γελοιογραφία του Ν. Καστανάκη
από την εφημερίδα Έθνος της 2ας Νοεμβρίου 1940
Εθνική επέτειος σήμερα, και είναι λογικό να υπάρχει ένα σφίξιμο... Να γιορτάσουμε το ΟΧΙ εμείς, που παραδοθήκαμε σε μια φούχτα τραπεζιτών, και ακόμη συζητάμε αν κάμαμε καλά ή κακά; Να πούμε τους πανηγυρικούς μας και να βγάλουμε στα μπαλκόνια τη σημαία, τη στιγμή που ψηθιρίζουμε κάθε τρεις και λίγο «ε, αφού δεν τα βγάζαμε πέρα μόνοι μας, έπρεπε να έρθουν οι ξένοι να μας συμμαζέψουν...»; Ε, είναι λίγο καταθλιπτικό...
Κι όμως, αν δεν μιλήσουμε για το ΟΧΙ σήμερα, πότε θα μιλήσουμε; Μήπως ήταν κατάλληλη στιγμή να μιλήσουμε προ 10ετίας; Στην χρυσή εποχή του tittytainment; Όταν μας μπουκώνανε τηλεσκουπίδια οι Ιεροκύρηκες του εκφυλισμού; Όταν σβύνανε από τη συνείδησή μας τους κλεφταρματωλούς, τους κοσμοκαλόγερους και τους φτωχοδιάβολους που πολέμαγαν, όργωναν και θαλασσοπνίγονταν σ'αυτό το τόπο για να τους αντικαταστήσουν με άφυλους τραγουδιστες, λοβοτομημένα τσόκαρα και «επιτυχημένους» αεριτζήδες; Όταν μας μπούκωναν ολυμπιάδες και ευρά και Ευρώπες και μούλτι-κούλτι σαπουνόφουσκες;
Όχι. Τότε ήταν η belle epoque του εκσυγχρονιστικού δανειακού θαύματος. Δεν είχε νόημα.
Σήμερα όμως; Ε, αν μιλήσουμε για το ΟΧΙ σήμερα, ίσως και να σηκωθεί καμιά τρίχα. Αρκεί.
Πάντοτε αυτό αρκούσε.
γελοιογραφία ανωνύμου
από την εφημερίδα Έθνος της 13ης Νοεμβρίου 1940
Και επειδή στους πανηγυρικούς δεν τα πάω καλά, θα αρκεστώ να παραθέσω ένα απόσπασμα από την ανοικτή επιστολή «προς τον κύριον Μουσσολίνι» του Γεώργιου Βλάχου (Καθημερινή, 25 Νοεμβρίου 1940):
ΦΕΥΓΕΤΕ. Φεύγετε κατά τρόπον επονείδιστον, λασπωμένοι, αιματωμένοι, με τραύματα είς τα νώτα και τους γλουτούς, χωρίς κράνη, χωρίς πηλίκια, χωρίς πτερά, χωρίς υλικόν. Διατί;
Θα σας είπω, κ. Μουσσολίνι, διατί. Διότι το κράτος σας αυτό, το οποίον μας εθάμβωσεν όλους, δεν είχε το Δίκαιον ως θεμέλια. Διότι το σχολείον που εκτίσατε εστερείτο μαθήματος Ηθικής.
Διότι εις τους πολίτας τους Ιταλούς, εις τας νεολαίας, εις τα παιδιά, δεν εδώσατε έναν ύμνον προς την Πατρίδα, μίαν ζητωκραυγήν εθνικήν. Δεν ανεβήκατε εις ένα πύργον δια να τους ειπήτε: «Να, αυτή είναι η Ιταλία. Αρχίζει από κει και τελειώνει εκεί. Έχετε αυτήν την ιστορίαν, αυτούς τους προγόνους, αυτούς τους τάφους. Μάθετε ότι πρέπει να πέσετε όλοι πριν τους πατήσει εχθρός».
Αλλ' ανεβήκατε εις μίαν σάπιαν καρέκλαν, δια να τους πείτε: «Να, αυτή είναι η Αβησσυνία. Οι κάτοικοί της δεν έχουν ούτε σουγιάν. Πηγαίνετε με τ΄αεροπλάνα σας να τους κάψετε. Αυτή είναι η Αλβανία. Οι άνθρωποί της είναι άοπλοι. Πηγαίνετε να τους κάμετε δούλους». Και έπειτα: «Αυτή είναι η Ελλάς. Έχει οκτώ εκατομμύρια κατοίκων και είμεθα σαράντα οκτώ. Ο οπλισμός της απέναντί μας είναι μηδαμινός. Οι πιλότοι των δήθεν αεροπορικών συγκοινωνιών μας την έχουν μάθει απ'έξω και την έχουν επισημάνει. Θα της κηρύξωμεν τον πόλεμον ξημερώματα, ενώ κοιμάται, έως το μεσημέρι θα έχωμεν ανατινάξει εις τον αέραν τα γεφύρια της, τους λιμένας της, τους κόμβους των συγκοινωνιών της, και το βράδυ, επειδή λείπει το είδος, θα πίνετε εις τας Αθήνας καφέν».
Αλλ' όλα αυτά ήσαν άτιμα, όλα αυτά δεν ημπορούσαν να εμπνεύσουν κανένα, όλα αυτά απέπνεαν αδικίαν, κακοήθειαν, ψεύδος, επιβουλήν του ισχυρού εναντίον του ασθενούς. Όλα αυτά δεν ήτο δυνατόν να γίνουν ούτε Θούριον, ούτε Παιάν, ούτε Σημαία. Ήσαν όλα πτωχαί, άνανδροι, ρυπαραί εντολαί. Δι' αυτό λοιπόν ενικήθητε. Δι' αυτό οι άνθρωποί σας υπεχώρησαν, δι' αυτό φεύγουν. Διότι τους είπατε να ζουν επικινδύνως, αλλά ζήτε σεις και οδηγείτε και διδάσκετε ως δειλός. Διότι ως δειλός εκάψατε την Αβησσυνίαν με υπερίτην. Ως δειλός επετέθητε κατά της Γαλλίας νεκράς, ως δειλός εφθάσατε εις την άοπλον Αλβανίαν, ως δειλός ήλθατε εις τα σύνορά μας με το στιλέτον, εις τας τρεις το πρωί. Οι δειλοί, λοιπόν, όπως εσείς, και οι φαύλοι ουδέποτε οδηγούν εις ανδραγαθήματα τους στρατούς και ουδέποτε ο Δόλος ωδήγησε τους ανθρώπους εις έργα σημαντικά. Δι' αυτό και το Κράτος αυτό, του οποίου εχειροκρότησα και εγώ την ανατολήν, αρχίζει τώρα να δύη υπό τον παγκόσμιον χλευασμόν: Διότι η οικοδομή, κ. Μουσσολίνι, εστερείτο θεμελίων Δικαίου, διότι το Σχολείον που εκτίσατε εστερείτο μαθήματος ηθικής...
Η ελληνική αντεπίθεσης
γελοιογραφία του Σ. Πολενάκη
Πέντε κουβέντες έγραψε ο Βλάχος, απλές και κατανοητές.
Σε άλλο άρθρο, με τίτλο «το πελώριον ΟΧΙ!...» (21 Νοεμβρίου 1940) έγραφε:
Την πρώτην ώραν, όταν δια πρώτην φοράν ηκούσθησαν αι σειρήνες και δεν ήτο γνωστόν αν ήρχισε η επίθεσης, αν προελαύνωμεν ή υποχωρούμεν, ηκούσθη εις ένα υπόγειον αυτή η μεταξύ ανθρώπων του λαού ομιλία:
- Και τι θα γίνει;
- Νικήσαμε.
- Δηλαδή;
- Είπαμε ΟΧΙ.
Δεν χρειάζεται να αναλύσουμε τη χιλιόχρονη παράδοση αντίστασης του έθνους μας, ούτε να φιλοσοφήσουμε τι είναι πατριωτισμός και τι δεν είναι. Για να βγάλουμε συμπεράσματα και να πάρουμε παραδείγματα για το σήμερα, ας αναλογιστούμε μόνον τούτο, ότι ένας πόλεμος που χάσαμε, που είχαμε τέσσερα χρόνια κατοχής, πείνας, καταστροφής και 400.000 νεκρούς, εμείς τον κάναμε εθνική επέτειο, ισάξια με το '21. Και, σε αντίθεση με όλη την Ευρώπη, αντί να γιορτάζουμε τη μέρα που τελείωσε ο πόλεμος, εμείς, μόνοι, γιορτάζουμε τη μέρα που ξεκίνησε...
Θάρρος!
γελοιογραφία της ρωσικής ομάδας Κουκρινίκσι (Μ. Κουπριάνοφ, Π. Κρίλοφ, Ν. Σοκόλοφ) του 1941
από την εφημερίδα Έθνος της 2ας Νοεμβρίου 1940
Εθνική επέτειος σήμερα, και είναι λογικό να υπάρχει ένα σφίξιμο... Να γιορτάσουμε το ΟΧΙ εμείς, που παραδοθήκαμε σε μια φούχτα τραπεζιτών, και ακόμη συζητάμε αν κάμαμε καλά ή κακά; Να πούμε τους πανηγυρικούς μας και να βγάλουμε στα μπαλκόνια τη σημαία, τη στιγμή που ψηθιρίζουμε κάθε τρεις και λίγο «ε, αφού δεν τα βγάζαμε πέρα μόνοι μας, έπρεπε να έρθουν οι ξένοι να μας συμμαζέψουν...»; Ε, είναι λίγο καταθλιπτικό...
Κι όμως, αν δεν μιλήσουμε για το ΟΧΙ σήμερα, πότε θα μιλήσουμε; Μήπως ήταν κατάλληλη στιγμή να μιλήσουμε προ 10ετίας; Στην χρυσή εποχή του tittytainment; Όταν μας μπουκώνανε τηλεσκουπίδια οι Ιεροκύρηκες του εκφυλισμού; Όταν σβύνανε από τη συνείδησή μας τους κλεφταρματωλούς, τους κοσμοκαλόγερους και τους φτωχοδιάβολους που πολέμαγαν, όργωναν και θαλασσοπνίγονταν σ'αυτό το τόπο για να τους αντικαταστήσουν με άφυλους τραγουδιστες, λοβοτομημένα τσόκαρα και «επιτυχημένους» αεριτζήδες; Όταν μας μπούκωναν ολυμπιάδες και ευρά και Ευρώπες και μούλτι-κούλτι σαπουνόφουσκες;
Όχι. Τότε ήταν η belle epoque του εκσυγχρονιστικού δανειακού θαύματος. Δεν είχε νόημα.
Σήμερα όμως; Ε, αν μιλήσουμε για το ΟΧΙ σήμερα, ίσως και να σηκωθεί καμιά τρίχα. Αρκεί.
Πάντοτε αυτό αρκούσε.
γελοιογραφία ανωνύμου
από την εφημερίδα Έθνος της 13ης Νοεμβρίου 1940
Και επειδή στους πανηγυρικούς δεν τα πάω καλά, θα αρκεστώ να παραθέσω ένα απόσπασμα από την ανοικτή επιστολή «προς τον κύριον Μουσσολίνι» του Γεώργιου Βλάχου (Καθημερινή, 25 Νοεμβρίου 1940):
ΦΕΥΓΕΤΕ. Φεύγετε κατά τρόπον επονείδιστον, λασπωμένοι, αιματωμένοι, με τραύματα είς τα νώτα και τους γλουτούς, χωρίς κράνη, χωρίς πηλίκια, χωρίς πτερά, χωρίς υλικόν. Διατί;
Θα σας είπω, κ. Μουσσολίνι, διατί. Διότι το κράτος σας αυτό, το οποίον μας εθάμβωσεν όλους, δεν είχε το Δίκαιον ως θεμέλια. Διότι το σχολείον που εκτίσατε εστερείτο μαθήματος Ηθικής.
Διότι εις τους πολίτας τους Ιταλούς, εις τας νεολαίας, εις τα παιδιά, δεν εδώσατε έναν ύμνον προς την Πατρίδα, μίαν ζητωκραυγήν εθνικήν. Δεν ανεβήκατε εις ένα πύργον δια να τους ειπήτε: «Να, αυτή είναι η Ιταλία. Αρχίζει από κει και τελειώνει εκεί. Έχετε αυτήν την ιστορίαν, αυτούς τους προγόνους, αυτούς τους τάφους. Μάθετε ότι πρέπει να πέσετε όλοι πριν τους πατήσει εχθρός».
Αλλ' ανεβήκατε εις μίαν σάπιαν καρέκλαν, δια να τους πείτε: «Να, αυτή είναι η Αβησσυνία. Οι κάτοικοί της δεν έχουν ούτε σουγιάν. Πηγαίνετε με τ΄αεροπλάνα σας να τους κάψετε. Αυτή είναι η Αλβανία. Οι άνθρωποί της είναι άοπλοι. Πηγαίνετε να τους κάμετε δούλους». Και έπειτα: «Αυτή είναι η Ελλάς. Έχει οκτώ εκατομμύρια κατοίκων και είμεθα σαράντα οκτώ. Ο οπλισμός της απέναντί μας είναι μηδαμινός. Οι πιλότοι των δήθεν αεροπορικών συγκοινωνιών μας την έχουν μάθει απ'έξω και την έχουν επισημάνει. Θα της κηρύξωμεν τον πόλεμον ξημερώματα, ενώ κοιμάται, έως το μεσημέρι θα έχωμεν ανατινάξει εις τον αέραν τα γεφύρια της, τους λιμένας της, τους κόμβους των συγκοινωνιών της, και το βράδυ, επειδή λείπει το είδος, θα πίνετε εις τας Αθήνας καφέν».
Αλλ' όλα αυτά ήσαν άτιμα, όλα αυτά δεν ημπορούσαν να εμπνεύσουν κανένα, όλα αυτά απέπνεαν αδικίαν, κακοήθειαν, ψεύδος, επιβουλήν του ισχυρού εναντίον του ασθενούς. Όλα αυτά δεν ήτο δυνατόν να γίνουν ούτε Θούριον, ούτε Παιάν, ούτε Σημαία. Ήσαν όλα πτωχαί, άνανδροι, ρυπαραί εντολαί. Δι' αυτό λοιπόν ενικήθητε. Δι' αυτό οι άνθρωποί σας υπεχώρησαν, δι' αυτό φεύγουν. Διότι τους είπατε να ζουν επικινδύνως, αλλά ζήτε σεις και οδηγείτε και διδάσκετε ως δειλός. Διότι ως δειλός εκάψατε την Αβησσυνίαν με υπερίτην. Ως δειλός επετέθητε κατά της Γαλλίας νεκράς, ως δειλός εφθάσατε εις την άοπλον Αλβανίαν, ως δειλός ήλθατε εις τα σύνορά μας με το στιλέτον, εις τας τρεις το πρωί. Οι δειλοί, λοιπόν, όπως εσείς, και οι φαύλοι ουδέποτε οδηγούν εις ανδραγαθήματα τους στρατούς και ουδέποτε ο Δόλος ωδήγησε τους ανθρώπους εις έργα σημαντικά. Δι' αυτό και το Κράτος αυτό, του οποίου εχειροκρότησα και εγώ την ανατολήν, αρχίζει τώρα να δύη υπό τον παγκόσμιον χλευασμόν: Διότι η οικοδομή, κ. Μουσσολίνι, εστερείτο θεμελίων Δικαίου, διότι το Σχολείον που εκτίσατε εστερείτο μαθήματος ηθικής...
Η ελληνική αντεπίθεσης
γελοιογραφία του Σ. Πολενάκη
Πέντε κουβέντες έγραψε ο Βλάχος, απλές και κατανοητές.
Σε άλλο άρθρο, με τίτλο «το πελώριον ΟΧΙ!...» (21 Νοεμβρίου 1940) έγραφε:
Την πρώτην ώραν, όταν δια πρώτην φοράν ηκούσθησαν αι σειρήνες και δεν ήτο γνωστόν αν ήρχισε η επίθεσης, αν προελαύνωμεν ή υποχωρούμεν, ηκούσθη εις ένα υπόγειον αυτή η μεταξύ ανθρώπων του λαού ομιλία:
- Και τι θα γίνει;
- Νικήσαμε.
- Δηλαδή;
- Είπαμε ΟΧΙ.
Δεν χρειάζεται να αναλύσουμε τη χιλιόχρονη παράδοση αντίστασης του έθνους μας, ούτε να φιλοσοφήσουμε τι είναι πατριωτισμός και τι δεν είναι. Για να βγάλουμε συμπεράσματα και να πάρουμε παραδείγματα για το σήμερα, ας αναλογιστούμε μόνον τούτο, ότι ένας πόλεμος που χάσαμε, που είχαμε τέσσερα χρόνια κατοχής, πείνας, καταστροφής και 400.000 νεκρούς, εμείς τον κάναμε εθνική επέτειο, ισάξια με το '21. Και, σε αντίθεση με όλη την Ευρώπη, αντί να γιορτάζουμε τη μέρα που τελείωσε ο πόλεμος, εμείς, μόνοι, γιορτάζουμε τη μέρα που ξεκίνησε...
Θάρρος!
γελοιογραφία της ρωσικής ομάδας Κουκρινίκσι (Μ. Κουπριάνοφ, Π. Κρίλοφ, Ν. Σοκόλοφ) του 1941