Πέμπτη, Απριλίου 26, 2007

Το Παγοθραυστικό




Ηταν βαρύς εκείνος ο χειμώνας.
Η νύχτα έπεφτε νωρίς και οι γειτονιές άδειαζαν γρήγορα απ΄τις φωνές των παιδιών.
Απ'το σούρουπο οι μανάδες έβγαινα στις πόρτες κι άρχιζαν τις φωνές..
Νίκοοοοο!......Γιάννηη...Ελάτε μέσα πια ...νύχτωσε ....
Ενα-ένα τα παιδιά έπαιρναν το δρόμο για το σπίτι.
Τότε δεν είχες να κάνεις και πολλά πράγματα τα βράδυα του χειμώνα .
Τηλεόραση δεν υπήρχε για να μαζέψει την οικογένεια γύρω της .
Ο πατέρας άνοιγε το ράδιο για ν'ακούσει τα νέα, η μάννα μαγείρευε ,η γιαγιά έπλεκε ή μαντάριζε τις κάλτσες του παππού κι η αδελφή ή έλειπε στ'αγγλικά ή διάβαζε.
Ελεγα τα μαθήματα στον παππού για να σιγουρευτεί πως ήμουν διαβασμένη για την επόμενη μέρα .κι ετοίμαζα την τσάντα μου για το σχολείο
Μετά το βραδυνό όλοι μαζευόνταν γύρω απ'τη σόμπα, μέχρι νάρθει η ώρα να πάνε
για ύπνο.
Ηταν μια μεγάλη γερμανική ξυλόσομπα ,που την ταίζαμε συνέχεια με μικρά κούτσουρα ή κάρβουνα .
Μαζευονταν λοιπόν όλοι γύρω απ'τη σόμπα ,ψήνανε κάστανα ή έβραζαν τσάι ,
χάζευαν τις φλόγες στο μαυρισμένο της τζάμι κι έλεγαν ιστορίες.
Της πιό ωραίες της έλεγε ο παππούς.
Είχε έναν ιδιαίτερο και χαρισματικό τρόπο να διηγείται τις ιστορίες του.
Γράμματα δεν ήξερε πολλά ,μόλις το σχολαρχείο είχε τελειώσει,μα ήξερε τόσα πολλά για το μικρό μου το μυαλό.
Μου είχε φτιάξει ένα μικρό ξύλινο σκαμνάκι ,που κάθε βράδυ το στηνα εκεί στην σόμπα ,
δίπλα στα γόνατά του και κρεμόμουν απ'τα χείλη του ν'ακούσω την νέα ιστορία.
Ελεγε διάφορα .Από τα παιδικά του χρόνια στο χωριό ,για νεράιδες κι αερικά ,ιστορίες από τον πόλεμο στο Σαγγάριο και το Εσκί Σεχίρ ,ιστορίες από την εποχή που ήταν καπετάνιος στο παγοθραυστικό.



Αυτές οι τελευταίες ήταν κι οι αγαπημένες μου.
Μου 'λεγε λοιπόν για τις περιπέτειες που έζησε εκεί στο Βόρειο Πόλο
Ηταν καπετάνιος λέει σ'ενα παγοθραυστικό ,ένα μεγάλο καράβι που γύριζε στις θάλασσες του Βόρειου Πόλου .Δουλειά του ήταν να ανοίγει δρόμους μέσα στους πάγους ,για να ταξιδεύουν ελεύθερα τ'άλλα καράβια.
Δύσκολη κι επικίνδυνη δουλειά
Μα ο παππούς την ήξερε καλά.
Το καράβι του ήταν μεγάλο.Μ' ' άλμπουρα κι αντένες Καταστρώματα κι αμπάρια.
Γέφυρες και τιμονιέρες .
Κι είχε πλήρωμα πολύ.
Ναύτες ,λοστρόμους ,μαρκόνηδες και θερμαστές.Ολοι στις διαταγές του.
Κι είχε περιπέτειες πολλές στα ταξίδια του .
Οπως τότε ,που 'μεινε κολλημένο το καράβι στους μεγάλους πάγους .
Πέντε μέρες κάνανε να τους σπάσουν .
Μα στο τέλος ο καπετάνιος τα κατάφερε κι ο δρόμος μέσ'στη θάλασσα άνοιξε σαν ποτάμι .




Και τότε που πέσανε στη μεγάλη χιονοθύελλα.
Είχε τρικυμία φοβερή.Ενα απέραντο λευκό πέπλο παντού .Σ'ουρανό και θάλασσα.Θύελλα μαζί και χιόνι.Τεράστια κύματα σκέπαζαν την κουβέρτα κι ο παππούς στην τιμονιέρα.
Απλωσε τους χάρτες ,άνοιξε τα τηλεσκόπια,άναψε τα φανάρια.
Το καράβι σκέτο καρυδότσουφλο μιά ανάμεσα στα θεόρατα κύματα, μια ανάμεσα στα τεράστια παγόβουνα.
Οι ναύτες κλαίγανε ,θυμήθηκαν την μάννα τους , προσεύχονταν στην
Παναγιά.
Τους βλαστήμησε άγρια που λιγοψύχησαν , έκανε τον σταυρό του κι έπιασε το τιμόνι.Κράτησε τη ρότα μέσα στη θύελλα ,ανάμεσα στα παγόβουνα.
Η Παναγία βόηθησε κι έπιασαν λιμάνι.
Εστειλε τηλεγράφημα στη μάννα του .
Ν'αναψει κερί στην Παναγία την Ελεήστρια.




Μα η πιό μεγάλη περιπέτεια ήταν τότε που αποφάσισε ν'αφήσει το παγοθραυστικό και τα καράβια.
Ηταν στην μέση του ωκεανού .Μέρες τώρα είχαν πρόβλημα στις μηχανές.
Ποτε δούλευαν ,ποτε όχι.Οι μηχανικοί ξημεροβραδυάζονταν στ'αμπάρια και τα μηχανοστάσια
Η ζημιά μεγάλη .Δεν ήξεραν αν θα καταφέρουν να φτάσουν στο λιμάνι.
Πάγοι και παγόβουνα παντού ,ο καιρός κακός.
Ο καπετάνιος πότε στις μηχανές, πότε στον ασύρματο,πότε στο τιμόνι.
Τρεις μέρες είχε να κοιμηθεί
Μέσα σ'όλα τον ζητάει κι ο μαρκόνης .

Χάλασε ο ασύρματος του λέει.Δεν μπορώ να στείλω σήμα.
Η πιό δύσκολη στιγμή στη ζωή του.
Καπετάνιος σ'ενα πλοίο με νεκρές τις μηχανές ,μέσα στη θύελλα και στα παγόβουνα, χωρίς ασύρματο κι είκοσι ζωές στα χέρια του.
Ο καιρός έσερνε το καράβι. Τεράστια παγόβουνα πλησίαζαν απειλητικά.
Περικυκλωμένοι σ'εναν λευκό εφιάλτη.
Απλωσε το χέρι στο μέρος της καρδιάς.
Ενοιωσε το μικρό φυλαχτό ,που του ' δώσε η μάννα του όταν έφυγε..
Κι έκανε το μεγάλο τάμα.





Οι άντρες πάλεψαν ,η τύχη βόηθησε ή κι η Παναγιά και την τελευταία στιγμή πήραν μπρος οι μηχανές.
Το τιμόνι υπάκουσε στα χέρια του καπετάνιου.
Ο λευκός κλοιός έσπασε ,τα εφιαλτικά παγόβουνα έφυγαν μακριά.
Εφερε το πλοίο στο λιμάνι και γύρισε για πάντα στο χωριό του.

Πέρασαν κάποια χρόνια.
Είχα μεγαλώσει πια για να μου λέει ιστορίες.
Ομως το φερε η κουβέντα και του ζήτησα να μου ξαναδιηγηθεί την τελευταία του περιπέτεια στο παγοθραυστικό .
-Ποιό παγοθραυστικό ,με ρώτησε απορημένος
-Αυτό ,που ήσουν καπετάνιος ...ξέχασες βρε παππού?
Γέλασε πονηρά κάτω απ'τα λευκά μουστάκια του.
Απλωσε το χέρι και με χάιδεψε
-Ακόμα το πιστεύεις βρε κουτό? Παραμύθια ήταν .
Παραμύθια για να περνάνε τα βράδια του χειμώνα.

Μου πήρε κάμποσο καιρό για να τον συγχωρέσω και όταν πια έφυγε η απογοήτευση έμεινε η απορία .
Ενας απλός ,αγράμματος γεωργός πως ήξερε τόσο πολλά για τα παγοθραυστικα?

Σάββατο, Απριλίου 21, 2007

Δικτατορία βρε βλάκα ...δικτατορία! (χωρίς δεύτερο κάππα)


Εκείνο το πρωί ξύπνησα απ'τη φασαρία .
Πολλές ομιλίες κι αναστάτωση στο σπίτι.
Ηταν Απρίλης κι ήμουν παιδί.
Το τρανζίστορ έπαιζε δυνατά στην κουζίνα.
Στρατιωτικά εμβατήρια.Σαν αυτά που έπαιζαν στις παρελάσεις.
Ο παππούς κι αδελφή μου στο μπαλκόνι μίλαγαν με τους γειτόνους .

Αλλοι κρεμασμένοι στα μπαλκόνια κι άλλοι στις αυλές.μίλαγαν όλοι μαζί ,
αναστατωμένοι για κάτι που δεν καταλάβαινα.
Περίεργη εικόνα πρωί-πρωί.
Φώναξα τον παππού να μου φτιάξει το πρωινό .
Η αδελφή μου μ'έσπρωξε βιαστικά μέσα και μου 'πε τρομαγμένη.
-Τι γάλα ζητάς εσύ ? ..Δεν βλέπεις τι έγινε?
-Τί έγινε? ρώτησα μουτρωμένη απ'την περίεργη συμπεριφορά της.
-Δικτατορία βρε βλάκα ...δικτατορία!
-Και τι μας νοιάζει εμάς ...Τι είναι αυτή η δικτακτορία?
-Δικτατορία την λένε ...χωρίς το δεύτερο κάππα .
Πέρασε καιρός μέχρι να μάθω να την λέω σωστά.

Είναι που κάθησαν κι εφτά ολόκληρα χρόνια βλέπεις.
Και στο μεταξύ μεγάλωσα ...κι έμαθα τι είναι και πως την λένε.
Αποφάσισα να φτιάξω το γάλα μόνη μου και δυνάμωσα την ένταση στο τρανζίστορ.
Αρχισα να το πίνω βαριεστημένα. Ούτε τραγούδια ,ούτε “θεία Λένα” σήμερα.
Ξαφνικά εισβάλει στο σπίτι η θεία ,αδελφή του πατέρα μου ,μαζί με τις ξαδέλφες.
Η θεία έκλαιγε, ο παππούς κάτι την ρώταγε αναστατωμένος ,κάπνιζε και ξεφυσούσε περπατώντας πάνω κάτω .
Η αδελφή μου,αρκετά χρόνια μεγαλύτερή μου,κλείστηκε στο δωμάτιό της με την μεγάλη ξαδέλφη μας .Ηταν συνομίληκες βλέπεις κι έκαναν παρέα.
Εγώ είχα την ίδια ηλικία με την μικρότερη και την είχα περισσότερο σαν αδελφή.

Πήγαμε να μπούμε στο δωμάτιο να μάθουμε τι συμβαίνει.
Μας έδιωξαν κακείν κακώς .Κάτι σιγομουρμούριζαν τρομαγμένες
Οπως πολύ αργότερα έμαθα ,μόλις πριν λίγο καιρό είχαν γραφτεί στην Νεολαία Λαμπράκη κι έτρεμαν μην έρθουν και τις πιάσουν.
Η θεία συνέχιζε να κλαίει στην κουζίνα.
-Και που είναι τώρα ? ρώτησε ο παππούς
-Δεν ξέρω πατέρα...δεν ξέρω ...είπε πάει να κρυφτεί...δεν μου είπε που ...
έλεγε η θεία ανάμεσα στ'αναφιλλητά της.
Πάει να κρυφτεί?...ποιός πάει να κρυφτει?...και γιατί πάει να κρυφτεί.. ?
Αρχισα τώρα να τρομάζω κι εγώ
-Ο μπαμπάς μου ...πάει κάπου να κρυφτεί ..να μην τον πιάσουν ,μου εξήγησε η μικρή ξαδέλφη.
-Γιατί να τον πιάσουν ...τι έκανε ..ρώτησα όλο απορία.
-Ξέρω κι γω..τίποτα !!
Η ανησυχία μου μεγάλωνε όσο έβλεπα τον παππού να καπνίζει το'να τσιγάρο πάνω στ'άλλο.
Μα τι συμβαίνει.?Αυτός το 'χε κόψει μετά το επεισόδιο γαστρορραγίας .Μόνο κανα μισαδάκι ,όπως μου λεγε ,κάπνιζε κρυφά στο μπάνιο ,όταν έλειπε ο μπαμπάς και η μαμά στην δουλειά.
Τον είχα τσακώσει να καπνίζει κρυφά κι ήταν αυτό το μυστικό μας.
Και τώρα κάπνιζε φανερά και μάλιστα το ένα πίσω απ'τ'αλλο.
-Που να΄ναι κι εκείνα τα παιδιά? έλεγε για τους γονείς μου.
Εφυγαν νωρίς για την δουλειά και δεν ήξεραν τίποτα Αραγε θα κατάφεραν να φτάσουν ?Και πως θα γυρίσουν?
Ολο το πρωινό μου κέφι είχε πάει περίπατο και τώρα μ'είχαν ζώσει κι εμένα τα φίδια.
Για την μαμά...για τον μπαμπά ...για τον θείο.
Στο σπίτι και στις οικογενειακές συγκεντρώσεις γίνονταν πολιτικές συζητήσεις
Ηξερα ας πούμε για κάποιες εκλογές που ψήφισαν και τα δέντρα,(δεν είχα τότε καταλάβει πως. έγινε αυτό ..) για συλαλλητήρια και επεισόδια που γίνονταν στο κέντρο της Αθήνας ,για κάποιον Γερο-Παπατζή ,κάποιον Λαμπράκη.,κάποιες πορείες ειρήνης που γίνονταν από τον Μαραθώνα ως την Αθήνα
Για τον θείο,που τον απέλυαν συνέχεια απ'όλες τις δουλειές .
Και τα τραγούδια κάποιου “Θοδωράκη “που λέγαμε στα οικογενειακά γλέντια.
Καποια τα ήξερα και να τα τραγουδούσα μαζί τους.
Πότε θα κάνει ξαστεριά....Βράχο βράχο τον καημό μου...Απονη ζωή ...
Αυτά τα έλεγαν αφού είχαν πιεί κάμποσα ποτηράκια κι ο παππούς τους φώναζε να τα λένε πιό σιγά.
Νευρίαζα με τον παππού .Νόμιζα πως δεν του έρεσαν και δεν ήθελε να τ'ακούει.
Ηξερα ακόμα και για τους περιπτεράδες.Πως ήταν όλοι ,λέει ,συνεργάτες των χωροφυλάκων και τους έλεγαν τα πάντα για όλο τον κόσμο.Ακόμα και τι εφημερίδα διαβάζει ο καθένας.
Γι αυτό κι έστελναν εμένα στο περίπτερο της πλατείας.
Ζήταγα πότε “Αυγή”,πότε “Δημοκρατική Αλλαγή”.Ηξερα πως πρέπει να την διπλώσω αμέσως προς τα μέσα ,να μην φαίνεται ο τίτλος της και να την πάω γρήγορα στο σπίτι .
Ετσι ελαφρώς υποψιασμένη για την πολιτική κατάσταση άρχισε να συνειδητοποιώ πως κάτι σοβαρό είναι αυτή δικτακτορία!
Οι ώρες πέρναγαν αργά ...το ραδιόφωνο συνέχιζε τα εμβατήρια και κάποια στιγμή άρχισε να παίζει και κλασσική μουσική.
Στην αρχή νόμισα πως κάποιος σπουδαίος πέθανε.
Ετσι γινόταν τότε.Οταν πέθαινε κάποιος σημαντικός άνθρωπος,κυρίως πολιτικός ,το ραδιόφωνο έπαιζε συνέχεια κλασσική μουσική.
Κατά τις 12.00 το μεσημέρι εμφανίστηκε στο σπίτι ο πατέρας.
Κλείσαμε πόρτες και παράθυρα και συγκεντρωθήκαμε γύρω απ'το τραπέζι της κουζίνας.Αρχισε να μας περιγράφει τι είδε και τι έζησε στο κέντρο της Αθήνας.Ανυποψίαστος για όσα είχαν συμβεί πήρε το πρώτο λεωφορείο.Δεν έφτασε μέχρι το Σύνταγμα
Στο ύψος της Μακρυγιάννη τανκς είχαν κλείσει τους δρόμους.
Τα λεωφορεία κατέβαζαν τον κόσμο κι έφευγαν για τα αμαξοστάσια.
Οπλισμένοι στρατιώτες παντού.
Ο πατέρας δημόσιος υπάλληλος θεώρησε υποχρέωσή του να φτάσει ως την υπηρεσία.
Το'κοψε με τα πόδια για την Ομόνοια ,για να πάρει το επόμενο λεωφορείο .
Τόσο ανυποψίαστος!
Στο Σύνταγμα αγριεμένοι στρατιώτες τον σταμάτησαν και τον απείλησαν με τα όπλα.
Το πήρε απόφαση,γύρισε και με τα πόδια έφτασε στις αρχές της Βουλιαγμένης.
Πουθενά λεωφορείο.
Ηταν νέος κι είχε πόδια μαθημένα στην πεζοπορία απ'τον πόλεμο.
Μόνο που κατάφερε να φτάσει στο σπίτι μεσημέρι.
Η αγωνία μου τελείωσε όταν έφτασε στο σπίτι και η μάννα.
Τα ίδια κι αυτή





Ο θείος κρύφτηκε για λιγο καιρό κι όταν κάπως ηρέμησαν τα πράγματα γύρισε στο σπίτι.Μόνο που είχε μείνει πάλι χωρίς δουλειά.
Η εφταετία πέρασε χωρίς ιδιαίτερες ταλαιπωρίες για την οικογένεια.
Δεν είχαμε περιπέτειες στο σπίτι με βασανιστήρια,εξορίες ,στρατοδικεία .
Τα ζούσαμε μόνο μέσα από περιπέτεις φίλων και γνωστών κι από εκείνο το πνίξιμο της ελευθερίας.
Να μιλάς , να τραγουδάς ,να ζεις.
Πέρασαν τα χρόνια κι η τύχη μου μ'εφερε κάποια στιγμή μπροστά τους.
Ηταν πιά γέροι κι ανήμποροι.
Τους λυπήθηκα.Μου θύμισαν τον παππού .
Αυτοί ήταν λοιπόν?
Αυτοί που για εφτά χρόνια δυνάστευσαν την χώρα μου?
Αυτοί που προκάλεσαν τόσο πόνο...τόσο κακό!
Πιάσαμε την κουβέντα .Για πράγματα ανώδυνα ...καθημερινά.
Μα η κουβέντα προχώρησε και έφτασε και στην “επανάστασιν”
Το μάτι γυάλισε ...ο λόγος έχασε τον ειρμό του ..
“Οι κομμουνισταί....η επανάστασις ....ο βασιλευς ....οι κομμουνισταί...”
Τους ξαναβρήκα μπροστά μου .
Δεν ήταν πια σαν τον παππού.
Ηταν μόνο δικτάτορες......(χωρίς δεύτερο κάππα)

Πέμπτη, Απριλίου 05, 2007

Το μαρτύριο της νηστείας


Μ.Πέμπτη σήμερα .
Σε δυό μέρες Ανάσταση και μετά Πάσχα.
Δεν έχω νοιώσει έτσι άλλη φορά.
Δεν έχω καταλάβει πως έρχεται το Πάσχα.
Μια ιδέα πήρα σήμερα βέβαια βάφοντας τ'αυγά κι ιδίιως όταν πλήρωσα στον χασάπη το αρνί .
Μ.Πέμπτη
Ανάμνηση του Μυστικού Δείπνου.
Ανάμνηση της θείας κοινωνίας κάθε Μ.Πέμπτη ..πάνε χρόνια τώρα.
Τότε που η νηστεία ήταν αναγκαστική λόγω οικογενειακής συνήθειας.
Ισως γι αυτό δεν ξανανήστεψα όταν μεγάλωσα.
Και δεν ξανακοινώνησα.
Εβαλε το χέρι της βέβαια κι η αριστερή τροπή που πήρε το όλο πράγμα .
Ο Χριστός πέρναγε τα πάθη του κι εγω το μαρτύριο της νηστείας.
Τοτε τα ζήλευα όλα.
Και τα αυγά.... και τα τυριά..... και τα σαλάμια....και όλα!
Σιχαινόμουν το τσάι ,τα καλαμαράκια ,τα χταπόδια ,τις ταραμοσαλάτες.
Ευτυχώς τα καλαμαράκια και τα χταπόδια τα ξανάβαλα στη ζωή μου παρέα με τα ούζα.
Σαν Πάσχα περίμενα την Μ.Πέμπτη.
Να πάω να κοινωνήσω ...να τελειώσει το μαρτύριο.
Εκείνη την ημέρα κάναμε διάλειμμα.
Μπορούσα να πιώ γάλα δηλαδή και να φάω ψωμοτύρι.
Για κρέας και αυγό ούτε λόγος.
Κι ακολουθούσε η Μ.Παρασκευή.
Η γιαγιά ούτε λάδι.
Με ψωμί και νερό την έβγαζε.
Ευτυχώς ο παππούς πιό ελαστικός μαγείρευε καμιά πατάτα γιαχνί.

Μα το πραγματικό μαρτύριο ήταν του Σαββάτου.
Απ'το πρωί ξεκίναγε.
Τα κόκκινα αυγά έπαιρναν την θέση τους στο μεγάλο μπουφέ
και δίπλα τους τα λαχταριστά κουλουράκια ,που είχαμε φτιάξει μέρες πρίν
μαζί με την μαμά κι είχανε μέχρι τότε κρυφτει σε κάποιο ψηλό ντουλάπι .
Μα το χειρότερο απ'όλα ήταν οι μυρωδιές
...οι μυρωδιές απ΄την κουζίνα.
Η μαγειρίτσα ετοιμαζόταν από νωρίς.
Μετά το τελευταίο νηστήσιμο μεσημεριανό άρχιζε η προετοιμασία.
Στην μεγάλη κουζίνα οργασμός.
Πλένονταν τα μαρούλια ,καθαρίζονταν τα κρεμμυδάκια,ψιλοκοβόταν ο άνηθος .
Γυρίζονταν τ'αντεράκια, ετοιμάζονταν τα συκωτάκια.
Η μεγάλη αλουμινένια κατσαρόλα έμπαινε στο πετρογκάζ( και λίγο αργότερα στο μάτι της κουζίνας ) κι οι μυρωδιές ξεχύνονταν σ'όλο το σπίτι.
Κι απ'τις ανοιχτές πόρτες και τα παράθυρα σ'όλη την γειτονιά.
Οι ώρες περνούσαν αργά...βασανιστικά.
Κέρβερος η γιαγιά δεν άφηνε ν'άκουμπήσεις τίποτα.
Και την μαγειρίτσα την τελείωνε την ώρα που όλοι έφευγαν για την Ανάσταση.
Για να μην υπάρξουν νωρίτερα ...διαρροές.
Γύρω στις 10.00 τα βλέφαρα άρχιζαν να γέρνουν ,τα παιδικά μάτια να κλείνουν.
Ενας μικρός υπνάκος ήταν αναπόφευκτος.
Μέχρι τις 11.00
Η αρχή του τέλους είχε έρθει πιά!
Η λαμπάδα περίμενε στολισμένη και καμαρωτή .
Στο σακκουλάκι το κόκκινο αυγό κα το κουλούρι
Βλέπεις η εκκλησία ήταν μακριά κι έπρεπε να'χουμε το κάτι τις μας για την επιστροφή.
Ασε που τότε όλοι ,μικροί μεγάλοι έπαιρναν στην τσεπη κι ένα αυγό.
Και μετά το χτύπημα της καμπάνας ,το "Χριστός Ανέστη" ,τις αγκαλιές και τα φιλιά
άρχιζε το τσούγκρισμα των αυγών ...εκεί στο προαύλιο της εκκλησίας...
υπό το φώς των κεριών και των πυροτεχνημάτων !
(...αντε να το κάνεις και τώρα ..το λιγότερο να σε πουν λιγούρη !)
Με την λαμπάδα στο ένα χέρι και το κουλούρι στο άλλο πέρναμε την κατηφόρα για το σπίτι.
Οι κήποι μοσχοβόλαγαν πασχαλιές ,κρίνα και βιολέτες.
Ο ουρανός γεμάτος αστέρια
Στου δρόμο μικρά φαναράκια κατηφόριζαν πολύχρωμα φέρνοντας στο σπίτι το άγιο φως.
Στην πόρτα περίμενε η γιαγιά.
Στο τραπέζι η μαγειρίτσα.

Μ.Πέμπτη .
Ανάμνηση και της προδοσίας του Ιούδα.
Απ'αυτήν οι αναμνήσεις ήρθαν πολύ αργότερα.