Tις μέρες που θέλω να πετάξω και δεν έχω που, αναδιπλώνομαι, κρύβω τα φτερά ανάμεσα στα πόδια μου, και μασάω με δύναμη τα νύχια των χεριών μου. Τις νύχτες με πανσέληνο απλώνω τα ρούχα, με χέρια που τρέμουν από την ένταση.
Έχω υπομονή, όση το τζάμι του τραπεζιού στη βεράντα που φιλοξενεί την αντανάκλαση του ολοστρόγγυλου φεγγαριού.
Ψέμματα.
Υπομονή δεν έχω για αυτό και ξεσκίζομαι, όμως από μέσα προς τα έξω κι έτσι αυτό που φτάνει σ εσένα είναι ένα τίποτα υπό το μηδέν.
Δε θα πάψουν ποτέ τα θέλω μου ακόμη κι αν ντυθώ εκείνο το μαύρο μακρύ παλτό με τη μικρή γούνα στο γιακά. Ακόμη κι αν περπατώ με πόδια γερασμένου πουλιού.
Τι θέλω ρε γαμώ το;
Ν αγαπήσω θέλω.
Να σε γεμίσω με τις σκέψεις μου θέλω.
Υπομονετικά να μ ακούσεις και να μου χαμογελάσεις θέλω, πόσο μπορεί πια να κοστίζει αυτό;
Tuesday, January 18, 2011
Tuesday, December 14, 2010
σκέψεις
Έρχομαι και κουρνιάζω σ αυτή την τρύπα, το σκοτάδι με βοηθάει να αποστασιοποιούμαι, η σιωπή να βουτάω με τα δάχτυλα στις πληγές.
Σφιγμένα χείλη, σχεδόν ίσιες ακόμη κι οι καμπύλες εκείνα τα δυό κόκκινα λοφάκια κάτω από τη βάση της μύτης. Η φωνή βγαίνει με ιδιαίτερη χροιά, κραυγάζει αγχωμένη, ταλαιπωρημένη, αδύναμη να εστιάσει σε τόνους μαλακούς. Το σίγμα ακούγεται συρτό και βαρύ σχεδόν κακό.
Αλλάζω παραστάσεις, φεύγω από τον υπολογιστή και πάω στην τηλεόραση.
Βελόνα και κλωστή, σταυροβελονιά να λουφάξει η κάθε στιγμή μέσα μου. Να ηρεμήσει το κουζουλό ζωάκι.
Μια βαλίτσα με τρία λευκά πουκάμισα που πήγαν, ήρθαν και τώρα στεγνώνουν έξω από το παράθυρο που βλέπει τα σπίτια που φέτος δεν άναψαν χριστουγεννιάτικα λαμπάκια.
Μ αρέσει το κρύο αλλά και με πονάει. Μουδιάζει το κορμί μου, τα μάτια μου δακρύζουν κι έτσι δε βλέπω ό,τι θα μπορούσα να ποθήσω αλλά ποτέ να αποκτήσω.
Πως γίνεται να νιώθω μπουκωμένη από το τίποτα; Σε πνίγει το μηδεν;
Έχω ακόμη στο στόμα μου γεύση θάλασσας, θυμάμαι το χρώμα της μα δε βρίσκω πια κύματα να παλέψω.
Κι αυτό που με τρομάζει πιό πολύ μα πιό πολύ είναι η σκέψη πως μπορεί να υπάρξει και το πιό κάτω. Το πιο βαθύ και ισοπεδωμένο.
Γελάω με τα όνειρα παρελθόντων χρόνων μα από εκεί κρατιέμαι. Λένε πως όταν μόνο θυμάσαι, έχει πιά μεγαλώσει πολύ.
Φοβάμαι πως όταν μόνο θυμάσαι δεν έχεις πιά κίνητρο να ζεις. Κίνητρο, καύσιμα, όπως θέλεις δες το.
Ή πάλι έχεις συμβιβαστεί. Ή μήπως όχι;
Σφιγμένα χείλη, σχεδόν ίσιες ακόμη κι οι καμπύλες εκείνα τα δυό κόκκινα λοφάκια κάτω από τη βάση της μύτης. Η φωνή βγαίνει με ιδιαίτερη χροιά, κραυγάζει αγχωμένη, ταλαιπωρημένη, αδύναμη να εστιάσει σε τόνους μαλακούς. Το σίγμα ακούγεται συρτό και βαρύ σχεδόν κακό.
Αλλάζω παραστάσεις, φεύγω από τον υπολογιστή και πάω στην τηλεόραση.
Βελόνα και κλωστή, σταυροβελονιά να λουφάξει η κάθε στιγμή μέσα μου. Να ηρεμήσει το κουζουλό ζωάκι.
Μια βαλίτσα με τρία λευκά πουκάμισα που πήγαν, ήρθαν και τώρα στεγνώνουν έξω από το παράθυρο που βλέπει τα σπίτια που φέτος δεν άναψαν χριστουγεννιάτικα λαμπάκια.
Μ αρέσει το κρύο αλλά και με πονάει. Μουδιάζει το κορμί μου, τα μάτια μου δακρύζουν κι έτσι δε βλέπω ό,τι θα μπορούσα να ποθήσω αλλά ποτέ να αποκτήσω.
Πως γίνεται να νιώθω μπουκωμένη από το τίποτα; Σε πνίγει το μηδεν;
Έχω ακόμη στο στόμα μου γεύση θάλασσας, θυμάμαι το χρώμα της μα δε βρίσκω πια κύματα να παλέψω.
Κι αυτό που με τρομάζει πιό πολύ μα πιό πολύ είναι η σκέψη πως μπορεί να υπάρξει και το πιό κάτω. Το πιο βαθύ και ισοπεδωμένο.
Γελάω με τα όνειρα παρελθόντων χρόνων μα από εκεί κρατιέμαι. Λένε πως όταν μόνο θυμάσαι, έχει πιά μεγαλώσει πολύ.
Φοβάμαι πως όταν μόνο θυμάσαι δεν έχεις πιά κίνητρο να ζεις. Κίνητρο, καύσιμα, όπως θέλεις δες το.
Ή πάλι έχεις συμβιβαστεί. Ή μήπως όχι;
Saturday, December 11, 2010
άνευ όρων
Δε γυρίζουν σε μια στιγμή ανάποδα τα πράγματα. Θυμάσαι; Ήταν κι εκείνο το σημάδι, κι εκείνο, κι εκείνο, κι όλα αυτά που περίμενες μα κατά βάθος δεν ήθελες να έρθουν.
Έψαχνες το φταίξιμο σε πορεία από καιρό χαραγμένη. Έλιωνες κάθε που έβλεπες πως τα χέρια σου ήταν σφραγισμένα.
Και παραδόθηκες. Άνευ όρων.
Μιά χαραμάδα θέλεις τώρα ίσα που να χωράει ένα δαχτυλάκι.
Έψαχνες το φταίξιμο σε πορεία από καιρό χαραγμένη. Έλιωνες κάθε που έβλεπες πως τα χέρια σου ήταν σφραγισμένα.
Και παραδόθηκες. Άνευ όρων.
Μιά χαραμάδα θέλεις τώρα ίσα που να χωράει ένα δαχτυλάκι.
Wednesday, November 24, 2010
ο πιό επιπόλαιος
O ένας μου εαυτός διψάει κι ο άλλος είναι χορτάτος. Ο ένας θέλει να καταβροχθήσει ένα βιβλίο σε δυό ώρες κι ο άλλος καταπίνεται από το διαδίκτυο κι από ένα σωρό άχρηστα πράγματα. Ο ένας είναι στο τρέξιμο κι ο άλλος σέρνει τις παντούφλες του νωχελικά. Ο ένας προπορεύεται κι ο άλλος καθυστερεί πάνω από δυό βήματα πίσω. Ο ένας τελειομανής κι ο άλλος δε βαριέσαι. Ο ένας μαύρο κι ο άλλος λευκό.
Ο ένας πέσε πίττα να σε φάω κι ο άλλος παλεύει για να φτιάξει την ατμόσφαιρα.
Ο ένας μου καταπίνει τον άλλον μου. Συνήθως επικρατεί ο πιό επιπόλαιος !
Sunday, November 7, 2010
επτωχεύσαμεν κοριτσάκι
Ψηφίσαμε και μετά ήπιαμε ένα ολόκληρο μπουκάλι κόκκινο ξηρό Γουμένισσας, για να γιορτάσουμε που στείλαμε το όνειρο μας σε μια διάφανη κάλπη, και το δεύτερο, μετά μάζεψα τα πιάτα, σε μια στίβα, για πλύσιμο, το πλυντήριο έχει χαλάσει εδώ και καιρό, δεν θέλω άλλο σου είπα, όλο βρωμιές και τοξικά, μα άλλος ήταν ο λόγος, το ξέρεις κι εσύ, ξέρεις πως τίποτα δεν θα αλλάξει, πως τα σώματα μας εδώ και μήνες έχουν πάρει τις καμπύλες ενός τεράστιου ''Ο'', δεν σου μιλάω για αυτό, μόνο σε νιώθω, ούτε κι εσύ, νιώθω το χείλι σου στην άκρη που στένεψε από τη μέρα που μου είπες εκείνη την λέξη, κι έβλεπα πως αν μπορούσες θα έβαζες τα κλάμματα, κι ας μην είναι του τύπου σου, κι εγώ ήθελα να σε κοιμήσω στην αγκαλιά μου, δίνοντας σου ευκαιρία για όνειρα, μα δεν είναι του δικού μου τύπου αυτές οι κινήσεις, και ντράπηκα για εκείνη τη λέξη που αντήχησε σε όλο το χώρο σα ξένη, κι ήθελα να σε μαλώσω που τόλμησες κι ήσουν στεγνά αληθινός, μα άλλαξα αμέσως κουβέντα, να κρυφτεί βαθιά, και πιο βαθιά από το βαθιά, κι έκανα πως δε βλέπω την ''απελπισία'' να ποτίζει τοίχους και καρέκλες και χαλιά, κοριτσάκι ''επτωχεύσαμεν'' μου είπες με ένα τρόπο που φώναζε από μακριά ΛΥΠΑΜΑΙ, σα να έλεγες ΛΥΠΑΜΑΙ για όσα ήθελα και δε μπορώ, κι εγώ άλλαξα αμέσως κουβέντα γιατί ντράπηκα και γιατί δε θέλω να λυπάσαι, μόνο να είσαι χαρούμενος και να μ αγαπάς, και τώρα παρακολουθώ μια ταινία, κι έχω πατήσει το stop, για λίγο, ίσα να γράψω αυτά που με πνίγουν κι ένα τσιγάρο και μετά να ξεχαστώ, βάφω τα νύχια μου μπορντώ, η πρωταγωνίστρια έχει κοντά κόκκινα μαλλιά, να τα φτιάξω έτσι κι εγώ; θα σε ρωτήσω μόλις ξυπνήσεις, κι έχω μια λεκάνη ρούχα να απλώσω, μαζί με τέσσερις κυλότες και πέντε ζευγάρια ριγέ κάλτσες..
σ αγαπώ..
σ αγαπώ..
Sunday, October 31, 2010
φεύγω άλλη μιά φορά
Πιάνω τη γραμμή του ήλιου και πάω. Συναντώ το σκοτάδι. Μια θάλασσα από εκείνες τις μαύρες που έβλεπα κάποτε στα όνειρα μου. Πανικοβάλομαι. Φεύγω.
Η γλύκα ενός σοκολατένιου μπισκότου, ένας γρήγορος καφές χωρίς σκοπό, δυό τσιγάρα, μία τράκα, δυό κουβέντες, κι άλλες τέσσερις στον αέρα, μιά ξεχασμένη τσάντα, μιά ειλικρίνεια, δέκα μάσκες, μια θάλασσα, ένα κόκκινο ποδήλατο, μιά γυναίκα εκνευρισμένη, μια παρέα όπου ο καθένας κοιτούσε αλλού, μιά χαλασμένη καφετιέρα, μιά δεύτερη ευκαιρία.
Δε τη δίνω!
Η γλύκα ενός σοκολατένιου μπισκότου, ένας γρήγορος καφές χωρίς σκοπό, δυό τσιγάρα, μία τράκα, δυό κουβέντες, κι άλλες τέσσερις στον αέρα, μιά ξεχασμένη τσάντα, μιά ειλικρίνεια, δέκα μάσκες, μια θάλασσα, ένα κόκκινο ποδήλατο, μιά γυναίκα εκνευρισμένη, μια παρέα όπου ο καθένας κοιτούσε αλλού, μιά χαλασμένη καφετιέρα, μιά δεύτερη ευκαιρία.
Δε τη δίνω!
Saturday, October 30, 2010
δε θέλω να μου μιλάς
Συχαίνομαι τα βλέμματα τα επικριτικά.
Ακόμη και τα ''μπράβο'' που σβήνουν στην πρώτη στραβοτιμονιά.
Είμαι μαζί σου γιατί ποτέ δε θέλησες να είμαι πιό έξυπνη, πιό όμορφη, πιό περιποιημένη, πιό εκδηλωτική, πιό..
Έτσι είναι;
Ακόμη και τα ''μπράβο'' που σβήνουν στην πρώτη στραβοτιμονιά.
Είμαι μαζί σου γιατί ποτέ δε θέλησες να είμαι πιό έξυπνη, πιό όμορφη, πιό περιποιημένη, πιό εκδηλωτική, πιό..
Έτσι είναι;
Tuesday, October 26, 2010
Πλάγιος Τρόπος
Tα βάζω με το σώμα. Που χάνει τη λάμψη και την ευλιγισία, που χάνει το ρυθμό και την υγρασία. Στεγνό για επιθυμίες ηδονικές και αγγίγματα ερωτικά. Ασάλευτο. Άκαμπτο.
Τα βάζω με την ψυχή. Που νοσταλγεί τους ήχους των γυναικείων τακουνιών. Που δεν ενηλικιώνεται. Που βάφει τα χείλη κατακόκκινα και τα νύχια στο χρώμα του βύσινου. Που στάζει χυμούς. Που ζητάει.
Τα βάζω με την ψυχή. Που νοσταλγεί τους ήχους των γυναικείων τακουνιών. Που δεν ενηλικιώνεται. Που βάφει τα χείλη κατακόκκινα και τα νύχια στο χρώμα του βύσινου. Που στάζει χυμούς. Που ζητάει.
Monday, October 25, 2010
μόνο εγώ τα καπνίζω;
Τα τσιγάρα στο ψυγείο. Τα ρούχα στο πλυντήριο στην επιλογή ''χωρίς στίψιμο''. Το χαρτί με πρόγραμμα των τετράμμηνων μαθημάτων επάνω στο γραφείο. Διακρίνω τις διπλωμένες του γραμμές. Από τόσο μακριά.
Το βράδυ που μας πέρασε ήταν πολύ κρύο. Σερνόμουν ως το σώμα σου και κούρνιαζα εκεί, ήταν το μόνο σημείο όπου πήγαζε θερμότητα. Λίγα εκατοστά πιό εκεί να ακουμπούσα πονούσε το δέρμα των χεριών μου ως κάτω στις γυμνές πατούσες μου. Ήθελα να σηκωθώ να ανάψω το καλοριφέρ αλλά ο ύπνος μου έλεγε, περίμενε λίγο ακόμη, θα περάσει, κι έτσι μ αγκάλιασε χωρίς να το καταλάβω ως το πρωί.
Το τσαντάκι μου είναι έτοιμο. Γυαλιά, γυαλιά, θήκη γυαλιών, ένα βρώμικο χαρτομάντηλο, χαρτονομίσματα κρυμμένα στις σελίδες ενός μικρού ημερολόγιου, ψηλά στο ροζ πορτοφολάκι, κινητό των πρώτων χρόνων της δεκαετίας, ένα μανταλάκι κλεμμένο από τις διακοπές, και κάτι μικρά τσαλακωμένα χαρτάκια από παλιές αποδείξεις που πρέπει να πετάξω.
Σήμερα σε σκέφτηκα μόλις ξύπνησα. Ταιριάζεις με τη συνεφιά. Μαζί μου δε νομίζω. Πολλές φορές προσπαθώ σε ένα σπάσιμο της φωνής σου να καταλάβω τι πραγματικά σκέφτεσαι. Άλλες πάλι δε θέλω. Μου αρκεί αυτό. Ευνουχισμένος ερωτισμός.
Έρχομαι!
Μόλις τελειώσω με το ντουζ μου.
Κι αυτή την γαμημένη μάρκα των τσιγάρων μου μόνο εγώ την καπνίζω;
Το βράδυ που μας πέρασε ήταν πολύ κρύο. Σερνόμουν ως το σώμα σου και κούρνιαζα εκεί, ήταν το μόνο σημείο όπου πήγαζε θερμότητα. Λίγα εκατοστά πιό εκεί να ακουμπούσα πονούσε το δέρμα των χεριών μου ως κάτω στις γυμνές πατούσες μου. Ήθελα να σηκωθώ να ανάψω το καλοριφέρ αλλά ο ύπνος μου έλεγε, περίμενε λίγο ακόμη, θα περάσει, κι έτσι μ αγκάλιασε χωρίς να το καταλάβω ως το πρωί.
Το τσαντάκι μου είναι έτοιμο. Γυαλιά, γυαλιά, θήκη γυαλιών, ένα βρώμικο χαρτομάντηλο, χαρτονομίσματα κρυμμένα στις σελίδες ενός μικρού ημερολόγιου, ψηλά στο ροζ πορτοφολάκι, κινητό των πρώτων χρόνων της δεκαετίας, ένα μανταλάκι κλεμμένο από τις διακοπές, και κάτι μικρά τσαλακωμένα χαρτάκια από παλιές αποδείξεις που πρέπει να πετάξω.
Σήμερα σε σκέφτηκα μόλις ξύπνησα. Ταιριάζεις με τη συνεφιά. Μαζί μου δε νομίζω. Πολλές φορές προσπαθώ σε ένα σπάσιμο της φωνής σου να καταλάβω τι πραγματικά σκέφτεσαι. Άλλες πάλι δε θέλω. Μου αρκεί αυτό. Ευνουχισμένος ερωτισμός.
Έρχομαι!
Μόλις τελειώσω με το ντουζ μου.
Κι αυτή την γαμημένη μάρκα των τσιγάρων μου μόνο εγώ την καπνίζω;
Friday, October 22, 2010
τέσσερις μέρες
Ο διακόπτης που γράφει επάνω ''ήλιος'' είναι στο off από το πρωί. Απλώνω ρούχα τουλάχιστον τρεις φορές την ημέρα φορώντας χοντρές ζακέτες με τεράστια κουμπιά. Τα χέρια μου υγρά και κρύα παίζουν αργά με τις καρφίτσες και τα μαλακά υλικά. Με θυμήθηκε ένα παλιό πιστόλι σιλικόνης και ξεμύτησε από την αποθήκη με τα ξεχασμένα πράγματα. Κοίτα με μου λέει, κουβαλάω επάνω μου δεκατρία χρόνια όμορφης ζωής.
Κάποια στιγμή πρέπει να ήταν πανσέληνος. Βαριέμαι να ψάχνω το φεγγάρι μέσα στη νύχτα, αλλά το καταλαβαίνω από την κυκλοθιμική, βαριά μου διάθεση. Παρ όλα αυτά, έχω περισσεύματα χαράς αλλά δε βρίσκω αποδέκτες. Και περίσσια όνειρα έχω αλλά αυτά αποφεύγω να τα μοιράζομαι.
Οι λέξεις κυλούν με αντίθετη φορά, από έξω προς τα μέσα. Παίρνω αποφάσεις και φτιάχνω ημερολόγια ζωγραφιστά, από χάρτινες σελίδες ξεπηδούν κομμάτια σοκολάτας, γλυκά του κουταλιού, κρέμες πατισερί κι ό,τι άλλο σχετίζεται με τη ζάχαρη. Μετά κλείνω τις σελίδες, δένω το κούμπωμα και κοιμάμαι ήσυχη. Με τρώει το στομάχι μου κι όσο περνάει ο καιρός θα πονάω περισσότερο, αλλά υπήρξαν φορές που στάθηκα δυνατή.
Μου λείπει το φως, που γράφει στο γυμνό μου μπράτσο ''καλοκαίρι''.
Κάποια στιγμή πρέπει να ήταν πανσέληνος. Βαριέμαι να ψάχνω το φεγγάρι μέσα στη νύχτα, αλλά το καταλαβαίνω από την κυκλοθιμική, βαριά μου διάθεση. Παρ όλα αυτά, έχω περισσεύματα χαράς αλλά δε βρίσκω αποδέκτες. Και περίσσια όνειρα έχω αλλά αυτά αποφεύγω να τα μοιράζομαι.
Οι λέξεις κυλούν με αντίθετη φορά, από έξω προς τα μέσα. Παίρνω αποφάσεις και φτιάχνω ημερολόγια ζωγραφιστά, από χάρτινες σελίδες ξεπηδούν κομμάτια σοκολάτας, γλυκά του κουταλιού, κρέμες πατισερί κι ό,τι άλλο σχετίζεται με τη ζάχαρη. Μετά κλείνω τις σελίδες, δένω το κούμπωμα και κοιμάμαι ήσυχη. Με τρώει το στομάχι μου κι όσο περνάει ο καιρός θα πονάω περισσότερο, αλλά υπήρξαν φορές που στάθηκα δυνατή.
Μου λείπει το φως, που γράφει στο γυμνό μου μπράτσο ''καλοκαίρι''.
Thursday, October 21, 2010
με μια γουλιά ζεστό καφέ
Oι λέξεις μουδιάζουν όσο κατοικούν στο σώμα μου. Μοιάζω με άγαλμα καθισμένη για ώρες, ίδια θέση και στάση, να παλεύω με τα χρώματα. Έτσι, ξεπλένω τις σκέψεις με ζεστό νερό και μπόλικο πράσινο σαπούνι. Μετά, νιώθω τόσο καλά, που θέλω να σε φιλήσω πολλές φορές εκεί στο κόκκαλο ανάμεσα στο αυτί και τον λαιμό.
Σε ένα μεγάααλο δωμάτιο κάθομαι στην άκρη ενός πέταλου. Στη μέση ένα μικρό τραπέζι. Μπροστά μου ο τοίχος είναι μαύρος, οι υπόλοιποι λευκοί.
Ένας πολύ γλυκός άνθρωπος μιλάει και μπαίνω στον πειρασμό να κάνω συγκρίσεις. Πέρσι τέτοιο καιρό.. κλπ κλπ τα γνωστά κλπ..
Θυμώνω πολύ. Με εξουθενώνει ο θυμός.
Ξέρω πως μετά έρχεται η αποδοχή λίγο σαν λύτρωση.
Σε ένα μεγάααλο δωμάτιο κάθομαι στην άκρη ενός πέταλου. Στη μέση ένα μικρό τραπέζι. Μπροστά μου ο τοίχος είναι μαύρος, οι υπόλοιποι λευκοί.
Ένας πολύ γλυκός άνθρωπος μιλάει και μπαίνω στον πειρασμό να κάνω συγκρίσεις. Πέρσι τέτοιο καιρό.. κλπ κλπ τα γνωστά κλπ..
Θυμώνω πολύ. Με εξουθενώνει ο θυμός.
Ξέρω πως μετά έρχεται η αποδοχή λίγο σαν λύτρωση.
Monday, October 11, 2010
ο μελαγχολικός μήνας οκτώβρης
Οι πρωινές ψιχάλες έπεσαν στα λίγα απλωμένα ρούχα, βιάστηκα να τα μαζέψω, έξω μυρίζει κλειδιά αυτοκινήτων, καφέ και βροχή, μέσα φωτιά και κρύο.
Η χθεσινή εφημερίδα διπλωμένη στο τραπέζι, κάτω από την καφετιέρα με τα ξαναζεσταμμένα νέα. Με τρομάζουν τα νέα, κάνουν τα μάτια μου να τρέχουν φλούδες κρεμμυδιών και το στομάχι μου ΆνωΚάτω, έτσι τα αποφεύγω, κάθε απόγευμα από τις οκτώ ως τις εννιά γίνομαι κουφή και τυφλή.
Εννιά στίβες με ρούχα που μύριζαν ήλιο και αλμύρα και ηλιοκαμμένο δέρμα, μπήκαν σε αντίστοιχες γωνιές της ντουλάπας.
Δεκαπέντε στίβες με ρούχα που μυρίζουν κρύο και βροχή και συννεφιά έπιασαν να σεργιανούν στον αέρα. Ανεμίζουν μελαγχολικά. Με το σημαδάκι του Ολόμαλλου στις ετικέττες τους.
Ο μουντός ουρανός με κάνει μαλθακή. Μη ανεκτική και εύθραστη. Με γεύση κρυολογήματος.
Στο ζύγι, τούτες τις μέρες κερδίζουν πάντα τα αρνητικά και τα ανόρεχτα.
Η χθεσινή εφημερίδα διπλωμένη στο τραπέζι, κάτω από την καφετιέρα με τα ξαναζεσταμμένα νέα. Με τρομάζουν τα νέα, κάνουν τα μάτια μου να τρέχουν φλούδες κρεμμυδιών και το στομάχι μου ΆνωΚάτω, έτσι τα αποφεύγω, κάθε απόγευμα από τις οκτώ ως τις εννιά γίνομαι κουφή και τυφλή.
Εννιά στίβες με ρούχα που μύριζαν ήλιο και αλμύρα και ηλιοκαμμένο δέρμα, μπήκαν σε αντίστοιχες γωνιές της ντουλάπας.
Δεκαπέντε στίβες με ρούχα που μυρίζουν κρύο και βροχή και συννεφιά έπιασαν να σεργιανούν στον αέρα. Ανεμίζουν μελαγχολικά. Με το σημαδάκι του Ολόμαλλου στις ετικέττες τους.
Ο μουντός ουρανός με κάνει μαλθακή. Μη ανεκτική και εύθραστη. Με γεύση κρυολογήματος.
Στο ζύγι, τούτες τις μέρες κερδίζουν πάντα τα αρνητικά και τα ανόρεχτα.
Friday, October 8, 2010
ήμουν;;;
Στ αλήθεια όποτε σκέφτομαι να σε συναντήσω βρέχει, και τώρα που το έχω στο μυαλό μου από την Δευτέρα, έχει φτάσει Παρασκευή κι η υγρασία σμπρώχνει το μυαλό μου κατά κάτω. Όπως εκείνη την περίεργη μέρα, με εκείνη την παρέα που ήθελε να κάνει ένα αστρικό ταξίδι και μιλούσε για όνειρα. Άκουσα μια γυναίκα, άσχημη, να λέει στους άλλους ''τώρα έχω μπει στο μυαλό της'', κι ένοιωσα κάτι να πιέζει το μυαλό μου και καταλαμβάνει χώρο στο κεφάλι μου !
Έχω ένα τεράστιο πάγκο γεμάτο χρώματα, σκέφτομαι να αρχίσω να πουλάω διάθεση, στις γυναίκες κυρίως, διάθεση κόκκινη με μωβ, διάθεση τυρκουάζ με σμαραγδί, διάθεση χνουδωτή, τρυφερή, μαμαδίστικη, ζουζουνίστικη, κοριτσίστικη!
Τ'ωρα που το σκέφτομαι η διάθεση η κοριτσίστικη θα έχει μεγάλο σουξέ. Περίοδος αθωότητας, χαριτωμενιάς και αυθορμητισμού. Επιλεκτικής ανωριμότητας. Δίχως περαιτέρω τύψεις. Αγνότητα!
Σπάνια διάθεση, ακριβοπληρωμένη.
Την κρεμάω σε σκουλαρίκια και μετά τα βάζω στις τρύπες των αυτιών μου, κοιτάζομαι στον καθρέφτη και λέω ''αχ τι όμορφη που ήμουν''. Ήμουν.
Τώρα βρέχει και το ''τώρα'' είναι ήδη παρελθόν. Η πιό χάλια διάθεση. Ήμουν. Μη αναστρέψιμη!
Έχω ένα τεράστιο πάγκο γεμάτο χρώματα, σκέφτομαι να αρχίσω να πουλάω διάθεση, στις γυναίκες κυρίως, διάθεση κόκκινη με μωβ, διάθεση τυρκουάζ με σμαραγδί, διάθεση χνουδωτή, τρυφερή, μαμαδίστικη, ζουζουνίστικη, κοριτσίστικη!
Τ'ωρα που το σκέφτομαι η διάθεση η κοριτσίστικη θα έχει μεγάλο σουξέ. Περίοδος αθωότητας, χαριτωμενιάς και αυθορμητισμού. Επιλεκτικής ανωριμότητας. Δίχως περαιτέρω τύψεις. Αγνότητα!
Σπάνια διάθεση, ακριβοπληρωμένη.
Την κρεμάω σε σκουλαρίκια και μετά τα βάζω στις τρύπες των αυτιών μου, κοιτάζομαι στον καθρέφτη και λέω ''αχ τι όμορφη που ήμουν''. Ήμουν.
Τώρα βρέχει και το ''τώρα'' είναι ήδη παρελθόν. Η πιό χάλια διάθεση. Ήμουν. Μη αναστρέψιμη!
Thursday, October 7, 2010
vintage τριαντάφυλλα
Πονάω γιατί τις νύχτες οι λέξεις περπατούν στο σώμα μου και τα πρωινά τις βρίσκω στο νερό του βάζου με τα vintage τριαντάφυλλα και στο χώμα του κήπου/
Βρέχει ασταμάτητα, σταγόνες φθόγγων, και κρυώνω, εφάπτω το σώμα μου στο δικό σου, έχω μια μεγάλη τρύπα σ εκείνο το σημείο από την τριβή και την θερμότητα, όλο το υπόλοιπο μουδιάζει από το κρύο και την υγρασία/
Μπαίνουν στο στόμα μου αυτά τα ολοστρόγγυλα σχήματα αλφαβήτας και ουρλιάζω για να έρθουν σε σένα οι σκέψεις μου, που φτάνουν μακριά πατιούνται στην άσφαλτο και μετά κρύβονται πίσω από τα βουνά μαζί με τα χαμένα μου ηλιοβασιλέμματα!
Τα vintage τριαντάφυλλα χάνουν τα πέταλα τους και μένουν ολόγυμνα/
Σε γαλάζια χαρτιά είναι γραμμένα μεγάλα νούμερα. Χίλια τετρακόσια είκοσι οκτώ. Αυτός είναι ο αριθμός του σημερινού μου ονείρου.
Wednesday, September 29, 2010
κάθε μέρα μου

Sunday, September 26, 2010
σεπτέμβρη το καλοκαίρι είναι περίεργο

με διαπερνάει λοξά μια βροχή με δειλές μικροσκοπικές σταγόνες/ το σύννεφο είναι από πάνω μας/ μόνο για μας βρέχει/ βροχή για δύο
σκοτώνω ένα τρίωρο σ ένα όνειρο που δεν είναι στα γούστα μου/
ζεματάει το παρελθόν τις παράδοξες μέρες μου, ίσως να φταίνε οι ορμόνες που έχουν ημερομηνία λήξης μαζί με το κόκκινομαυρο αίμα που δεν έρχεται πια/ τώρα θα εμφανιστούν εκείνες οι τεράστιες τρίχες που συχαινόμουν στα πηγούνια των γυναικών/ ίσως κάποιες χοντρές ελιές, θα βραχνιάσει η φωνή μου, δεν θα μ αναγνωρίζεις όταν σου τηλεφωνώ, ή όταν ξυπνάω το πρωί, με χίλιες δυό τσαλακωμένες ρυτίδες θα μου λες ''έλα στην αγκαλιά μου, είσαι κουρασμένη μωρό μου'', κι εγώ θα ξέρω πως είναι ψέμματα, γιατί ποιός να ξέρει τι να σκέφτεσαι από μέσα σου, αλλά το ίδιο θα μπορούσες να αναρωτιέσαι κι εσύ, για το τι σκέφτομαι εγώ για σένα, κάπου διάβασα πως αυτή η ανασφάλεια τους δένει τους ανθρώπους πάνω από μια ηλικία, κι αυτό με παρηγορεί/ στ αλήθεια/
πως μπορείς να με μπερδεύεις με κάποια άλλη αφού είμαι εγώ;
το όνομα μου δε θα σου το ψιθυρίσω ποτέ
Saturday, September 25, 2010
αλλάζει ο καιρός

ήρθε λέει η βροχή, αλλά δεν ήμουν εδώ/ και τώρα ανοιγοκλείνω τις παραθυρόπορτες μέχρι να βρω από που μπάζει/ είναι ακόμη νωρίς το πρωί κι έχει μια ψύχρα που ενοχλεί το δέρμα και το κάνει να πονάει/
έχω ξεχάσει ποιές λέξεις δέχονται διπλά τα σύμφωνα/ όπως μια φορά είχα ξεχάσει κι εκείνα τα στολιδάκια τα άχρηστα που βάζαμε πάνω και στο πλάι της αλφαβήτας/ ήταν σα να μη τα είχα ξαναδεί ποτέ/ τόσο ήταν το μίσος μου/
ίδιο μ αυτό που είχα κι ένα φεγγάρι για σένα/ γιά όσα μου έκανες και δεν ήθελα/ και για άλλα τόσα που ήθελα και δεν μου έκανες/ σε συνήθισα τώρα/ σε συνήθισε κι ανασφάλεια μου/ που ήρθε και βρήκε κι αγκάλιασε την δικιά σου/ έτσι τώρα οι δύο ανασφάλειες μας πορεύονται μαζί/
χθες βράδυ μου ζητήθηκαν οι κλωστές που είχα στα δάχτυλα κι εγώ τις έδωσα/ πως να σε γελάσω όταν το αίμα που κυλάει στις φλέβες μου είναι ίδιο με το δικό σου/ μόνο πίσω κάνω/ όσα βήματα μου πεις/ κι αν εσύ μου ζητήσεις να έρθω μπροστά πάλι εδώ θα είμαι/
τα βράδια κοιμάμαι νωρίς, πάντα κοιμόμουν νωρίς, μα τώρα νωρίτερα, παίρνω το μεγάλο βιβλίο γιά να κρυφτώ λίγο πίσω του μα γρήγορα το αφήνω στο πλάι του κομοδίνου μου/ κι από πάνω διπλωμένα τα κόκκινα γυαλιά/ όμως ξυπνάω νωρίς, πάντα ξυπνούσα αργά, όμως τώρα ξυπνάω νωρίς και μοιάζουν τα σάββατα να είναι διπλά, διπλά όλα τα πρωινά, μα μισά τα βράδια, ποτέ δεν μπορείς να έχεις το πακέτο ολόκληρο/ ποιός ορίζει το ''ολόκληρο'' άλλωστε/
με ρωτάς γιατί είμαι εδώ/ βουτηγμένη στο μαύρο και στη βροχή/ αγαπημένα και τα δύο/ σα να με ρωτάς ''γιατί ζεις;''/ και πως να σου απαντήσω/ λες πως ούτε που πας πιά στα παλιότερα κείμενα/ ποιό το τελικό αποτέλεσμα/ σα να λες πως κάθε στιγμή σου που πέρασε την επισκέφτεσαι κάθε βράδυ στα όνειρά σου/ μα δε γίνεται ποτέ αυτό/ γίνεται;/ κι έχει άραγε η ζωή αποτέλεσμα/ δεν έχει/ μόνο περίπατο έχει/ έναν ατέλειωτο μοναχικό περίπατο/
Thursday, September 23, 2010
ο καθρέφτης

-τι ζητάς; με ρωτάει
είχα κάτσει δίπλα του, κρατώντας μια μικρή απόσταση γιατί μου βρώμαγε κι ας μη τις πιάνω εύκολα τις μυρωδιές, και σκεφτόμουν, ή μάλλον έκανα πως συλλογιζόμουν μια που πραγματικά δεν ήξερα τι να του απαντήσω/
-τι σου έρχεται πρώτο στο μυαλό;
καρδιές/ απαντώ
γελάει/
οι μισοί που περνούν από εδώ ζητούν καρδιές μου λέει, κι οι άλλοι μισοί λεφτά/
τον κοιτούσα, πίστεψα για μια στιγμή, πως εγώ ζητούσα το σωστό, αυτός κοιτούσε τα δέντρα, μετά τον ουρανό και συνέχισε να χαμογελάει/
πίστευα τόσο πως έχω διαλέξει το σωστό, και μάλιστα ένιωθα πως χρειαζόμουν μια μεγάλη αμοιβή για αυτό, μια γενναία ανταμοιβή που θα έγλυφε γλυκά μέχρι και την τελευταία μου αμφιβολία/
αντί για αυτό, άνοιξε ένα χάρτινο κιβώτιο, έβγαλε κάτι από μέσα και μου έδειξε μια ομάδα ανθρώπων λίγο μακρύτερα/ λίγο που μπόρεσα να διακρίνω, ο καθένας ήταν διαφορετικός, μα με ένα περίεργο ψεύτικο τρόπο, άλλος το πρόσωπο βαμμένο μπλε, άλλος κατακκόκινα χείλια, άλλος με δάκρυα μαύρα να τρέχουν από τα μάτια/
μου έδωσε μια μάσκα από χαρτί/ άφηνε σε θέα μόνο τις κόρες των ματιών/
ό,τι κι αν ζητάς, ένας τρόπος υπάρχει να πορευτείς/ μου είπε/ φόρα την και προχώρα/ και μην την αφαιρέσεις ποτέ και για κανέναν, γιατί στα μάτια του σκόνη θα γενείς/
Wednesday, September 22, 2010
το κόκκινο ενός σεπτέμβρη

στα δάχτυλα μου έχω βελόνες που τις μπήγω σε μπίλιες στα χρώματα των χριστουγέννων/ δες τι έφτιαξα/ πάρε/
με ξεχνούσα για καιρό, κάθε μέρα και λίγο περισσότερο।/ ήξερα πως θα ξυπνήσουν τα μάτια μου, μα με παίδευε το πότε/ λες να ήρθε η στιγμή;
μη με κοιτάς/ η δική σου θύμηση δεν θα επιστρέψει ποτέ/ δεν έχω άλλες ερωτήσεις να σου κάνω/ τα είδα όλα/ ξεφτάνε οι καρδιές; ξεφτάνε μα μόνο αυτές που πρέπει/ αποστασιοποιημένος βλέπεις την διαφορά/
θυμάμαι έναν σεπτέμβρη που είχε ξεκινήσει με την λέξη ''κόκκινο''/ μεγάλη κουφάλα ο χρόνος/ τσιμπλιάζει τα μάτια μου/ μουδιάζει τα χείλια σ ένα κατσαρό/ ούτε σοβαρό/ ούτε χαμόγελο/ φεύγει
χθες ήταν η μέρα που ξεκίνησε με μια ολομωβ ανατολή και κατέλειξε σε έναν ολογκρι πονοκέφαλο/ το πάθος μου θέλω να μπαίνει μέσα στις κλωστές και να λιώνει τα χρώματα σα γλυπτό από σίδερο/ δε συμβαίνει αυτό/ δεν υπάρχω/
δε μου φτάνουν/ πια οι στιγμές μου/ το πιστεύεις;
Sunday, September 19, 2010
ελικοειδείς σκέψεις
Subscribe to:
Posts (Atom)