Το Παγοθραυστικό
Ηταν βαρύς εκείνος ο χειμώνας.
Η νύχτα έπεφτε νωρίς και οι γειτονιές άδειαζαν γρήγορα απ΄τις φωνές των παιδιών.
Απ'το σούρουπο οι μανάδες έβγαινα στις πόρτες κι άρχιζαν τις φωνές..
Νίκοοοοο!......Γιάννηη...Ελάτε μέσα πια ...νύχτωσε ....
Ενα-ένα τα παιδιά έπαιρναν το δρόμο για το σπίτι.
Τότε δεν είχες να κάνεις και πολλά πράγματα τα βράδυα του χειμώνα .
Τηλεόραση δεν υπήρχε για να μαζέψει την οικογένεια γύρω της .
Ο πατέρας άνοιγε το ράδιο για ν'ακούσει τα νέα, η μάννα μαγείρευε ,η γιαγιά έπλεκε ή μαντάριζε τις κάλτσες του παππού κι η αδελφή ή έλειπε στ'αγγλικά ή διάβαζε.
Ελεγα τα μαθήματα στον παππού για να σιγουρευτεί πως ήμουν διαβασμένη για την επόμενη μέρα .κι ετοίμαζα την τσάντα μου για το σχολείο
Μετά το βραδυνό όλοι μαζευόνταν γύρω απ'τη σόμπα, μέχρι νάρθει η ώρα να πάνε
για ύπνο.
Ηταν μια μεγάλη γερμανική ξυλόσομπα ,που την ταίζαμε συνέχεια με μικρά κούτσουρα ή κάρβουνα .
Μαζευονταν λοιπόν όλοι γύρω απ'τη σόμπα ,ψήνανε κάστανα ή έβραζαν τσάι ,
χάζευαν τις φλόγες στο μαυρισμένο της τζάμι κι έλεγαν ιστορίες.
Της πιό ωραίες της έλεγε ο παππούς.
Είχε έναν ιδιαίτερο και χαρισματικό τρόπο να διηγείται τις ιστορίες του.
Γράμματα δεν ήξερε πολλά ,μόλις το σχολαρχείο είχε τελειώσει,μα ήξερε τόσα πολλά για το μικρό μου το μυαλό.
Μου είχε φτιάξει ένα μικρό ξύλινο σκαμνάκι ,που κάθε βράδυ το στηνα εκεί στην σόμπα ,
Μου είχε φτιάξει ένα μικρό ξύλινο σκαμνάκι ,που κάθε βράδυ το στηνα εκεί στην σόμπα ,
δίπλα στα γόνατά του και κρεμόμουν απ'τα χείλη του ν'ακούσω την νέα ιστορία.
Ελεγε διάφορα .Από τα παιδικά του χρόνια στο χωριό ,για νεράιδες κι αερικά ,ιστορίες από τον πόλεμο στο Σαγγάριο και το Εσκί Σεχίρ ,ιστορίες από την εποχή που ήταν καπετάνιος στο παγοθραυστικό.
Ελεγε διάφορα .Από τα παιδικά του χρόνια στο χωριό ,για νεράιδες κι αερικά ,ιστορίες από τον πόλεμο στο Σαγγάριο και το Εσκί Σεχίρ ,ιστορίες από την εποχή που ήταν καπετάνιος στο παγοθραυστικό.
Αυτές οι τελευταίες ήταν κι οι αγαπημένες μου.
Μου 'λεγε λοιπόν για τις περιπέτειες που έζησε εκεί στο Βόρειο Πόλο
Ηταν καπετάνιος λέει σ'ενα παγοθραυστικό ,ένα μεγάλο καράβι που γύριζε στις θάλασσες του Βόρειου Πόλου .Δουλειά του ήταν να ανοίγει δρόμους μέσα στους πάγους ,για να ταξιδεύουν ελεύθερα τ'άλλα καράβια.
Δύσκολη κι επικίνδυνη δουλειά
Μα ο παππούς την ήξερε καλά.
Το καράβι του ήταν μεγάλο.Μ' ' άλμπουρα κι αντένες Καταστρώματα κι αμπάρια.
Γέφυρες και τιμονιέρες .
Κι είχε πλήρωμα πολύ.
Ναύτες ,λοστρόμους ,μαρκόνηδες και θερμαστές.Ολοι στις διαταγές του.
Κι είχε περιπέτειες πολλές στα ταξίδια του .
Οπως τότε ,που 'μεινε κολλημένο το καράβι στους μεγάλους πάγους .
Πέντε μέρες κάνανε να τους σπάσουν .
Μα στο τέλος ο καπετάνιος τα κατάφερε κι ο δρόμος μέσ'στη θάλασσα άνοιξε σαν ποτάμι .
Και τότε που πέσανε στη μεγάλη χιονοθύελλα.
Είχε τρικυμία φοβερή.Ενα απέραντο λευκό πέπλο παντού .Σ'ουρανό και θάλασσα.Θύελλα μαζί και χιόνι.Τεράστια κύματα σκέπαζαν την κουβέρτα κι ο παππούς στην τιμονιέρα.
Απλωσε τους χάρτες ,άνοιξε τα τηλεσκόπια,άναψε τα φανάρια.
Το καράβι σκέτο καρυδότσουφλο μιά ανάμεσα στα θεόρατα κύματα, μια ανάμεσα στα τεράστια παγόβουνα.
Οι ναύτες κλαίγανε ,θυμήθηκαν την μάννα τους , προσεύχονταν στην
Παναγιά.
Τους βλαστήμησε άγρια που λιγοψύχησαν , έκανε τον σταυρό του κι έπιασε το τιμόνι.Κράτησε τη ρότα μέσα στη θύελλα ,ανάμεσα στα παγόβουνα.
Οι ναύτες κλαίγανε ,θυμήθηκαν την μάννα τους , προσεύχονταν στην
Παναγιά.
Τους βλαστήμησε άγρια που λιγοψύχησαν , έκανε τον σταυρό του κι έπιασε το τιμόνι.Κράτησε τη ρότα μέσα στη θύελλα ,ανάμεσα στα παγόβουνα.
Η Παναγία βόηθησε κι έπιασαν λιμάνι.
Εστειλε τηλεγράφημα στη μάννα του .
Ν'αναψει κερί στην Παναγία την Ελεήστρια.
Μα η πιό μεγάλη περιπέτεια ήταν τότε που αποφάσισε ν'αφήσει το παγοθραυστικό και τα καράβια.
Ηταν στην μέση του ωκεανού .Μέρες τώρα είχαν πρόβλημα στις μηχανές.
Ποτε δούλευαν ,ποτε όχι.Οι μηχανικοί ξημεροβραδυάζονταν στ'αμπάρια και τα μηχανοστάσια
Η ζημιά μεγάλη .Δεν ήξεραν αν θα καταφέρουν να φτάσουν στο λιμάνι.
Πάγοι και παγόβουνα παντού ,ο καιρός κακός.
Ο καπετάνιος πότε στις μηχανές, πότε στον ασύρματο,πότε στο τιμόνι.
Τρεις μέρες είχε να κοιμηθεί
Μέσα σ'όλα τον ζητάει κι ο μαρκόνης .
Χάλασε ο ασύρματος του λέει.Δεν μπορώ να στείλω σήμα.
Η πιό δύσκολη στιγμή στη ζωή του.
Καπετάνιος σ'ενα πλοίο με νεκρές τις μηχανές ,μέσα στη θύελλα και στα παγόβουνα, χωρίς ασύρματο κι είκοσι ζωές στα χέρια του.
Ο καιρός έσερνε το καράβι. Τεράστια παγόβουνα πλησίαζαν απειλητικά.
Περικυκλωμένοι σ'εναν λευκό εφιάλτη.
Απλωσε το χέρι στο μέρος της καρδιάς.
Ενοιωσε το μικρό φυλαχτό ,που του ' δώσε η μάννα του όταν έφυγε..
Κι έκανε το μεγάλο τάμα.
Οι άντρες πάλεψαν ,η τύχη βόηθησε ή κι η Παναγιά και την τελευταία στιγμή πήραν μπρος οι μηχανές.
Το τιμόνι υπάκουσε στα χέρια του καπετάνιου.
Ο λευκός κλοιός έσπασε ,τα εφιαλτικά παγόβουνα έφυγαν μακριά.
Εφερε το πλοίο στο λιμάνι και γύρισε για πάντα στο χωριό του.
Πέρασαν κάποια χρόνια.Είχα μεγαλώσει πια για να μου λέει ιστορίες.
Ομως το φερε η κουβέντα και του ζήτησα να μου ξαναδιηγηθεί την τελευταία του περιπέτεια στο παγοθραυστικό .
-Ποιό παγοθραυστικό ,με ρώτησε απορημένος
-Αυτό ,που ήσουν καπετάνιος ...ξέχασες βρε παππού?
Γέλασε πονηρά κάτω απ'τα λευκά μουστάκια του.
Απλωσε το χέρι και με χάιδεψε
-Ακόμα το πιστεύεις βρε κουτό? Παραμύθια ήταν .
Μου πήρε κάμποσο καιρό για να τον συγχωρέσω και όταν πια έφυγε η απογοήτευση έμεινε η απορία .
Ενας απλός ,αγράμματος γεωργός πως ήξερε τόσο πολλά για τα παγοθραυστικα?
Η πιό δύσκολη στιγμή στη ζωή του.
Καπετάνιος σ'ενα πλοίο με νεκρές τις μηχανές ,μέσα στη θύελλα και στα παγόβουνα, χωρίς ασύρματο κι είκοσι ζωές στα χέρια του.
Ο καιρός έσερνε το καράβι. Τεράστια παγόβουνα πλησίαζαν απειλητικά.
Περικυκλωμένοι σ'εναν λευκό εφιάλτη.
Απλωσε το χέρι στο μέρος της καρδιάς.
Ενοιωσε το μικρό φυλαχτό ,που του ' δώσε η μάννα του όταν έφυγε..
Κι έκανε το μεγάλο τάμα.
Οι άντρες πάλεψαν ,η τύχη βόηθησε ή κι η Παναγιά και την τελευταία στιγμή πήραν μπρος οι μηχανές.
Το τιμόνι υπάκουσε στα χέρια του καπετάνιου.
Ο λευκός κλοιός έσπασε ,τα εφιαλτικά παγόβουνα έφυγαν μακριά.
Εφερε το πλοίο στο λιμάνι και γύρισε για πάντα στο χωριό του.
Πέρασαν κάποια χρόνια.Είχα μεγαλώσει πια για να μου λέει ιστορίες.
Ομως το φερε η κουβέντα και του ζήτησα να μου ξαναδιηγηθεί την τελευταία του περιπέτεια στο παγοθραυστικό .
-Ποιό παγοθραυστικό ,με ρώτησε απορημένος
-Αυτό ,που ήσουν καπετάνιος ...ξέχασες βρε παππού?
Γέλασε πονηρά κάτω απ'τα λευκά μουστάκια του.
Απλωσε το χέρι και με χάιδεψε
-Ακόμα το πιστεύεις βρε κουτό? Παραμύθια ήταν .
Παραμύθια για να περνάνε τα βράδια του χειμώνα.
Μου πήρε κάμποσο καιρό για να τον συγχωρέσω και όταν πια έφυγε η απογοήτευση έμεινε η απορία .
Ενας απλός ,αγράμματος γεωργός πως ήξερε τόσο πολλά για τα παγοθραυστικα?