Βλέπαμε χτες τις φωτογραφίες του γάμου, πρέπει βλέπεις επιτέλους να αποφασίσουμε ανάμεσα στις χιλιάδες ποιες θέλουμε να μπουν στο άλμπουμ το δικό μας και ποιες στων γονιών μας. Η αλήθεια είναι περισσότερο τις χαζεύαμε χτες παρά να αποφασίζουμε. Χαζεύαμε τους καλεσμένους, θυμόμαστε περιστατικά που είχαν συμβεί, κουτσομπολιά και τέτοια.
Μιας και στο γάμο είχαμε περίπου 50 φίλους από το εξωτερικό, συν οι Ελλαδίτες φίλοι και συγγενείς του αμόρε, καταλαβαίνεις ότι είχε πολλή πλάκα. Στα αλλάματα είχαν ανέβει στο καναπέ να βλέπουν καθαρά τι γίνεται, θυμάμαι να αναρωτιέμαι 'μα ο Χανς ο Γερμανός είναι όντως ψηλός αλλά τώρα γιατί μου μοιάζει γίγαντας; είναι που στέκεται δίπλα στην θεία μου την Παρασιευκού;'.
Ευτυχώς που τους είχα πάρει και βεντάλιες, κάπως είχαν βοηθήσει για να μη τους μαζεύουμε από τα πατώματα μέρα μεσημέρι Ιούλιο μήνα. Στο γλέντι ξαφνιάστηκαν, με το πόσο φαγητό υπήρχε, με το κόσμο που ήρθε να χαιρετίσει, γιατί βλέπεις δεν εναντιωθήκαμε σε αυτό το θέλω των γονιών μου αν και προσπαθήσαμε να κρατήσουμε τον αριθμό υπό έλεγχο, με την πισίνα που σκεφτόντουσαν ότι κρίμα που δεν το ήξεραν να φέρουν το μαγιώ τους μαζί, με τους χορούς μας, με τα ζειμπέκικα.
Στο γάμο υπήρχαν και τρία ζευγάρια, αγαπημένοι μου φίλοι, που τυγχάνει να είναι ομοφυλόφιλοι. Το ένα ζευγάρι από Πορτογαλία, το άλλο Γερμανία και το τελευταίο από το πολύπαθο χρυσοπράσινο φίλο. Μόνο ο Κύπριος φίλος μου είχε κάποιους ενδοιασμούς στο αν έπρεπε/μπορούσε να ρθει με το έτερο ήμισυ, τα μιλήσαμε, τα συζητήσαμε, όπως όλοι ήρθαν με plus one είχε κι αυτός το δικαίωμα αυτό. Για μένα δεν υπήρχε καν θέμα συζήτησης. Το είχα κάνει εξάλλου ξεκάθαρο, αν άκουγα το παραμικρό σχόλιο από οποιονδήποτε θα είχε να κάνει μαζί μου.
Γέλασα όμως με τους αγαπημένους μου Πορτογάλους. Αυτοί έμεναν σε ένα ξενοδοχείο στην παλιά Λευκωσία και μια μέρα πριν το γάμο βγήκαν στην Ριγένης και στην Ονασαγόρου κι έψαχναν κάποιο ράφτη που θα μπορούσε να σιδερώσει τα πουκάμισά τους μην έρθουν τσαλακωμένοι. Βρήκαν ένα ραφτάδικο, μπήκαν μέσα, ρώτησαν, τους είπε εντάξει ο κύριος εκεί. Τους ρώτησε όμως, αφού ήταν Κύπριος περίεργος, για ποιο λόγο χρειάζονται σιδερωμένα πουκάμισα.
'We need them for a wedding.'
Στυλλομάθκιασμα!!! 'You two wedding together?!!!!'
'Eh, no. A friend is getting married.'
'Aaa. *ανακούφιση* Thank God!'
Το βράδυ στο δείπνο μου το έλεγαν και είχαν πεθάνει στα γέλια. Μου έκαναν τις εκφράσεις του ράφτη και ήταν λες και τον έβλεπα μπροστά μου. Μου είπαν ότι και στο χωριό τους το ίδιο θα γινότανε, η ίδια θα ήταν η αντίδραση. Ο,τι οι άνθρωποι είναι όντως παντού οι ίδιοι, είτε είναι κολλημένοι, είτε όχι. Είπαν χαριτολογώντας ότι έτσι κι αλλιώς δεν είναι έτοιμοι για γάμους, είπαμε κι ένα thank God, και σύραμε στην πίστα για ένα ακόμα συρτάκι.
Υπέροχη μέρα, να΄ταν κι άλλη.
Πλέον ακούω για γάμους που θα γίνουν και ζηλεύω γιατί την ευτυχία και την χαρά που ένοιωσα χωρίς τίποτα άλλο στο μυαλό μου λες και ο χρόνος είχε σταματήσει, τα χαμογέλα και την αγάπη που έδωσα και εισέπραξα, την σουρεάλ φάση με όλους τους φίλους μας από Αγγλία, Γερμανία, Γαλλία, Ουκρανία, Πορτογαλία, Καναδά μαζεμένους στο πατρικό μου θα ήθελα να τα ζήσω ξανά και ξανά και ξανά. Κι ο άντρας μου συμφωνεί, αλλά να την ζούσαμε λέει χωρίς τις εκατοντάδες χειραψίες.
Τι να πω, ένα δίκιο το'χει...!