Η Έλλη ερωτεύτηκε έναν ψηλό άντρα με γκρίζα μαλλιά. Όμορφος πολύ ήταν στις φωτογραφίες που μου έδειχνε , εκείνο το απόγευμα που καθόμασταν δίπλα δίπλα στο σαλόνι με το σκύλο στα πόδια μας. Όταν έμεινε έγκυος ήθελε κορίτσι. Πολύ το ήθελε. Ήταν αγόρι όμως. Γέννησε το Φίλιππο. Αποφάσισε να μην πάει στην κρύα εκείνη χώρα με τον άντρα της. Δεν ήθελε παραπάνω λεφτά, μπορούσε και μόνη της να τα βγάλει αν ήθελε. Εκείνος έφυγε. Χώρισαν. Πόνεσε. Περνούσε τους χειμώνες με ένα καλσόν, πλύνε βάλε. Για να φάει το μωρό αγώνας. Είχε όνειρα για αυτόν. Να φύγει μακριά και να γίνει μεγάλος και τρανός. Έδωσε τα πάντα. Δούλεψε 20 ώρες την ημέρα, ζορίστηκε, σαν να πέθανε ένιωσε, έγινε σκληρή, πιο άντρας και απο άντρας. Τον πήγε σε καλό σχολείο, αγόρασε σπίτι και αυτοκίνητο. Έκανε φίλες. Ο Φίλιππος ήταν καλός μαθητής. Τον χαιρόταν. Μάθαινε τα πάντα. Δεν έδειχνε αδυναμία σε εκείνον. Να μην είναι κολλημένος σε εκείνη. Να μάθει μόνος, ανεξάρτητος. Τα καλοκαίρια τον έστελνε στο εξωτερικό να μάθει να ζει μακριά της και να βελτιώνει τις επιδόσεις του στις ξένες γλώσσες. Η δουλειά της πήγαινε απο το καλό στο καλύτερο. Τα χρήματα δεν ήταν πιά πρόβλημα. Είχε ότι ήθελε. Εκτός απο τον άντρα της. Εκείνος τους είχε ξεχάσει απο καιρό. Μόνο ένα φακελάκι έστελνε κάθε Χριστούγεννα με λεφτά για το παιδί. Μάθαινε για εκείνον, για τις επιχειρήσεις του, τις διασυνδέσεις του, το όνομα του που ολο και μεγάλωνε. Μάθαινε να γερνάει χωρίς αυτόν. Έβαψε τα μαλλιά της κόκκινα και αγόρασε ένα εξοχικό. Άρχισε να γνωρίζει άλλους άντρες μα τίποτα που να μπορεί να ακουμπήσει. Ο Φίλιππος μεγάλωνε σε αεροδρόμια, να αποχαιρετάει τη μαμά του και να νιώθει πλήρης. Καμιά φορά ταξίδευε για να δει τον πατέρα του αλλά ποτέ πάνω απο δύο μέρες. Του έμοιαζε πολύ. Είκοσι χρονών και είχε ήδη τις πρώτες άσπρες τρίχες στα μαλλιά του. Της έλειπε όταν έφευγε αλλά ποτέ δεν του το είπε. Το έσπρωχνε να κάνει κι άλλα, κι άλλα... Γύρισε όλο τον κόσμο μόνος του. Πανεπιστήμια, μεταπτυχιακά, διδακτορικά, υποτροφίες, μετεκπαιδεύσεις, Ευρώπη, Ασία, Αμερική. Εκείνη εδώ. Μόνο εδώ. Να χαζεύει το χιόνι το χειμώνα και να κλαδεύει τους κήπους της το καλοκαίρι. Του έμαθε να αγαπάει τις γυναίκες έτσι όπως θέλουν, να τις σέβεται και να είναι ευγενικός. Ένα βράδυ μόνο κοιμήθηκε στην αγκαλιά της. Τότε που είχε φοβηθεί πολύ και έτυχε να βρίσκονται κοντά. Τότε μόνο έστριψαν ένα τσιγάρο και το κάπνισαν μαζί. Της είπε για τη Σοφία που ήταν στο νοσοκομείο εκείνες τις μέρες. Εκείνη έστειλε τα χαιρετίσματα της και τον διαβεβαίωσε ότι όλα θα πάνε καλά. Όλα πήγα καλά. Και μετά ακόμα καλύτερα. Σε κυριακάτικα τραπέζια γύρω απο γιουβέτσι και παιδικά πρόσωπα. Γέμισε το σπίτι για λίγο. Βρεγμένα ποδοβολητά γύρω απο την πισίνα και αγκαλιές καληνύχτας πριν κλείσει η πόρτα του υπνοδωματίου. Ένα χρόνο ήταν εδώ όλοι, μαζί της. Ο Φίλιππος, η Σοφία και όλοι οι φίλοι τους. Μαγείρευε, τους έπαιρνε δώρα, πήγαιναν σινεμά, έκαναν πάρτυ, έπινε καφέ το πρωί χαμογελαστή όταν έβλεπε τη Σοφία να σέρνεται με τις κάλτσες στο σπίτι. Κόρη ήθελε πάντα. Και για λίγο την είχε. Δανεική. Αγαπιόντουσαν αυτές οι δύο. Η Σοφία της μιλούσε στον ενικό και η Έλλη έκλεβε λίγο απο το γέλιο της και θυμόταν τον έρωτα για τον άντρα της. Όπως αυτόν του γιού της. Του λόγου ύπαρξης της. Του δικού της παιδιού.
.
.