλα τριμμένα, άλλα παιδικά. Άνοιγα με τον κωδικό, και έπαιρνα το ασανσέρ. Σχεδόν πάντα πεινούσα. Βιαζόμουν να φτάσω. Με έπιανε η μυρωδιά απο το ισόγειο. Η πόρτα όμορφη, καινούρια. Το κλειδί ασφαλείας. Τα Χριστούγεννα κρεμόταν ένας Αγιος Βασίλης κόκκινος απο το χερούλι. Ένας τοίχος βαμμένος λεωφόρος με δύο ποδήλατα στερεωμένα πάνω του. Φωτεινό σπίτι. Πολλά παράθυρα, με κουρτίνες που είχαν διαλεχτεί με πολύ περπάτημα και γέλιο και γρανίτες. Μία ασπρόμαυρη με κόμικς και μία έγχρωμη με το ίδιο μοτίβο. Μία χαρά μία λύπη. Άνοιγα το παράθυρο και έβγαινα σε ένα μεγάλο μπαλκόνι με γλάστρες και μία αιώρα. Όλα για μένα ήταν φτιαγμένα. Εκεί περνούσα την καλοκαιρινή βαρεμάρα μου. Τα βυνίλια και τα cd όμορφα τακτοποιημένα σε ένα χειροποίητο έπιπλο δίπλα σε μία τεράστια τηλεόραση. Ο καναπές γινόταν κρεββάτι. Για να αγκαλιάζει όποιον δεν είχε σπίτι ή όρεξη να πάει σπίτι. Το τραπεζάκι είχε πάνω κεριά, μία πίπα με τον καπνό της και τα σύνεργα, διάφορες εφημερίδες, κοκκαλάκια για τα μαλλιά μου, πέτρες απο διάφορες παραλίες. Δεξιότερα ήταν το ψυγείο, θυμάμαι ακόμα τη χαρά μου όταν μπήκα στο σπίτι και βρήκα ένα ολοκαίνουριο κόκκινο ψυγείο γεμάτο ήδη με μπύρες, κρασιά, μαστίχα, παγωτά. Αυτό το ψυγείο άρχισε να φιλοξενεί φωτογραφίες με πρόπωπα που περνούσαν απο αυτό το σπίτι. Μας έκαναν παρέα, έπαιζαν Wii, έτρωγαν μαζί μας, άκουγαν μουσική, συζητούσαν, ξενυχτούσαν και μετά κοιμόντουσαν στον καναπέ. Η κουζίνα με όλα τα είδη καφέ στα ντουλάπια, με γουόκ, με πράσινα πιάτα και μαύρα ποτήρια, με μηχανή εσπρέσσο. Η κουζίνα, πάντα πεντακάθαρη.
Ένας απο τους λόγους που αγάπησα αυτό το σπίτι ήταν μία μικρή εσωτερική σκάλα. Ότι έπρεπε για κυνηγητό με βαθμό δυσκολίας. Αν χοροπηδούσες πολύ χτύπαγες το κεφάλι σου, αν ήθελες όμως καθόσουν σε μία γωνία της ψηλά και μπορούσες να βλέπεις το κάτω σπίτι. Αν την ανέβαινες όλη βρισκόσουν στην κρεββατοκάμαρα που είχε ένα υπέρδιπλο στρώμα ριγμένο στο πάτωμα, χοντρό, βασιλικό. Στρωνόταν με χρωματιστά σεντόνια που μοσχομύριζαν μαλακτικό και τα σωστά μαξιλάρια για να μην πονάει ποτέ το σώμα. Ο τοίχος πίσω του είχε απο άκρη σε άκρη μία Νέα Υόρκη φτιαγμένη απο αυτοκόλλητα. Ώρες μπορούσα να κοιτάω αυτόν τον τοίχο. Το φωτιστικό ήταν μία μπάλα του μπάσκετ, φτιαγμένο για μένα με πολύ κόπο. Η ντουλάπα, πάντα τακτοποιημένη. Συρτάρια δικά μου, συρτάρια δικά του. Παπούτσια και των δύο. Χαρούμενα all star στα χρώματα του ουράνιου τόξου, με τη σημαία της Αγγλίας, ζωγραφισμένα. Συλλεκτικά. Γραβάτες και φουλάρια, ζώνες και γάντια, κάλτσες και εσώρουχα, σεντόνια και πετσέτες. Η πόρτα του μπάνιου ζωγραφισμένη με μαρκαδόρους. Με σεξουαλικές στάσεις, με σημειώσεις, με ημερομηνίες, με ανέκδοτα, με ονόματα φίλων. Και η μπανιέρα με κολλημένα λαστιχένια ψάρια παντού. Κολώνιες και αφρόλουτρα, καθαριστικά προσώπου και αφροί ξυρίσματος. Οδοντόβουρτσες και σφουγγάρια. Μία κούκλα κρεμασμένη στον τοίχο. Ροζ ξυραφάκια. Παράθυρο θολό. Playmobil και Lego ακουμπισμένα στο πρεβάζι.
.
Το σπίτι αυτό είδε τα πάντα. Φίλους να πίνουν και να γελούν, μοναξιές στην τηλεόραση μπροστά, περίτεχνες συνταγές στο φούρνο, ξυπνήματα με νεύρα, περίεργα ντουμάνια τα ξημερώματα, παράνομα ζευγάρια, πολλά γέλια, πάρα πολλά γέλια, δεν πρόλαβε να δει ένα σκύλο, δεν πρόλαβε να πάρει PS 3, δεν πρόλαβε να κάνει το τραπέζι στην Κατερίνα και το αγόρι της.
.
Τι θυμάμαι σήμερα...
.
.

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2010

6

.

Ξυπνάω. Κατεβάζω βαλίτσα. Βάζω μέσα ένα τζιν, 2 μπλούζες, ένα βιβλίο. Κοιτάω το εισιτήριο μου. Δεν έχω χρόνο. Πίνω γάλα. Κάνω δόντια. Κάνω μπάνιο. Ντύνομαι, στεγνώνω μαλλιά. Μπουφάν, κασκόλ, σκούφο. Βουτάω κλειδιά, βαλίτσα. Κλειδώνω. Χαιρετάω τον γάτο. Ταξί γρήγορα. Διαδρομή λίγο τρομακτική. Νερό, χάπι, για να περάσει ο φόβος. Χαρά ξανά. Παρατηρώ πόσες πινακίδες έχει η Αθήνα για το Ελ. Βενιζέλος. Το είχαμε κάνει και αστείο το 2004 λέγοντας '' όλοι οι δρόμοι οδηγούν στο Ελ. Βενιζέλος''. Εγώ εκεί θέλω να πάω. Μπαίνω τρέχοντας στο αεροδρόμιο. Κάνω check in. Ευγενέστατη η κοπέλα. Εύγε. Καθησυχάζω τον εαυτό μου '' δεν φυσάει''. Χαζεύω τα περιοδικά, παίρνω ένα, αν το έβλεπες θα γέλαγες. Εντάξει αφού θέλω να χαλαρώνω στο αεροπλάνο, δεν μπορώ να σκέφτομαι. Τρέχω τώρα, ουρά στον έλεγχο. Αγχώνομαι. Χτυπάω, πάντα χτυπάω. Έρχεται η κυρία και με περνάει ένα χέρι (έτσι το λέω εγώ αυτό). Δεν έχω όπλα μαζί μου. Ούτε ζώνη φοράω. Κάτι είναι μεταλλικό μέσα μου, ξέρω γω... Λεωφορειάκι, πάλι δεν έχει φυσούνα. Πάλι γκρινιάζω. Μπαίνω, κάθομαι στο κάθισμα, και αναπνέω γρήγορα. Η διπλανή θέση είναι άδεια, παρατάω όλα μου τα πράγματα εκεί. χα! Τρέχει τώρα αυτό και απογειώνεται. Ωραία είναι, δεν ξέρω τι ακριβώς φοβάμαι στα αεροπλάνα. Αν δεν πάρω το χάπι ίσως καταλάβω. Μπορεί και να φοβάμαι μη δεν σε δω. Με προσέχω για να σε έχω. Πίνω και τρώω ότι μου δίνουν. Περνάει η ώρα, σπάω και το ρεκόρ μου στο Biggest Brain. '' Τα φώτα της καμπίνας θα σβήσουν καθώς ετοιμαζόμαστε για προσγείωση..'' Εκεί αρχίζω πιά να αναπνέω κανονικά. Μου περνάνε όλα. Γουστάρω αεροπλάνο που τα κατάφερε πάλι. Βγαίνοντας θέλω να χαστουκίσω όλους τους βιαστικούς που σηκώνονται και κλείνουν το διάδρομο, θέλω και να φιλήσω τον πιλότο. Μία μέρα θα το κάνω. Έτσι, γιατί του εμπιστεύτηκα τη ζωή μου και την έχω ακόμα. Αλλά τώρα ξεχνιούνται όλα αυτά καθώς σε βλέπω να μου κουνάς το χέρι και να χαμογελάς. Δοντάρες!

.


Portishead - Roads