.
.
'Μία μέρα θα ξημερώσει' της είπα πριν 15 χρόνια. Καταλάβαινα πιά ότι κάτι δεν πήγαινε καλά. Ήταν τότε που είδα δύο αστυνομικούς να μπαίνουν στο σπίτι της και να βάζουν χειροπέδες στη μαμά της. Μόνο 11 χρονών είμασταν. Εκείνη είχε και δύο μωρά να ταίζει. Ένα σπίτι να πλένει. Ένα σχολείο να πηγαίνει. Έναν πατέρα που είχε ξεχάσει πιά το πρόσωπο του. Μου μιλούσε για δικηγόρους, για επιμέλειες, έκανα πως καταλαβαίνω. Οι Doors στο γυαλιστερό χαρτί ήταν παρόντες νύχτα μέρα στις συζητήσεις μας. Βάφαμε τα νύχια μας και κόβαμε τα μαλλιά μας όταν είχαμε όρεξη. Ο κόσμος της τελείωνε όταν έπρεπε να πάω σπίτι μου. Στις 7.45 της επομένης μου έλεγε τι μαγείρεψε. Δεν της άρεσε κανένα μάθημα. Κάπου εκεί έμεινε δύο μήνες στο Παίδων, με σπασμένα όλα τα κόκκαλα όταν η μαμά της έχασε τον έλεγχο και έπεσε μέσα σε ένα ποτάμι κοντά στο σπίτι μας. Πριν ξεκινήσει η λέξη ''διπολισμός''. Την ημέρα με τους αστυνομικούς άκουσα αυτή τη λέξη πρώτη φορά. Εκείνη ήξερε ήδη. Μου έκανε αναλύσεις για το τι συμβαίνει στον εγκέφαλο της μαμάς της. Καταλάβαινα. Έπαιρνε τηλέφωνο γιατρούς. Βρήκαμε μαχαίρια στην ντουλάπα. Τα πετάξαμε. Έκλαιγε πολύ. Ήθελε να πονέσει το σώμα της, χάραζε τα χέρια της, με ότι έβρισκε. Μετά σαν να μεγαλώσαμε λίγο. Έφυγαν τα σημάδια απο τα χέρια. Η μαμά ήταν λίγο καλύτερα. Μετά λίγο χειρότερα. Μετά πάλι αστυνομία. Ρουτίνα. Το σχολείο τελείωσε δύσκολα. Ο διπολισμός δεν τελείωσε ποτέ. Το κορίτσι αυτό ξέρει απο ψυχιατρεία, έμαθα κι εγώ, κάναμε μαζί βόλτες στις αυλές τους, ξέρει τι σημαίνει ''εισαγγελική εντολή'', είναι ρουτίνα. Η ηρωίδα μου λοιπόν κατάφερε να είναι 26 χρονών, πανέμορφη, να ζεί κανονικά, να έχει φτάσει λίγο πριν το γάμο και να έχει πει όχι, να έχει πιεί και να έχει γελάσει, να έχει πάει διακοπές, να έχει δουλέψει σκληρά, και να έχει μεγαλώσει άλλα δύο παιδιά, όσο ήταν ακόμα παιδί.
Η ηρωίδα μου που της αρέσει το Head Home και όταν το ακούμε στο αυτοκίνητο κουνάει το κεφάλι της. Δεν μιλάμε πιά για αυτά. Ξέρουμε και οι δύο τι συμβαίνει, χαιρόμαστε που όλοι είναι ακόμα εδώ. Κανείς δεν κάηκε ζωντανός, κανείς δεν αυτοκτόνησε, κανείς δεν σκότωσε. Όλα τα άλλα είναι λεπτομέρειες.
Για την Ηρωίδα μου (με κεφαλαίο) έχει πιά ξημερώσει. Και ήμουν εκεί, το είδα, μαζί της, να μεγαλώνουμε και να τα καταφέρνουμε, με ένα πακέτο τσιγάρα, παιδική αφέλεια, πολλές πληγές, δίπλα δίπλα σε όλα.
.
.
Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2010
Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010
Με ξυπνάει ο Μίκυ Μάους, σηκώνομαι. Πάω στην κουζίνα και η Νταίζη βγάζει την πάστα φλώρα απο το φούρνο. Ο Κύρος Γρανάζης με στέλνει γρήγορα στο μπάνιο να δοκιμάσω μία καινούρια hi-tech οδοντόβουρτσα. Η Μίνι ετοιμάζει τα ρούχα που πρέπει να φορέσω σήμερα.
Μπαίνω στο αυτοκίνητο. Στο φανάρι του Φαλήρου με προσπερνάει ο Λούκυ Λουκ και ανακαλύπτω ότι το σκυλάκι που παραλίγο να πατήσω, το λένε Ιντεφίξ. Μοιάζει λίγο με τον Ζούμπι και καθόλου με τον Ρεξ. Σκέφτομαι αν πρέπει να δοκιμάσω άλλη φαρμακευτική αγωγή, αλλά γιατί? Δεν μου αρέσει έτσι? Στην τάξη με επαναφέρει ο Σκρούτζ ο οποίος με χαστουκίζει για να μην αργήσω πάλι στο γραφείο.
Ο συνάδελφος μου λέγεται Γκορμίτης. Είναι άσχημος και κακός. Πριν λίγο καιρό απέλυσαν τον Action man γιατί δεν πούλαγε πιά. Μία μέρα νομίζω θα έχω ένα αυτόγραφο του Ευγένιου Τριβιζά.
Κάποιος ανεβαίνει τη σκάλα. Ο χήνος είναι (ο Πασχάλης ντε της γιαγιάς Ντακ) και μου φέρνει μπαγκέτα με γαλοπούλα, βρίζοντας με που τρώω το οικογενειακό του δέντρο. Το βράδυ θα πάω στο Κολωνάκι με την Κοκκινοσκουφίτσα (την οποία δεν θα κάνω κόκκινη) η οποία έχει σοβαρή σχέση πλέον με το λύκο και του έχει κάνει τη ζωή μαύρη να την παντρευτεί.
Τα παιδιά των αφεντικών μου είναι ο Χιουι, ο Λιούι και ο Ντιούι και μάλλον συμπαθούν πιό πολύ τον κύριο Γκορμίτη απο μένα. Στο σπίτι της μαμάς μου υπάρχει η Ντόρι η οποία μονίμως με ξεχνάει και εγώ για να την τρομάξω καμιά φορά φέρνω τον Γκάρφιλντ απο το αυτοκίνητο.
Όταν μεγαλώσω θα τα φτιάξω με τον ***Τζακ Σπάροου***, αλλα θα ήθελα να τον λούσω πρώτα. Αν δεν του έχουν πέσει τα μαλλιά μέχρι τότε. Δηλαδή εντάξει και να του έχουν πέσει πάλι θα μου αρέσει. Αλλά θα ήθελα να έχει μείνει κάτι να λούσω. Τώρα τα έχω με τον Άρτσι αλλά αυτή η σχέση δεν μπορεί να προχωρήσει. Είναι ανώριμος.
.
.
Απουσίες : Φέθρυ, μαλάκας Γκαστόνε, Ντόναλντ, Μάτζικα ντε Σπέλ.
Ο Γκούφι έχει συνάχι.
.
.
(ναι, λείπει το αφεντικό μου)
Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2010
meeting

Κάθεται μόνος σε ένα δρύινο γραφείο 16 ώρες τη μέρα. Στρώνει τη γραβάτα του. Πίνει 5 καφέδες και τρώει ελάχιστα. Μου είπε ότι η κρίση είναι εδώ. Του είπα να χαλαρώσει. Μίλησε στο κινητό 3 φορές. Δεν βγαίνει αλλιώς, με κοίταξε απολογητικά. '' Χαλάρωσε βρε ''. Η Αμερική τον πρόδωσε και τώρα κάθεται εδώ. '' Συμβαίνουν αυτά '' τον καθησύχασα. Έχουν ασπρίσει τα μαλλιά του. Λυπάμαι. Ξέρω ότι ήθελε να γίνει γιατρός χωρίς σύνορα. Δεν τον άφησαν. Ξέρω ότι είναι καλός σαξοφωνίστας. Ούτε αυτό τον άφησαν. Ξέρω ότι είναι καλός άνθρωπος. Μα ούτε για αυτό υπάρχουν περιθώρια. Κρύβεται πίσω απο έναν ατσαλάκωτο γιακά και δίνει εντολές, δήθεν αυστηρός. Του μίλησα για ένα ωραίο βιβλίο, του είπα ότι είμαι ερωτευμένη. Γέλασε χαζά. Του είπα ότι συμβαίνει ακόμα αυτό στους ανθρώπους. Ξαναγέλασε. Ξέρω πόσο θα ήθελε να ήταν στη θέση μου. Ξέρω πόσο θα ήθελα να κάνω κάτι για αυτό, να αρχίσει να ζει. Του πρότεινα να αρχίσει να μιλάει με το ρήμα ''αισθάνομαι'' και όχι με το ''πρέπει'' και το ''απαιτώ''. Μου μίλησε για λεφτά, μπόνους, επιχειρηματικά σχέδια. Του είπα να πάει να γαμηθεί γελώντας. '' Και δεν πάω ξανά στην Αμερική'' δήλωσε κατηγορηματικά. Ήθελα να του φτιάξω το κέφι. Αντί για αυτό του έφτιαξα ένα καραβάκι με το μιλιμετρέ χαρτί που είχε μπροστά του. '' Αυτή είναι η λύση ''. Σκάσε και κολύμπα? με ρώτησε. Όχι ρε χαζέ, όπου σε πάει... Κρατήσου γερά απο το κατάρτι και χαλάρωσε. Η τύχη δεν είναι στα χέρια σου. Τα όνειρα των γονιών σου μάλλον δεν θα πραγματοποιηθούν απο ότι φαίνεται, οπότε γιατί δεν βγάζεις αυτή τη θηλιά απο το λαιμό σου να πας για κανένα ποτό? Δεν τον έπεισα. Ποτέ στα 6 χρόνια δεν τον έπεισα για τίποτα. Αλλά τι σημασία έχει. Εκ των υστέρων παραδεχόταν ότι κάποιες φορές έκανε λάθος. Δεν ήταν εγωιστής. Νόμιζε ότι δούλευε πάντα για το καλό όλων. Στεναχωρήθηκα πολύ όταν σκέφτηκα ότι πάντα όταν μιλούσαμε στο τηλέφωνο η φωνή του έβγαινε με δυσκολία. Μου έλεγε ότι κάτι πρέπει να κάνει κι ότι έτσι δεν μπορούσε να ζήσει. Με συμβούλευε να είμαι πάντα εγώ, η ίδια, όπως με ξέρει και να σηκώνω πάντα το τηλέφωνο βρίζοντας τον. Γελούσε με αυτό. Τον παρατήρησα πολύ ώρα. Θλιμμένες κινήσεις. Μύριζε απόγνωση. Ήταν ένα λαμπραντόρ δεμένο με βαριά αλυσίδα σε ένα κλουβί όσο το μέγεθος του. Δυστυχισμένος μα δεν διαμαρτυρόταν. Πιστός σε αυτό που ξεκίνησε και ας τον προδίδει κάθε μέρα.
Φεύγοντας μου είπε ότι την προηγούμενη μέρα έφαγε τσίζκέικ απο ένα ζαχαροπλαστείο.
Και πως ήταν? τον ρώτησα.
'' Για τσιμέντο, ικανοποιητικό. ''
Χαμογέλασα. Μου έκλεισε το μάτι. Έφυγα.
.
.
----Editors - The racing rats----
Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010
Παρασκευές γιορτές

Μέρες που ξημερώνουν αργά, που τα μάτια ανοίγουν χωρίς ξυπνητήρια, που όλα προσανατολίζονται σε σένα. Τα χέρια συνεργάζονται απόλυτα με την καρδιά και έναν άνθρωπο μόνο προσμένουν να γραπώσουν. Είναι οι μέρες αυτές που αδειάζουμε τα βάρη όλου του κόσμου και βρίσκουμε φως, που κρέμομαι απο πάνω σου σαν μωρό, που με σηκώνεις ψηλά να κοιταχτούμε μούρη με μούρη, να τυλίξω τα πόδια μου γύρω σου, να γίνουμε ένα. Σαν να θέλω κι εγώ να τρυπώσω στο λαιμό σου να μου φτιάξω μία φωλιά. Να προσπεράσω δόντια και στόμα και να κρυφτώ σε έναν κόκκινο αδένα σου. Να τον κάνω να πάλλεται ασταμάτητα. Με ένα ρούχο να τυλιχτούμε θέλω και να σου κρατώ το μέτωπο όλη νύχτα. Να λέμε ό ένας στον άλλο ''φοβάμαι'' γιατί ακόμα και την ομορφιά ξέρουμε να φοβόμαστε εμείς. Να σου πω όλα μου τα μυστικά και εσύ να τα κρύψεις στις κλειδώσεις των δακτύλων σου. Τον καρπό σου θέλω για να κοιμάμαι. Και κάτι μαρτυριάρηδες ψίθυρους όταν η νύχτα έχει πιά γεράσει.
.
.
Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2010
Υπάρχει ένα μέρος που δεν ταράζεται με τις φουσκοθαλασσιές, που μένει ακίνητο όταν κλείνει γύρω μου. Υπάρχει ένα μέρος που βρέχει ήλιους, που ανάβει αστέρια, που φτύνει παρατάσεις ζωής στα κενά μου. Κατέχει την έννοια της ευτυχίας και μπορεί να τη δείξει. Υπάρχει ένα μέρος που μπορώ να ζω και να πεθαίνω.
.
.
.
.
Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2010
disease II
Βρισκόταν σε ένα ταξί, έπαιζε νευρικά με τα κλειδιά της. Δεν ήξερε ούτε κι εκείνη αν ήθελε να πάει πάλι εκεί. Κοιτούσε έξω απο το παράθυρο τον κόσμο και έψαχνε ένα τόσο δα σημάδι που θα της επέτρεπε να σταματήσει αυτή την κούρσα και να κατέβει. Μάταια, όλα έδειχναν ότι θα πήγαιναν καλά. Πλήρωσε, βγήκε, περπάτησε, σταμάτησε τέσσερα στενά μακριά απο το σπίτι. Ήθελε να το σκεφτεί κι άλλο, να χαζέψει λίγο στο δρόμο, να καπνίσει ένα τσιγάρο μόνη μιά που σπάνια είχε πιά αυτή την πολυτέλεια. Στην Ιόλη άρεσε η μοναξιά, χωρίς να το παραδέχεται ποτέ. Ήθελε να κλέβει ώρες και να τις περνά μόνη, με δύο ακουστικά σαν σκουλαρίκια χαμένη στους δρόμους της πόλης. Έψαξε την τσάντα της, βρήκε τα κλειδιά και το πακέτο με τα τσιγάρα. Το άναψε και το ρουφούσε αργά, σαν να μην την περίμενε κανείς πουθενά. Έπαιρνε το χρόνο της.
Το πεντάλεπτο πέρασε γρήφορα και βρισκόταν κιόλας μπροστά σε μία ανοιγμένη πόρτα με κάποιον να την κοιτάει πεινασμένα μπροστά της. Πρώτη φορά της φάνηκε άγνωστος. Ένα χέρι την τράβηξε μέσα και άρχισε να τη γδύνει βιαστικά. Της μύρισε βρώμικο σάλιο με αλκοόλ, αηδίασε. Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι εκείνη το είχε διαλέξει αυτό, ότι πράγματικά τον αγαπούσε και ότι όλα τα άσχημα ήταν στο μυαλό της. Τι πάει να πει ''δεν είμαι ερωτευμένη μαζί του?'' ''αφού έχουμε περάσει τόσα μαζί''. Και όσο σκεφτόταν όλα αυτά ένιωσε τριάντατόσα δόντια να καρφώνονται στο μάγουλο της. Ούρλιαξε μα ποιός να την ακούσει, ακόμα και αυτό θεωρήθηκε σεξουαλικό παιχνίδι. Απο το οποίο το μυαλό και η καρδιά της είχαν παραιτηθεί καιρό τώρα. Συνέβαινε περιστασιακά, συνήθως υπό την επήρεια, ικανοποιώντας μονόπλευρες ανάγκες.
Σύρθηκε πάνω στα πλακάκια, έκρυψε τη γύμνια της και έτρεξε στο μπάνιο. Χάιδεψε τρυφερά το μάγουλο της που ήδη άρχιζε να γίνεται μπλε. Δεν ήξερε, δεν ήξερε κανένα όριο, που αρχίζει το σοβαρό και σταματάει το αστείο. Που να το πει, γιατί ένιωσε έτσι, πόσο πονούσε τώρα...
Βρήκε ένα αντιφλεγμονώδες και το κατάπιε, να μην πρηστεί κι άλλο. Δοκίμασε να κάτσει στον καναπέ, να ηρεμήσει, να ανοίξει τηλεόραση, να δώσει πάλι χρόνο, χρόνο να συγχωρέσει, ενώ τα χέρια της δεν συνεργάζονταν και έψαχναν τα ρούχα της. Ούτε κατάλαβε για πότε βρέθηκε ντυμένη, να σκουντουφλάει πάνω σε ένα γυμνό σώμα στο πάτωμα, να το προσπερνά και να βροντάει την πόρτα πίσω της.
Το πεντάλεπτο πέρασε γρήφορα και βρισκόταν κιόλας μπροστά σε μία ανοιγμένη πόρτα με κάποιον να την κοιτάει πεινασμένα μπροστά της. Πρώτη φορά της φάνηκε άγνωστος. Ένα χέρι την τράβηξε μέσα και άρχισε να τη γδύνει βιαστικά. Της μύρισε βρώμικο σάλιο με αλκοόλ, αηδίασε. Προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό της ότι εκείνη το είχε διαλέξει αυτό, ότι πράγματικά τον αγαπούσε και ότι όλα τα άσχημα ήταν στο μυαλό της. Τι πάει να πει ''δεν είμαι ερωτευμένη μαζί του?'' ''αφού έχουμε περάσει τόσα μαζί''. Και όσο σκεφτόταν όλα αυτά ένιωσε τριάντατόσα δόντια να καρφώνονται στο μάγουλο της. Ούρλιαξε μα ποιός να την ακούσει, ακόμα και αυτό θεωρήθηκε σεξουαλικό παιχνίδι. Απο το οποίο το μυαλό και η καρδιά της είχαν παραιτηθεί καιρό τώρα. Συνέβαινε περιστασιακά, συνήθως υπό την επήρεια, ικανοποιώντας μονόπλευρες ανάγκες.
Σύρθηκε πάνω στα πλακάκια, έκρυψε τη γύμνια της και έτρεξε στο μπάνιο. Χάιδεψε τρυφερά το μάγουλο της που ήδη άρχιζε να γίνεται μπλε. Δεν ήξερε, δεν ήξερε κανένα όριο, που αρχίζει το σοβαρό και σταματάει το αστείο. Που να το πει, γιατί ένιωσε έτσι, πόσο πονούσε τώρα...
Βρήκε ένα αντιφλεγμονώδες και το κατάπιε, να μην πρηστεί κι άλλο. Δοκίμασε να κάτσει στον καναπέ, να ηρεμήσει, να ανοίξει τηλεόραση, να δώσει πάλι χρόνο, χρόνο να συγχωρέσει, ενώ τα χέρια της δεν συνεργάζονταν και έψαχναν τα ρούχα της. Ούτε κατάλαβε για πότε βρέθηκε ντυμένη, να σκουντουφλάει πάνω σε ένα γυμνό σώμα στο πάτωμα, να το προσπερνά και να βροντάει την πόρτα πίσω της.
Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2010
Πρώτη Πρώτου.

Πατώντας πάνω στο πλήκτρο '' νέα ανάρτηση '' είχα μία διάθεση εξομολογητική. Ήθελα να γράψω πόσο ωραία πέρασα, πόσο πολύ θα ήθελα να κοιμηθώ μα δεν τα καταφέρνω, να μιλήσω για ένα βιβλίο που διάβασα, για μία υπέροχη μουσική που ακούω άπειρες φορές την ημέρα. Μετά μου πέρασε και είπα να μην πω τίποτα. Να τα κρατήσω όλα κρυφά.
Να τα σκέφτομαι πριν κοιμηθώ δαγκώνοντας τα χείλη μου με αγωνία.
Η χαρά σε παίρνει και σε πάει βόλτα. Σε οδηγεί. Σε ζαλίζει. Σε μαστουρώνει. Στην υπερβολή της σε κάνει καχύποπτο (λάθος τεράστιο). Είναι χαρά μόνο. Τίποτα επικίνδυνο. Μπαίνει, σου τραβάει ένα χαστούκι και αρχίζεις να αναπνέεις. Αρχίζεις να ανησυχείς μη φύγει. Παίρνεις τηλέφωνο να δεις αν είναι ακόμα εκεί. Τσιμπιέσαι. Λες '' δεν μπορεί ''. Κι όμως...
.
.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)